Φως στο Τούνελ: Θρίλερ δίχως τέλος με την εξαφάνιση του «ρεμπέτη της Αριστοτέλους» – Τι λέει η αδερφή του

Η αδερφή του «ρεμπέτη της Αριστοτέλους», Περικλή Τσιάπανου, ζωντανεύει καρέ – καρέ το θρίλερ της εξαφάνισής του, μέσω της εκπομπής «Φως στο Τούνελ».

«Είναι λες και άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Είναι άδικο όλο αυτό που συνέβη και πολύ κρίμα και για τον Γκάρι. Ήταν ένα αξιολάτρευτο σκυλάκι. Είχε βρει κάπου να τον δώσει αλλά δεν μπορούσε να τον αποχωριστεί. Δεν ξέρω αν είχε γίνει κάτι με κάποιους. Το σίγουρο είναι ότι πετάχτηκε κάπου για λίγο και θα ξαναγυρνούσε γιατί δε θα άφηνε μόνο του τον Γκάρι. Από την στιγμή που βρέθηκαν τα μουσικά του όργανα και ο σκύλος του, ό,τι συνέβη έγινε είτε απόγευμα, είτε βράδυ», είπε χαρακτηριστικά.

Όπως αναφέρει, περίμενε την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου και απλά την ενημέρωσαν πως έγιναν κάποιες κλήσεις στην Καβάλα.

«Εγώ τελευταία φορά μίλησα μαζί του τον Σεπτέμβριο. Τον Οκτώβρη, μου είπε η μητέρα μου ότι δε σήκωνε το τηλέφωνο και σκέφτηκα πως μπορεί να είναι στο Άγιον Όρος γιατί συνήθιζε να πηγαίνει σε διάφορες μονές. Τον έπαιρνα και εγώ τηλέφωνο, γιατί είχε γενέθλια και δεν το σήκωνε και από το μεσημέρι και έπειτα ήταν κλειστό. Την Παρασκευή στις 13 του μήνα με κάλεσαν από το αστυνομικό τμήμα Συκεών και με ενημέρωσαν για το νεκρό σκυλί, ότι έχει βγει ένα πρόστιμο ύψους 18.000 ευρώ για εγκατάλειψη. Την προηγούμενη Δευτέρα είχαν ανοίξει το σπίτι χωρίς να μας ειδοποιήσει κάποιος. Αφού το μάθαμε, πήγαμε και δηλώσαμε την εξαφάνιση».

Στο αστυνομικό τμήμα ενημερώθηκε ότι πρέπει να πάει στο σπίτι να ελέγξει αν υπάρχουν τα προσωπικά αντικείμενα του αδελφού της.

«Τους είπα ότι θα πήγαινα συνοδεία αστυνομικού, γιατί μπορεί να είχε συμβεί κάτι. Έπειτα, μίλησα με τον μεσίτη για να μάθω τι είχε συμβεί. Με ενημέρωσε ότι οι κάτοικοι της πολυκατοικίας λόγω της έντονης δυσοσμίας κάλεσαν το Ανθρωποκτονιών. Εκείνοι δεν εντόπισαν πτώμα μέσα και έφυγαν. Οι ένοικοι τότε φώναξαν μια ιδιωτική εταιρεία να απολυμάνουν τον χώρο και πέταξαν όλα του τα πράγματα. Τα μόνα που έμειναν ήταν τα μουσικά του όργανα και κάποιες εικόνες τα οποία ήθελα να πάρω. Με κάλεσε η Αστυνομία να μου πει ότι μπορούσα να πάω με αστυνομικό στο σπίτι. Δεν γνώριζα καν ότι το είχαν αδειάσει».

«Σίγουρα μετά από τόσους μήνες δεν περιμένω ότι…», με μια φράση ανολοκλήρωτη και με δάκρυα να την πνίγουν, η αδελφή του ρεμπέτη, Περικλή Τσιάπανου, μιλά στην εκπομπή «Φως στο Τούνελ».

«Δεν πείραζε κανέναν, δεν ήταν ένας άνθρωπος δηλαδή που έκανε καυγάδες. Δεν είχε ψυχολογικά, ούτε ψυχοφάρμακα έπαιρνε, ούτε τίποτα, μια χαρά φυσιολογικότατος ήταν. Είχαμε πολύ διαφορετικό τρόπο ζωής, παρόλο που ήμασταν αδέλφια, αλλά είναι επιλογές του καθενός. Ήταν ένας ήρεμος άνθρωπος, χαμηλών τόνων, που αγαπούσε τη μουσική πολύ».

Ο Περικλής Τσιάπανος ασχολείτο με την μουσική από έξι – επτά χρόνων, με δάσκαλο.

«Από την εφηβική του ηλικία άκουγε διάφορα είδη μουσικής. Μετά ασχολήθηκε με τα ρεμπέτικα, ξεκίνησε να παίζει και σε διάφορα μαγαζιά. Κάτι είχε γίνει με τους μουσικούς και τα καταστήματα και άρχισε σιγά σιγά να μην βρίσκει μαγαζιά να παίξει, οπότε ξεκίνησε ως μουσικός του δρόμου. Προφανώς ως λύση ανάγκης, για βιοποριστικούς λόγους. Είχε δύο μακροχρόνιες σχέσεις αλλά δεν ήταν οπαδός του να παντρευτεί, να κάνει παιδιά, οικογένεια. Πάντα έλεγε ότι ‘από την στιγμή που δεν μπορώ να συντηρήσω εγώ τον εαυτό μου, πως θα μπορέσω να συντηρήσω τα παιδιά μου;’».

Η αδελφή του για τα προβλήματα που είχε

«Δεν είχαμε συχνή επαφή. Με τη μητέρα μου μιλούσαν πιο πολύ. Γνωρίζαμε πως είχε κάποια οικονομικά θέματα. Αρκετές φορές τον είχα βοηθήσει και εγώ παλιότερα, αλλά τα τελευταία χρόνια δεν ήθελε βοήθεια από εμάς. Την τελευταία φορά που μίλησε με τη μητέρα μας ήταν τέλη Σεπτεμβρίου. Του είπε να την παίρνει τηλέφωνο για να μαθαίνει πως είναι και χαρακτηριστικά του ανέφερε ‘θα πάθεις κάτι και δε θα έχουμε ιδέα’ και της απάντησε ‘μην στεναχωριέσαι, μια χαρά είμαι εγώ, όλα καλά’».

Η οικογένεια γνώριζε πως ο Πέρης ήθελε να αλλάξει σπίτι, γιατί ο σκύλος του έκανε ζημιές και είχαν προβλήματα με τον ιδιοκτήτη. Μάλιστα, γνώριζαν πως θα πήγαινε σε ένα νέο σπίτι, που το είχε κάποιος ιερέας και θα του το έδινε σε χαμηλότερη τιμή, όμως δεν έμαθαν ποτέ ποιος ήταν αυτός.

«Όποιος έχει δει κάτι, καλό θα ήταν να βοηθήσει. Είναι πολύ άδικο αν του συνέβη κάτι, να πάει έτσι», κατέληξε εμφανώς συγκινημένη.

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ