Σαν σήμερα «έφυγε» η Σοφία Βέμπο

Σαν σήμερα «έφυγε» η Σοφία Βέμπο

Η Σοφία Βέμπο, η “Τραγουδίστρια της Νίκης” όπως έγινε γνωστή εξαιτίας των εθνικών τραγουδιών που ερμήνευσε κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940 γεννήθηκε στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης στις 10 Φεβρουαρίου 1910  και πέθανε στην  Αθήνα, στις 11 Μαρτίου 1978.

Η κορυφαία Ελληνίδα ερμηνεύτρια και ηθοποιός, της οποίας η καλλιτεχνική πορεία εκτείνεται από το Μεσοπόλεμο έως τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και τη δεκαετία του ’50, έκανε το όνομά της «Βέμπο» από Μπέμπου που ήταν στην πραγματικότητα επειδή  έτσι είχε συνηθίσει να προφέρει το όνομά της το κοινό.

Το 1912 η οικογένειά της μετεγκαταστάθηκε στη Κωνσταντινούπολη, όπου εκεί γεννήθηκε ο αδελφός της Γεώργιος, ο επιλεγόμενος Τζώρτζης, η αδελφή της Αλίκη και ο μικρότερος αδελφός της Ανδρέας. Το 1914 με την υπογραφή της ελληνοτουρκικής συμφωνίας ανταλλαγής πληθυσμών που συνομολόγησε η κυβέρνηση Ε. Βενιζέλου, η οικογένειά της αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη, όπου και επέστρεψε στη Τσαριτσάνη και από εκεί εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Βόλο.

Στο Βόλο η Έφη Μπέμπο, όπως αρέσκονταν να λέγεται, μετά τις εγκύκλιες σπουδές της αναγκάστηκε λόγω φτώχειας να δουλεύει για να βοηθήσει την οικογένειά της. Έτσι ξεκίνησε να δουλεύει ταμίας στο κατάστημα “Φλωρία” του Βόλου. Παράλληλα της άρεσε η μουσική και αγοράζοντας μία κιθάρα άρχισε να εξασκείται σ΄ αυτή με τη βοήθεια της φίλης της Μαρίτσας Χασάπη.

Τον Σεπτέμβριο του 1933 αποφάσισε να πάει στη Θεσσαλονίκη να βρει τον αδελφό της Τζώρτζη που σπούδαζε εκεί που είχε καιρό να στείλει γράμμα. Έτσι παίρνοντας την κιθάρα της επιβιβάστηκε στο Α/Π “ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑ” όπου στη διάρκεια του ταξιδιού της άρχισε με την κιθάρα της το τραγούδι. Σε ελάχιστο χρόνο όλοι οι επιβάτες του πλοίου και το πλήρωμα βρίσκονταν γύρω της και την χειροκροτούσαν ενθουσιασμένοι από τη φωνή της. Αυτή θεωρητικά ήταν και η πρώτη δημόσια εμφάνιση της Σοφίας.

Μεταξύ των επιβατών ήταν και ένας καλλιτεχνικός διευθυντής που, ακούγοντάς την, ενθουσιάστηκε τόσο πολύ που στο τέλος την πλησίασε και της συστήθηκε, Κωνσταντίνος Τσίμπας, ήταν ο μεγαλύτερος ιμπρεσάριος της Θεσσαλονίκης, (που αργότερα αποδείχθηκε και πράκτορας των Γερμανών), ο οποίος και πρότεινε στη Μπέμπο με την άφιξή της στη Θεσσαλονίκη να δουλέψει στο μεγάλο κοσμικό κέντρο ΑΣΤΟΡΙΑ. Φθάνοντας η Μπέμπο στη Θεσσαλονίκη όπου την περίμενε ο αδελφός της συζήτησε την πρόταση του Τσίμπα όπου και με τη συγκατάθεση εκείνου η Μπέμπο την επομένη ξεκίνησε τις πρώτες καλλιτεχνικές της εμφανίσεις, όπου οι θαμώνες κάθε βράδυ παρέτειναν το πρόγραμμά της με τα συνεχή χειροκροτήματά τους.

Η καριέρα

Μέσα σε μια μόλις εβδομάδα η φήμη της έχει φθάσει στην Αθήνα όπου και αμέσως της γίνεται πρόταση να εμφανιστεί στο θέατρο του Φώτη Σαμαρτζή. Η Μπέμπο, ενημερώνοντας σχετικά τους γονείς της που δεν έφεραν αντίρρηση, αποδέχθηκε την πρόταση και στις 25 Οκτωβρίου του 1933 βρίσκεται στην αθηναϊκή σκηνή του θεάτρου “Κεντρικόν”, του Φώτη Σαμαρτζή, στη πλατεία Κολοκοτρώνη, συμμετέχοντας στην επιθεώρηση “Παπαγάλος 33”, με τον θίασο Σαμαρτζή – Μηλιάδη.

Στην επιθεώρηση αυτή η Μπέμπο παρουσιαζόταν σαν τσιγγάνα με μια κιθάρα με την οποία και απέδιδε το πρώτο της τραγούδι που ήταν “Μια γυναίκα πέρασε”. Η επιτυχία που είχε ήταν εκπληκτική, όταν στο τέλος υποκλίθηκε και περνώντας την κιθάρα της στον ώμο κατευθύνθηκε προς τα παρασκήνια, οι άλλοι ηθοποιοί της φώναζαν

– Που πας, δεν ακούς τον κόσμο που σου φωνάζουν “μπιζ”

– Και τι με νοιάζει εμένα αν φωνάζουν μπιζ; αποκρίθηκε η Μπέμπο, μη γνωρίζοντας τον όρο που σήμαινε επανάληψη.

Τέσσερις φορές χρειάστηκε η Μπέμπο να επαναλάβει αυτό το τραγούδι κατά τη πρεμιέρα προκειμένου να ικανοποιήσει το κοινό που παραληρούσε και χειροκροτούσε όρθιο. Στο τέλος της παράστασης όλοι οι ηθοποιοί την συνεχάρησαν λέγοντας της “μπράβο ήσουν υπέροχη”, μεταξύ των οποίων ο Ορέστης Μακρής, η Μαρίκα Νέζερ, ο Φώτης Αργυρόπουλος κ.ά.

Τότε υπέγραψε συμβόλαιο 10.000 δραχμών το μήνα, αστρονομικό για την εποχή εκείνη για έναν τραγουδιστή και για μία θεατρική περίοδο. Σημειώνεται μάλιστα ότι στη παράσταση αυτή ο Πολ Νορ την βάπτισε καλλιτεχνικά Σοφία Βέμπο (αντί Έφη Μπέμπο). Από εκείνη την πρώτη παράσταση η καλλιτεχνική εξέλιξη της Σοφίας Βέμπο πλέον, υπήρξε έντονα αλματώδης.

Το 1935 η Βέμπο τραγουδά το “Ας πεθάνω” του οποίου οι στίχοι ήταν δικοί της, που υπήρξε νέα μεγάλη επιτυχία. Τότε και επιστρατεύτηκαν όλοι σχεδόν οι στιχουργοί να της γράφουν τραγούδια με πρώτο τον Κώστα Γιαννίδη και συνθέτη τον Σογιούλ. Έτσι αυτό το έτος ακολουθούν τα τραγούδια “Αφήστε με να πιω”, (στίχοι και μουσική Κ. Γιαννίδη), “Να γιατί ακόμα σ΄ αγαπώ”, (επίσης στίχοι και μουσική Κ. Γιαννίδη), “Δεν έχεις τίποτα, μα έχεις κάτι” (των Ν. Νικολαΐδη και Ν. Ντ-Άντζελι), και το “Κι αν μ΄ αγαπάς μη μου το πεις”.

Το 1936 νέες επιτυχίες της Βέμπο που τραγουδά όλη η Αθήνα είναι “Συγνώμη σου ζητώ συγχώρεσέ με” και το “Κάτι με τραβά κοντά σου”, (των Αιμ. Σαββίδη, Γαϊτάνου και Μ. Σογιούλ).

Το 1939 η Σοφία Βέμπο έχει ήδη καταξιωθεί ως η πρώτη τραγουδίστρια του ελληνικού ελαφρού τραγουδιού. Το κινηματογραφικό «σορτς» που γυρίστηκε το προηγούμενο έτος με τον τίτλο «Η Ελλάς του 1938 ομιλεί», όπου στη κυριολεξία ήταν ένα ζουρνάλ και που συμμετείχε με δύο τραγούδια σπάει κυριολεκτικά τα ταμεία των αμερικανικών κινηματογράφων ενώ ζητούνται κόπιες στη Λατινική Αμερική. Σημειώνεται ότι την φωνοληψία της ταινίας αυτής είχε επιμεληθεί η ελληνική εταιρεία M. NOVAK Co.

Στο μεταξύ οι θεατρικές της παρουσιάσεις με νέες δισκογραφικές επιτυχίες συνεχίζονται, αρχικά στο θέατρο Σαμαρτζή με τα τραγούδια “Πόσο λυπάμαι” (των Β. Σπυρόπουλου και Κ. Γιαννίδη) και “Την αλήθεια να μου πεις”, ενώ το Καλοκαίρι συνεχίζοντας στο θέατρο Μουντιάλ τραγουδά τα δύο ταγκό “Στην ακρογιαλιά” και το “Χειμώνας”, που και τα δύο έγινα επιτυχίες. Παραμονές των Χριστουγέννων του 1939 η Βέμπο βρίσκεται στο απόγειό της, όταν στην επιθεώρηση «Νάνι – νάνι» τραγουδά το ομώνυμο τραγούδι το ρεφραίν του οποίου άφηνε με τον χρωματισμό της φωνής της υπονοούμενα, σημειώνοντας εξαιρετική επιτυχία. Λίγο πριν το τέλος του έτους η Βέμπο είχε γνωριστεί με τον μεγάλο συνθέτη μουσικής τζαζ, Απόστολο Μοσχούτη του οποίου σύνθεση ήταν το τραγούδι “Δυο λουλούδια σε μιαν άκρη”.

Το 1940 ανέτειλε με τα σύννεφα του πολέμου, πολλές χώρες ήδη έχουν καταληφθεί από τις δυνάμεις του άξονα. Στην Ελλάδα σημειώνονται οι πρώτες παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου από ιταλικά αεροπλάνα. Στο μεταξύ η Σ. Βέμπο αναζητούσε τραγούδι με τοπικό ιδίωμα της ελληνικής υπαίθρου, στο αίτημά της αυτό έσπευσαν κάποιοι με διάφορα δημοτικά της εποχής πλην όμως η ίδια επέλεξε τελικά ένα από την περιοχή της που φέρεται να τραγουδούσε παλαιότερα η μητέρα της συμπληρώνοντας η ίδια κάποιους στίχους με τη βοήθεια του Μοσχούτη. Ήταν το τραγούδι «Στ’ Λάρισ’ βγαίν’ ο αυγερινός». Όταν η Βέμπο το ολοκλήρωσε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό, ίσως και από φόρτο αναμνήσεων το έδωσε στον Κ. Γιαννίδη, λίγο για να το παίξει σε πρόβα, εκείνος διαβάζοντάς το αρνήθηκε έντονα λέγοντάς της:

-Είσαι καλά Σοφία μου που θα παίξω εγώ αυτό το βλαχοτράγουδο; Παραιτούμαι!

Μετά όμως από την επιμονή της Σοφίας και του θεατρικού επιχειρηματία Α. Μακέδου τελικά ο Κ. Γιαννίδης με κρύα καρδιά άρχισε να το παίζει. Στη πρώτη παράσταση που ακολούθησε έγινε χαλασμός. Το θεατρικό κοινό τέσσερις φορές (μπιζ) υποχρέωσε τη Σοφία Βέμπο να επανέλθει στη σκηνή. Όταν μετά την παράσταση εκείνη ρώτησε ο επιχειρηματίας τον Κ. Γιαννίδη τη γνώμη του, εκείνος απάντησε:

– «Μα δεν είδατε; Μας το τραγούδησε με σκέρτσα που δεν την έφτανε ο χώρος της σκηνής, μας το τραγούδησε ακουμπισμένη στο πιάνο, μας το τραγούδησε ακουμπισμένη πάνω στη κουΐντα, μας το τραγούδησε με την πλάτη στο κοινό, μόνο ανάσκελα που δεν μας το τραγούδησε!

Η Βέμπο στον πόλεμο

Η έκρηξη στην καριέρα της ήρθε με την κήρυξη του πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1940. Τότε όλες οι επιθεωρήσεις προσαρμόζουν το θέμα τους στην πολεμική επικαιρότητα και τα τραγούδια επανεγγράφονται με πατριωτικούς στίχους. Η Βέμπο τραγουδά σατιρικά και πολεμικά τραγούδια και η φωνή της γίνεται η εθνική φωνή που εμψυχώνει τους Έλληνες στρατιώτες στο μέτωπο και συγκλονίζει το πανελλήνιο. Την ίδια εποχή σε μία συμβολική πράξη προσφέρει στο Ελληνικό Ναυτικό 2000 χρυσές λίρες. Με την είσοδο των ναζιστικών στρατευμάτων στην Αθήνα φυγαδεύεται μεταμφιεσμένη σε καλόγρια στη Μέση Ανατολή όπου συνεχίζει να τραγουδά για τα εκεί ελληνικά και συμμαχικά στρατεύματα.

Μεταπολεμικές επιτυχίες 

Η Σοφία Βέμπο με τον Ευάγγελο Καλαντζή σε εκδήλωση της Βασιλικής Χωροφυλακής.

Το 1949 απόκτησε δική της θεατρική στέγη στο Μεταξουργείο, το “Θέατρον Βέμπο”. Μετά από μακροχρόνιο δεσμό με το Μίμη Τραϊφόρο παντρεύτηκαν τελικά το 1957, ένας δεσμός πολυκύμαντος που διήρκεσε μέχρι το θάνατό της και υπήρξε καταλυτικός για τη μεγάλη ερμηνεύτρια. Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 αραιώνει τις θεατρικές εμφανίσεις της, τις οποίες σταματά οριστικά στις αρχές της επόμενης δεκαετίας. Τη βραδιά του “Πολυτεχνείου” η Βέμπο ανοίγει το σπίτι της και κρύβει φοιτητές τους οποίους αρνείται να παραδώσει όταν η ασφάλεια χτυπά την πόρτα της. Η εμφάνισή της στη εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο Καλλιμάρμαρο για την επάνοδο της Δημοκρατίας, τραγουδώντας:/ Παιδιά της Ελλάδος παιδιά και τα τανκς γονάτισαν κείνη τη βραδιά…, ήρθε να απαλύνει τις θλιβερές εντυπώσεις από την παρουσία της πάνω στα κακόγουστα άρματα στις φιέστες των συνταγματαρχών λίγα χρόνια πριν στον ίδιο χώρο[4] Πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 11 Μαρτίου του 1978 και η κηδεία της μετατράπηκε σε ένα πάνδημο συλλαλητήριο. Η Τραγουδίστρια της Νίκηςαποθεώνεται εκείνη τη μέρα από τον ελληνικό λαό που τη θεωρούσε ηρωίδα του.

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ