Επίθεση με βιτριόλι: Οι αποκαλυπτικές καταθέσεις των μαρτύρων στη δίκη

Σε εξέλιξη βρίσκεται από το πρωί η δίκη για την υπόθεση της επίθεσης με βιτριόλι κατά της Ιωάννας Παλιοσπύρου, στην Καλλιθέα πριν από περίπου έναν χρόνο.

Εκτός από το θύμα της επίθεσης, την Ιωάννα, στο δικαστήριο έχουν καταθέσει και μάρτυρες, οι οποίοι συγκλονίζουν με τις καταθέσεις τους.

Της Άννας Κανδύλη 

Φίλη Ιωάννας: “Δεν θα γίνει ποτέ όπως ήταν πριν”

Ως μάρτυρας κατέθεσε μία φίλη της Ιωάννας, η οποία αναφέρθηκε στην κατάσταση που βιώνει το θύμα της φρικτής επίθεσης με βιτριόλι.

“Η Ιωάννα είχε μια φυσιολογική ζωή, δεν δημιουργούσε ίντριγκες και αντιπαλότητες, δεν γνωρίζω την κατηγορούμενη, δεν μου είπε η Ιωάννα ποτέ για κάποιον Ε.Ο”, ανέφερε αρχικά.

Μιλώντας για τα όσα συνέβησαν έπειτα από την επίθεση, η μάρτυρας τόνισε:

“Πολλές φορές μας λέγανε πηγαίνετε να τη δείτε γιατί δεν ξέρουμε τι θα γίνει έπειτα, δεν μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε μαζί της, δεν μπορούσε καν να μιλήσει.  Ήμασταν εκεί για να μας βλέπει, όσο μπορούσε να δει. Τα μέτρα ασφαλείας στο νοσοκομείο ήταν αυστηρά, μας είχαν πει ότι μπορούσε να έχει υπάρξει περιστατικό παραβίασης. Θέλω να είμαι αισιόδοξη ότι θα γίνει όσο το δυνατόν καλύτερη δουλειά αλλά είναι πολύ δύσκολες οι συνθήκες, παίρνει πάρα πολλά φάρμακα, έχει πολλά χειρουργεία μπροστά της, έχει πολλά βασανιστήρια θα πω εγώ. Σας μιλάω και μου βγαίνουν με το ζόρι τα λόγια, δεν έχω βιώσει κάτι χειρότερο. Δεν θα γίνει ποτέ όπως ήταν πριν”.

Ο αστυνομικός για τα ευρήματα από την άρση απορρήτου

Για τα όσα προέκυψαν από την άρση απορρήτου, στο πλαίσιο της αστυνομικής έρευνας για την εξιχνίαση της επίθεσης, μίλησε στο δικαστήριο ο αστυνομικός. “Μετά την επίθεση -ήμουν υπεύθυνος για την άρση απορρήτου για να συνεχίσουν οι αστυνομικοί το έργο- από το υλικό που είχε υπηρεσία είδαμε ότι η δράστις χρησιμοποιούσε ένα ταξί και είδαμε τις πινακίδες. Κάναμε άρση απορρήτου και είδαμε ότι ήταν σε εταιρεία. Είδαμε ότι χρησιμοποιήθηκαν στις 18 Μάϊου και 19 κάποιες κλήσεις από τηλεκάρτα. Η μια κλήση ήταν από Ακαδημία και η άλλη από Συγγρού. Είδαμε ότι η συγκεκριμένη τηλεκάρτα επικοινώνησε και με κάποιον πακιστανικής καταγωγής. Είδαμε ότι υπήρχε και ένα κινητό σε αυτές τις κλήσεις και ήταν της κατηγορούμενης. Οι κλήσεις στον Πακιστανό έγιναν στις 29/4”, ανέφερε ο μάρτυρας.

Σε ερώτηση του εισαγγελέα “τι είναι αυτό το άτομο;”, ο αστυνομικός απάντησε: “Από την άρση μπορούμε να καταλάβουμε ότι η τηλεκάρτα έχει ένα αριθμό και όπου κάνεις κλήση το καταγράφει. Είδαμε έτσι μετά την άρση ότι το κινητό προς τον πακιστανό ήταν της κατηγορούμενης”.

Ο διευθυντής στην εταιρεία της Ιωάννας – Κάποιος προσπάθησε να την επισκεφθεί πριν τη σύλληψη της 36χρονης

Στα όσα έγιναν την ημέρα της επίθεσης, στην Καλλιθέα, αναφέρθηκε ο διευθυντής στην εταιρεία της Ιωάννας.

“Δεν έχω καμία σχέση με την κατηγορούμενη, είμαι ο διευθυντής του γραφείου που δούλευε η Ιωάννα. Την ώρα που βρισκόμουν στο γραφείο μου άκουσα φωνές έξω. Είδα τον συνέταιρό μου να παίρνει το αυτοκίνητο και να φεύγει με ταχύτητα, σχεδόν παραβιάζοντας το φανάρι. Κατέβηκα αμέσως κάτω γιατί κατάλαβα ότι κάτι είχε συμβεί πολύ σοβαρό. Βγαίνοντας από το ασανσέρ είδα παντού χυμένο υγρό, μέχρι την είσοδο. Περίπου 25 τετραγωνικά της εισόδου ήταν καλυμμένο με αυτό το υγρό, μπροστά στο ασανσέρ ήταν η μεγαλύτερη συγκέντρωση, όσο πήγαινα προς την έξοδο ήταν λιγότερο. Το υγρό αυτό άφριζε. Ακόμα και σήμερα τα μάρμαρα είναι ποτισμένα, το λείο της επιφάνειας έχει υποχωρήσει, είναι σκαμμένο. Το ίδιο και τους τοίχους, αλλά τους βάψαμε . Φέραμε συνεργεία για να λειάνουν τα μάρμαρα και να βάψουν τους τοίχους. Υπολογίζω ότι το υγρό ήταν ενάμισι λίτρο, με πλατύ στόμιο το δοχείο για να πέσει κατευθείαν”.

Ο μάρτυρας καταθέτει στη συνέχεια:

“Άκουσα φωνές ότι έριξαν βιτριόλι σε μια κοπέλα και μετά έμαθα ότι ήταν η Ιωάννα. Πήγα στο φαρμακείο να παραλάβω τα πράγματα της και να τα πάω στο Μετροπόλιταν όπου είχε διακομιστεί. Ανοίγοντας την τσάντα της, είδα ότι τα γυαλιά της ήταν παραμορφωμένα, εκεί κατάλαβα ότι τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά. Επικοινώνησα με το γραφείο για να επικοινωνήσουν με τους οικείους της. Όταν πήγα η Ιωάννα ήταν στην εντατική. Αυτό που αντίκρισα ήταν ένας άνθρωπος χωρίς της αισθήσεις του, με ένα χρώμα καφέ, δεν μπορούσα να καταλάβω αν αυτός ο άνθρωπος έχει διασωθεί. Έλεγε καίγομαι και κρυώνω ταυτόχρονα. Οι γιατροί έδιναν σκεπάσματα, κουβέρτες προσπαθώντας να διαχειριστούν το σοκ που είχε υποστεί. Άκουγα να λένε ότι το βιτριόλι συνέχιζε τη βλάβη, πώς ό,τι καθάρισαν καθάρισαν αλλά αυτό συνεχίζει να καίει. Μου είπε ο υπεύθυνος της εντατικής ότι η ζωή της είναι σε κίνδυνο, ότι κινδυνεύει να πεθάνει, και ότι το μάτι της δεν ξέρουμε αν θα σωθεί, μπορεί να χρειαστεί μεταμόσχευση. Δεν μπορούσα όλα αυτά να μεταφέρω στη μητέρα της, της είπα μόνο ότι η κατάσταση είναι πολύ σοβαρή. Το Μετροπόλιταν ναι μεν έδωσε γρήγορα βοήθεια, που ήταν καθοριστικό για την επιβίωσή της, αλλά μετά κρίθηκε ότι έπρεπε να μεταφερθεί στο Λάτσειο με ειδικό ασθενοφόρο”.

“Συνέχισα να την επισκέπτομαι στο Λάτσειο για δύο λόγους, για να ξέρει ότι είμαστε κοντά της, εγώ και οι συνάδελφοι και μήπως χρειαστεί κάτι. Και οι γιατροί εκεί μου είπαν ότι προέχει να σωθεί η ζωή της και όλα τα άλλα έπονται. Φοβούνταν ότι η Ιωάννα μπορούσε να πεθάνει και όχι μόνο την πρώτη μέρα, μέχρι το τέλος. Εκεί το επισκεπτήριο ήταν ασφυκτικό χρονικά και στη συνέχεια έγιναν και πιο αυστηρά τα μέτρα ασφαλείας. Πληροφορήθηκα ότι κάποιος άγνωστος προσπάθησε να την επισκεφθεί και αυτό ήταν ΠΡΙΝ τη σύλληψη της δράστιδος. Τελικά το άγνωστο άτομο δεν κατάφερε να την επισκεφθεί επειδή έγινε αντιληπτό και δεν την άφησαν, ήταν εκτός λίστας. Από εκείνη τη μέρα μας σταματούσαν στην πύλη και επικοινωνούσαν με την οικογένεια της Ιωάννας, έπρεπε να δώσει το οκ και ξανά να ελεγχθούν τα στοιχεία μας στην είσοδο. Η Ιωάννα προσπαθούσε να μη δείξει την απελπισία της στη μητέρα της και η μητέρα της έκανε το ίδιο σε εκείνη. Αναζητούσε συνεχώς τη μητέρα της κάθε πέντε λεπτά, σαν ένα μικρό παιδάκι. Η διαβίωση και η επιβίωσή της προϋποθέτουν αδιανόητες συνθήκες, σύντομα καταλάβαμε ότι δεν θα μπορούσε να κάνει ούτε τηλεργασία που θα ήταν μόνο και μόνο για δική της ψυχολογική στήριξη, όμως ούτε αυτό δεν γίνεται για να νιώσει καλύτερα. Πρέπει συνέχεια να βάζει αλοιφές, να παρακολουθεί τι προκαλούν, δακρύζει συνεχώς το μάτι της, το αυτί της κλείνει, είναι σωματικά ανάπηρη κατά 90 τοις εκατό και έχει μπροστά της χειρουργεία βαρύτερα και από αυτά που έχει κάνει μέχρι τώρα.  Μου είπε κάποια στιγμή ότι της είπε η αστυνομία ότι υπάρχει μια τηλεφωνική συνδιάλεξη της κατηγορουμένης με την ξαδέρφη της, λίγες μέρες μετά την επίθεση. Μου είπε ότι θα πάρω την ξαδέρφη μου να δω τι ήταν αυτό το τηλεφώνημα. Την πήρε μπροστά μου και άκουγα, γιατί μίλαγε με ηχείο λόγω του ότι δεν ακούει. Η ξαδέρφη της της είπε πως η κατηγορούμενη ρώτησε πώς είναι η Ιωάννα και αν μπορεί κάποιος να την επισκεφτεί στο νοσοκομείο και ότι εκείνη της απάντησε ότι δεν μπόρεσε να τη δει. Επίσης έχω συγκρατήσει ότι η ξαδέρφη της μετέφερε ότι η κατηγορούμενη της είπε ότι δεν είναι κάτι σοβαρό αυτό που έγινε στην Ιωάννα, ότι θα πάρει αποζημίωση και θα μπορέσει να αγοράσει ένα σπίτι. Αυτό την Ιωάννα και εμένα εκείνη την ώρα με συγκλόνισε. Το τηλεφώνημα αυτό της κατηγορουμένης στην ξαδέρφη της Ιωάννας ήταν κοντά χρονικά με τη μέρα που ο άγνωστος προσπάθησε να την επισκεφθεί στο νοσοκομείο. Την ώρα της επίθεσης, πρωινή, είναι πολυσύχναστο το σημείο της εισόδου των γραφείων, έχει συνεχή διέλευση κόσμου, έχει και άλλες εταιρείες το κτίριο, μέχρι τις 10.30 μπαινοβγαίνει κόσμος”.

“Κατεβαίνοντας μετά την επίθεση, είδα το υγρό ήταν μέχρι την είσοδο. Οι τοίχοι άφριζαν. Υπάρχουν ακόμα σημάδια. Διαβρώθηκε η επιφάνεια, φαινόταν σκαμμένο και το μάρμαρο και οι τοίχοι. Πήγα στο φαρμακείο να παραλάβω τα πράγματα της για να τα πάω στο νοσοκομείο. Ανοίγοντας την τσάντα διαπίστωσα ότι κρατάω τα γυαλιά της και είναι λιωμένα. Εκεί κατάλαβα ότι τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά. Προσπάθησα να μάθω πως ήταν για να ενημερώσω τους οικείους της. Όταν μπήκα στην εντατική αυτό που αντίκρυσε ήταν ένας άνθρωπος χωρις τις αισθήσεις τους με ένα χρώμα καφέ – μαύρο σε όλο το πρόσωπο και το χρώμα παρέπεμπε σε λείψανο. Άκουσα να ψελλίζει «καίγομαι και κρυώνω» και οι νοσοκόμοι τις έδιναν σκευάσματα για να διαχειριστούν το σοκ. Μου είπαν ότι το βιτριόλι ακόμα διάβρωνε τους μύες της. Δεν μπορούσαν να με διαβεβαιώσουν για την κατάσταση της υγείας της, μόνο ότι η ζωή της είναι σε κίνδυνο.

Άκουσα στο νοσοκομείο ότι αυξήθηκαν τα μέτρα ασφαλείας γιατί κάποιος επιχείρησε να εισέλθει. Θυμάμαι τη μητέρα της να κλαίει στο διάδρομο και να μπαίνει μετά στο δωμάτιο χωρις να προσπαθεί να το δείξει. Η Ιωάννας επίσης προσπαθούσε να μη δείχνει τί ένιωθε. Κατά τη νοσηλεία της ζητούσε συνέχεια τη μαμά της και προς το τέλος δεν ήθελε να φύγει από το νοσοκομείο γιατί ένιωθε ασφάλεια εκεί. Το φθινόπωρο, η Ιωάννα με είχε καλέσει στο τηλέφωνο κάποια στιγμή και μου είχε ζητήσει αναστατωμένη να την επισκεφτώ. Μου είπε για την τηλεφωνική επικοινωνία της ξαδέλφης της και της κατηγορουμένης. Κάλεσε την ξαδέλφη της σε ανοιχτή ακρόαση γιατί δεν μπορεί να πλησιάσει το κινητό στο αυτί της και άκουγα. Εκείνη της ανέφερε ότι η κατηγορουμένη ρώτησε για το τί κάνει η Ιωάννα και αν μπορεί κάποιος να μπει στο νοσοκομείο να τη δεις.

Εκεί άκουσα την ξαδέλφη της να της λέει ότι η κατηγορούμενη σχολίασε πως «δεν έγινε και τίποτα. Και να μην μπορεί να δουλέψει θα πάρει μια αποζημίωση ως εργατικό ατύχημα και θα κάθετε σπίτι». Φαίνεται πως δεν έχει ανθρώπινη εμπάθεια, ενσυναίσθηση… μόνο ψυχρή δολοφονική πρόθεση απέναντί της”.

Πολ. Αγωγής: τί γνωρίζετε για αυτά τα άτομα δύο άτομα που φέρονται εμπλεκόμενοι στην υπόθεση;

Μάρτυρας: “Από δημοσιεύματα στο διαδίκτυο και στην τηλεόραση, άκουσα ότι η κατηγορούμενη κάλεσε σε ένα νούμερο πάρα πολλές φορές την ημέρα της επίθεσης, ενώ σε προγενέστερο χρόνο είχε ζητήσει να της προμηθεύσει κάτι χωρίς να διευκρινίζεται ακριβώς τί. Διάβασα ότι ο δικηγορος της έκανε δήλωση ότι εκείνη είχε ζητηθεί στον εντολέα του να κάνει κάποιες ενέργειες και ότι όταν άκουσε για την επίθεση φοβήθηκε για τη ζωή του και δεν μίλησε για τη δράστη. Είναι ένα έγκλημα πρωτοφανές που όταν μας ρωτούσαν ποιος μπορεί να το έκανε, δεν πήγαινε πουθενά το μυαλό μας”.

Τι κατέθεσε η γυναίκα οδηγός ταξί – “Ήταν ευδιάθετη”

Στο δικαστήριο κατέθεσε ως μάρτυρας και η γυναίκα οδηγός ταξί.

“Πήρα την κατηγορούμενη δύο συνεχόμενες μέρες κούρσα. Η πρώτη ήταν στις 19, ήμουν στην περιοχή της Καλλιθέας, μου είπαν από την εταιρεία οτι είναι μια κυρία Ελληνοαμερικανίδα που έχει έρθει στην Ελλάδα για συνεντεύξεις για δουλειά, και να την παραλάβω από την περιοχή κοντά στην Αγία Ελεούσα, στη Θησέως, γιατί δεν έχει τηλέφωνο. Ήρθε μετά από 20, 25 λεπτά,μου είπε ότι πάμε στο Μετς, στο πρώτο Νεκροταφείο. Μου είπε: είσαι τον αριθμό 8; Θέλω να με περιμένετε εκεί που θα με αφήσετε. Θέλετε να σας προπληρώσω;
Δεν ήθελε να απομακρυνθώ από το σημείο, ήθελε να το σιγουρέψει ότι θα μείνω. Της είπα ότι δεν χρειάζεται να με προπληρώσει, έφυγε και γύρισε περίπου σε είκοσι λεπτά μου είπε οτι “δεν τελείωσα, τελείωσα μόνο για σήμερα”.

“Της είπα ότι πρέπει να ξανακαλεσει στην εταιρεια ραδιοταξί, αλλά επέμενε ότι δεν έχει τηλέφωνο και ήθελε να δώσουμε ραντεβού την άλλη μέρα. Μου είπε ότι το τηλέφωνο της ήταν αμερικανικό και ότι δεν μπορούσε να με καλέσει. Για αυτό της έδωσα το κινητό μου έτσι ώστε αν ακυρωθεί, να μην περιμένω τζάμπα. Πήγα την άλλη μέρα, πάλι στη Θησέως στην περιοχή της Αγίας Ελεούσας , είχα πάει νωρίτερα μου είπε “καλημέρα, περίμενε με , δεν θα αργήσω πολυ”. Εκεί κατάλαβα ότι πέρασε τον δρόμο απέναντι, δεν είδα αν κρατούσε κάτι στα χέρια της, θυμάμαι ξεκάθαρα ότι είχε τσάντα και πορτοφόλι, δεν θυμάμαι αν κρατούσε κάτι άλλο. Σε δέκα λεπτά ήρθε τρέχοντας και μου ζήτησε να την πάω στο ίδιο σημείο από όπου την είχα παραλάβει, μπήκε από την πόρτα πίσω μου αυτή τη φορά, από την πλευρά του δρόμου. Όταν φτάσαμε, μου είπε, καλή συνέχεια και ίσως να σε ξαναχρειαστω, έχω και το τηλέφωνο σου. Δεν με πήρε ποτέ τηλέφωνο”, ανέφερε η μάρτυρας.

Συνέχισε την κατάθεσή της, λέγοντας: “Κατά τη διάρκεια της κούρσας ήταν ένας πολύς σύντομος διάλογος, ήταν φιλική, ήρεμη, δεν αντιλήφθηκα ταραχή. Μου είχε πει ότι έχει έρθει από την Αμερική και έψαχνε για δουλειά στην Ελλάδα και της έλεγα ότι εδώ είναι δύσκολα τα πράγματα. Όταν επέστρεψε τρέχοντας, νόμιζα ότι έχει πολλά ραντεβού για δουλειά και βιαζόταν. Και τις δύο φορές κάθισε ακριβώς πίσω μου στο ταξί, τη μία δεξιά και την άλλη αριστερά, δεν την έβλεπα ξεκάθαρα από τον καθρέφτη. Αγχώθηκα εγώ (όχι εκείνη) επειδή άνοιξε την πόρτα που ήταν πίσω μου, από την πλευρά του δρόμου. Κάποια στιγμή της είπα: δεν ζεσταίνεσαι; εγώ ήμουν με κοντομανικο και εκείνη φόραγε πολλά ρούχα. Αλλά μου είπε ότι προστατεύεται απο τον ήλιο. Θυμάμαι να φόραγε κάτι σαν καπαρντίνα, γυαλιά, γάντια, μάσκα . Για αυτό τη ρώτησα αν σκάει. Δεν ήταν μια συνηθισμένη εμφάνιση για τη ζέστη που είχε εκείνες τις μέρες, ήταν πολύ φορτωμένη με ρούχα. Δεν μπορούσα να καταλάβω ούτε αν είναι μελαχροινό ή λευκό το δέρμα της. Η διαδρομή ήταν 8 ευρώ και μου άφησε 15. Συνήθως οι Ελληνοαμερικανοί αφήνουν περισσότερα. Επειδή φόραγε τη μάσκα και δεν έβλεπα αν χαμογελούσε, μπορώ να πω ότι ήταν ευδιάθετη”.

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ