Ο ιεράρχης που αρνήθηκε υποδοχή και παράδοση της Αθήνας στους Γερμανούς κατακτητές το 1941 και να ορκίσει φιλογερμανική κυβέρνηση.
Του Τάσου Κ. Κοντογιαννίδη
Τέτοια μέρα, 28 Σεπτεμβρίου 1949, ακριβώς πριν από 75 έτη, ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και ακαδημαϊκός, ο από Τραπεζούντος Χρύσανθος, άφηνε την τελευταία του πνοή για να περάσει στην αιωνιότητα, σε διαμερισματάκι της Γλυφάδας (επι κατοχής διέμενε στην οδό Σουμελά 4 στην Κυψέλη). Η πάνδημη κηδεία του, παρουσία του βασιλιά Παύλου, έγινε με τιμές πρωθυπουργού εν ενεργεία στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών και τα οστά του μεταφέρθηκαν το 1991 στην Μονή της Παναγίας Σουμελά στο Βέρμιο.
Ο Χρύσανθος ήταν γενναίος άνθρωπος και λαμπρός ιεράρχης, αλύγιστος και δεν ήξερε τι θα πεί ελαστικότης χαρακτήρος. Ευλόγησε τα όπλα στο ΟΧΙ του 1940, στάθηκε δίπλα στους τραυματίες του πολέμου και δεν δέχθηκε συμβιβασμό με τον Γερμανικό Στρατό κατοχής…
Στις 27-4-1941, οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα. Ο φρούραρχος στρατηγός Καβράκος, του ζητούσε να πάνε μαζί να τους υποδεχτούν στους Αμπελοκήπους και να τους παραδώσουν την πόλη. Αρνήθηκε κατηγορηματικά λέγοντας: «Έργον του Αρχιεπισκόπου είναι να ελευθερώνη την πατρίδα και όχι να υποδουλώνη». Δυο μέρες μετά, ο επίτροπος του ναού της Μεταμορφώσεως Πλάκας Πλάτων Χατζημιχάλης, του αναγγέλλει τον σχηματισμό της κυβερνήσεως Τσολάκογλου της οποίας ήταν μέλος, και ζητεί απο τον Χρύσανθο να τους ορκίσει!!
Του απαντά: «Η εθνική κυβέρνησις την οποία ώρκισα, εξακολουθεί να υφίσταται και να συνεχίζη τον πόλεμον. Αλλην κυβέρνησιν δεν δύναμαι να ορκίσω!…», προσθέτοντας ότι «σε ύποπτες και αντεθνικές ενέργειες, που θα είναι εθνικώς ολέθριες, δεν μπορεί η εκκλησία να δώσει τον όρκο και την ευλογία της…»
Και λίγες ώρες μετά, καθώς έβγαινε από την Αρχιεπισκοπή για να κηδέψει τον φίλο του Κων. Σπανούδη, δημοσιογράφο στην Πόλη και πρόεδρο της ΑΕΚ, συναντά τον υπασπιστή του Τσολάκογλου ( ταγματάρχη Δ. Γαργαρόπουλο) που τον καλεί εκ μέρους του στρατηγού να πάει στην ορκωμοσία. «Εγώ δεν έρχομαι να ορκίσω κυβέρνησιν προβληθείσα υπο του εχθρού, τας Κυβερνήσεις ορίζει ο λαός ή ο Βασιλεύς. Η κυβέρνηση που όρκισα υπάρχει και δίδε τον υπέρ της ελευθερίας του Έθνους αγώνα στην Κρήτη».
Θαρραλέα στάση τήρησε όταν τον επισκέφθηκε την επομένη ο γερμανός στρατηγός Στούμ, λέγοντας του: «Προσέξατε στρατηγέ μου, να μήν τραυματίσητε την υπερηφάνειαν του Ελληνικού Λαού…» Λίγες μέρες μετά, ο μέγας αυτός ιεράρχης θα παυθεί και τη θέση του θα πάρει ο από Κορινθίας Δαμασκηνός, με τις ευλογίες του Τσολάκογλου.
Ο Χρύσανθος (κατά κόσμον Χαρίλαος Φιλιππίδης) γεννήθηκε στη Γρατινή Ροδόπης το 1881.Φοίτησε στο Γυμνάσιο Ξάνθης, σπούδασε στη θεολογική σχολή Χάλκης, χειροτονήθηκε διάκονος το 1903 κι εστάλη στην Τραπεζούντα ως ιεροκήρυκας και καθηγητής στο εκεί Φροντιστήριο. Σπούδασε στην Λειψία και την Λωζάνη, ορκίσθηκε Μητροπολίτης Τραπεζούντος το 1913 και αγαπήθηκε από τον Ποντιακό Ελληνισμό. Όταν λίγο αργότερα οι Ρώσοι κατέλαβαν την Τραπεζούντα κι έφυγε η τουρκική διοίκηση υποδέχτηκε τον δούκα Νικόλαο Νικολάγιεβιτς, αντιβασιλέα του Καυκάσου και πήρε υπό την προστασία του τον μουσουλμανικό πληθυσμό.
Κατά την ταραχώδη περίοδο 1915-1923, μεταβάλλεται σε εθνικό ηγέτη για τον ελληνισμό της «καθ’ ημάς Ανατολής» και αγωνίζεται στο Παρίσι για τα δίκαια της φυλής μας στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης του 1919, με συναντήσεις και συνομιλίες που είχε, με τον αμερικανό πρόεδρο Ουίλσον και τον Γάλλο πρωθυπουργό Κλεμανσό. Εκεί έθεσε ενώπιον τους την ανεξαρτησία του Πόντου, κέρδισε τον θαυμασμό τους και βοήθησε σημαντικά τον Ελευθέριο Βενιζέλο, στο χειρισμό των θεμάτων της Ανατολής.
Το 1921, ο πρωθυπουργός Γούναρης καλεί τον Χρύσανθο να μετάσχει της ελληνικής αποστολής στο Λονδίνο, αλλά στον Πόντο, το Κεμαλικό «Δικαστήριο της Ανεξαρτησίας» το πληροφορείται, και τον καταδικάζει ερήμην εις θάνατον! Κρυπτόμενος διαφεύγει την σύλληψη και βρίσκει άσυλο στην ελεύθερη Ελλάδα. Το 1938 εκλέγεται αρχιεπίσκοπος Αθηνών σε επανεκλογή, με αντίπαλο τον από Κορινθίας Δαμασκηνό και την επόμενη χρονιά εκλέγεται μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Ο Χρύσανθος, με την από 10-7-1943 διαθήκη, ζητούσε συγγνώμη από όσους ελύπησε και συγχωρούσε όσους τον ελύπησαν. Περιουσία δεν είχε και τα λίγα προσωπικά του είδη (σταυρό, αρχιερατικούς ράβδους, άμφια και στυλογράφο) τα άφησε σε συνεργάτες του αρχιμανδρίτες και διάκους.
«Οι συγγενείς μου κατά σάρκα – έγραφε – θα σεβαστούν τη μνήμη μου και δεν θα ζητήσουν συντάξεις και επιδόματα από το Κράτος. Αν κανείς αθετήσει την τελευταίαν μου ταύτην θέλησιν, τον τοιούτον αποκηρύσσω από συγγενήν μου και παρακαλώ Εκκλησίαν και Πολιτείαν να απορρίψωσι τοιαύτην ασεβήν αίτησιν».
Τον ύψιστο αυτόν Ιεράρχη δεν αξιώθηκε δυστυχώς η Πολιτεία να τιμήσει…