Ο ξεσηκωμός του λαού στην κηδεία του Κωστή Παλαμά το 1943

Τάσος Κοντογιαννίδης
[email protected]

Σαν σήμερα, 27 Φεβρουαρίου 1943, πριν από 81 χρόνια, έφυγε από τη ζωή ο εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς. Και την επομένη στην κηδεία του, την θλιβερή για την πνευματική Ελλάδα ημέρα, όταν «όλα τα έσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά», το φέρετρο του έγινε λάβαρο, μια ρομφαία, ένα αιχμηρό σπαθί στο στήθος του κατακτητή. Και ο σκλαβωμένος ελληνισμός όρθωσε το ανάστημα του και μετέτρεψε την κηδεία σε μεγάλη αντιστασιακή εκδήλωση.

Γράφει ο Τάσος Κοντογιαννίδης

Για εκείνη την ημέρα, ο ανιψιός του (γιος της αδελφής του) διπλωμάτης Χρήστος Ξανθόπουλος –Παλαμάς, μου είχε δηλώσει το 1973, όταν τον συνάντησα (στα 30χρονα τα θανάτου του Παλαμά): «Φώναζε εξαντλημένος από βραδύς, χωρίς να ξέρει ότι η σύζυγος του είχε πεθάνει! «Πού είναι η Μαρία μου!, Γιατί δεν βλέπω την Μαρία μου!…». Την επομένη στην κηδεία του, η ταφόπλακα της σκλαβιάς σηκώθηκε και η Ελλάδα δοκίμασε για πρώτη φορά τα φτερά της λευτεριάς. Στο νωπό χώμα του τάφου ζήσαμε στιγμές λυτρωμού, όταν αντήχησε ο εθνικός ύμνος που τραγούδησαν άνθρωποι ελεύθεροι, με ένα στόμα, μια ψυχή. Ο εχθρός μαρμάρωσε έπεσε και τσακίστηκε πάνω στην παράδοση, την ιστορία και τον Παλαμά. Το σκοτάδι αραίωσε και από τον ορίζοντα χάραξε το χαμόγελο μιας νέας αυγής…».

Μία εβδομάδα πριν, έφυγε η γυναίκα του Μαρία στο διπλανό δωμάτιο, χωρίς να μάθει για τον θάνατο της! Ο ίδιος ξεψύχησε στις 3:20 το πρωί του Σαββάτου 27-2-1943, στο σπίτι του (Περιάνδρου 5) στην Πλάκα. Και τώρα, ο ίδιος παρέδωσε το πνεύμα, εξαντλημένος πάνω στο μικρό ράντζο. Έξω, κατοχή, πείνα, εξαθλίωση, βασανιστήρια, εκτελέσεις… Στο προσκέφαλο του η κόρη του Ναυσικά, με τη φίλη της ζωγράφο Διαμαντοπούλου, που με το κραγιόν της απέδωσε σε σκίτσα τις τελευταίες εκφράσεις του προσώπου του…

Ο Παλαμάς στη νεκρική κλίνη

Πρώτοι έφτασαν στο σπίτι, οι Κωστάκης Τσάτσος (μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας), Άγγελος και Εύα Σικελιανού και έστησαν, για να μάθουν οι Αθηναίοι το θλιβερό μαντάτο, στην προθήκη του βιβλιοπωλείου του Ελευθερουδάκη (Σταδίου και Καραγιώργη Σερβίας), μεγάλη φωτογραφία του ποιητή, ένα κερί αναμμένο ανάμεσα σε μαύρες ταινίες με τον στίχο « Ο Ακρίτας είμαι Χάροντα». Και στο τζάμι κολλημένο το αγγελτήριο του θανάτου.

Οι Αθηναίοι πληροφορούνται συγκλονισμένοι τον θάνατο του Παλαμά. Ο γείτονας του Κωστάκης Τσάτσος, η Ναυσικά, και δυο κυρίες ανθοστόλισαν το φέρετρο, έντυσαν με φράκο τον νεκρό, που είχε προετοιμάσει η γυναίκα του (!) και περιποιήθηκαν τα άκοπα από καιρό γένια του. Τότε εμφανίζεται ο γιος του Λέανδρος, με διαθέσεις να χαλάσει το πρόγραμμα της κηδείας που οργάνωσε ο Τσάτσος, ο οποίος διηγήθηκε αργότερα: «Ο Λέανδρος, ένας ασυνεννόητος εγωιστής, αντιπαθέστερος και ιδιότροπος, ήρθε να δει τον πατέρα του, δώδεκα ώρες αφού έκλεισε τα μάτια! Με αυτόν μαλλιοτραβιόμουνα. Δεν ήθελε ν’ αφήσει τον Σικελιανό να αποχαιρετήσει τον νεκρό, ούτε εθνική εκδήλωση, γιατί «δεν θα του δίνανε μετά οι Ιταλοί διαβατήριο!». Η σκέψη ότι η κηδεία του Παλαμά θα κανόνιζε το διαβατήριο του Λέανδρου μας εξόργισε…».

Το αγγελτήριο της κηδείας του ποιητή.

Αλλά και ο Μενέλαος Λουντέμης εξοργίστηκε όταν ο Λέανδρος του είπε στυφά «Σεβαστείτε το πένθος μας! Τι θέλετε επιτέλους απ’ τον νεκρό μας; Θα τον ενταφιάσει η οικογένεια του σεμνά…». «Ποια οικογένεια του;», είπε ο Λουντέμης. «Φαίνεται δεν ξέρεις ποιόν είχες πατέρα! Οικογένειά του είναι όλη η Ελλάδα!».

Την επομένη παραμερίστηκαν όλα και με σφιγμένη καρδιά ένας απέραντος ανθρώπινος ποταμός κατέκλυσε το νεκροταφείο. Στεφάνια εξιλέωσης έστειλαν, ο κατοχικός πρωθυπουργός Λογοθετόπουλος και οι πληρεξούσιοι υπουργοί Γερμανίας και Ιταλίας. Ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, σαν πνευματικός αρχηγός του έθνους τον αποχαιρέτησε και μετά αντήχησε βροντερός ο λόγος του Σικελιανού: «Ηχήστε σάλπιγγες, καμπάνες βροντερές, δονήστε σύγκορμη τη χώρα, πέρα ως πέρα. Βογγήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα! Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα…!».

Ατέλειωτο χειροκρότημα, που έμοιαζε με ξέσπασμα, ακολούθησε τον επικήδειο στίχο. Μετά, Σικελιανός, Μελάς και άλλοι σήκωσαν στους ώμους το φέρετρο. Πίσω ο κόσμος το συνοδεύει, στην Πολιτεία των νεκρών… Το φέρετρο κατεβαίνει, ο λαός γονατίζει, ο Σικελιανός ρίχνει μια χούφτα χώμα, τον μιμούνται Μελάς, Κοτοπούλη, Σκίπης, Τσάτσος, Βενέζης, Ελύτης, Μυριβήλης… Κάποιος ολόρθος δειλά, αρχίζει τον εθνικό μας ύμνο, αγνοώντας τους κατακτητές που παραφυλάνε… Ψάλλει συγκινημένος και τον ψαλμό αρπάζει αμέσως το σκλαβωμένο πλήθος για ν’ αντηχήσουν οι ουρανοί!

«Και σαν πρώτα αντρειωμένη χαίρε ω χαίρε, ελευτεριά !…» Κι από τα βάθη του χρόνου ακούγεται ζωντανή και δονεί καθάρια, η φωνή του ποιητή: «Η μεγαλοσύνη στα έθνη δεν μετριέται με το στρέμμα, με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με το αίμα !»

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ