Η δολοφονία του Άλκη Καμπανού στη Θεσσαλονίκη έχει συγκλονίσει το πανελλήνιο.
Μια ανώνυμη καταγγελία ήταν αυτή που έδωσε ώθηση στην έρευνα των Αρχών και οδήγησε στη σύλληψη των 11 -μετά και την παράδοση του 20χρονου αλβανικής καταγωγής που είχε διαφύγει στην πατρίδα του- από τα συνολικά 12 άτομα που ενεπλάκησαν στη φονική επίθεση στην περιοχή του Χαριλάου.
ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ ΚΑΝΔΥΛΗ
Οι «σκληροί», ωστόσο, οπαδοί του ΠΑΟΚ, που, όπως παραδέχεται ένας εκ των κατηγορουμένων, λίγο μετά την επίθεση δήλωναν «ευχαριστημένοι» πανηγυρίζοντας ότι «τους πήραμε», όταν απολογήθηκαν, επιχείρησαν να ρίξουν το «μπαλάκι» των ευθυνών ο ένας στον άλλον.
Την ίδια ώρα, ο δικηγόρος της οικογένειας του 19χρονου Αλκη, που άφησε εκεί την τελευταία του πνοή, καθώς και των δύο φίλων του που τραυματίστηκαν, Αλέξης Κούγιας, επιμένει στην ύπαρξη εγκληματικής οργάνωσης, ενώ με δήλωσή του στη Realnews εκφράζει την πεποίθησή του ότι θα διευρυνθεί περαιτέρω ο αριθμός των κατηγορουμένων και πιθανότατα θα δούμε ανάμεσά τους «πρόσωπα υπεράνω πάσης υποψίας».
Η αρχή του τέλους
Η ανώνυμη καταγγελία, το υλικό από κάμερες της περιοχής, καθώς και το τηλέφωνο του 23χρονου πρώτου κατηγορουμένου που οδηγήθηκε ενώπιον της Δικαιοσύνης ήταν τα στοιχεία που σήμαναν την αντίστροφη μέτρηση για τον εντοπισμό και τη σύλληψη των δραστών.
Σύμφωνα με την κατάθεση αστυνομικού του Τμήματος Εγκλημάτων Κατά Ζωής της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, «η υπηρεσία μου έγινε αποδέκτης τηλεφωνικών πληροφοριών από πολίτες που επιθυμούσαν να βοηθήσουν, ανώνυμα, στην ταυτοποίηση των δραστών. Μία εκ των πληροφοριών ανέφερε ότι ένα από τα άτομα που μαχαίρωσαν το θύμα και συμμετείχε στην επίθεση ήταν ο υπήκοος Αλβανίας C.Α., του οποίου το Citroen C3 λευκό ήταν το πρώτο αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν οι δράστες».
Έτσι προσήγαγαν τον 23χρονο, τον πρώτο κατηγορούμενο. Ο 23χρονος είχε μαζί το κινητό τηλέφωνό του, το οποίο κατέσχεσαν οι Αρχές και διαπίστωσαν ότι η συσκευή στις 31 Ιανουαρίου 2022 από τις 6:54 μ.μ. έως τις 7:36 μ.μ. ήταν στον σύνδεσμο, από τις 7:59 μ.μ. έως τις 10:16 μ.μ. στο κλειστό γήπεδο του ΠΑΟΚ και από τις 10:35 μ.μ. της 31ης Ιανουαρίου έως τη 1.51 π.μ. της 1ης Φεβρουαρίου στον σύνδεσμο.
«Ωστόσο, από την υπηρεσία μας, αναζητήθηκαν κάμερες στην περιοχή γύρω από τον σύνδεσμο του ΠΑΟΚ στην οδό Παλαιών Πατρών Γερμανού και σε κατασχεθέν βιντεοληπτικό αρχείο από πάρκινγκ στην οδό Παλαιών Πατρών Γερμανού 36 απεικονίζεται ο C.Α. με ακόμη δύο άτομα να κινείται από την οδό Αλεξάνδρου Σβώλου προς την είσοδο του συνδέσμου, στις 0:56 π.μ. της 1ης Φεβρουαρίου 2022, ενόσω η συσκευή κινητής τηλεφωνίας του βρισκόταν στον σύνδεσμο, πράγμα που σημαίνει ότι την είχε αφήσει εντός του συνδέσμου», κατέληξε ο μάρτυρας.
Όταν ο 23χρονος συνελήφθη, η πρώτη αντίδρασή του ήταν να ισχυριστεί ότι «δεν έχω καμία εμπλοκή στη συγκεκριμένη υπόθεση και με την κατηγορία που μου αποδίδεται».
Του έδειξαν μάλιστα και φωτογραφία του Citroen, το οποίο είπε ότι δεν αναγνωρίζει. Οπως προέκυψε, όμως, ανήκε στον ίδιο και στον πατέρα του και επρόκειτο για ένα από τα αυτοκίνητα που συμμετείχαν στην επίθεση.
«Έχω μετανιώσει»
Η στάση «δεν ξέρω τίποτα» γρήγορα άλλαξε και ενώπιον της ανακρίτριας έδωσε «διευθύνσεις και ονόματα», προσπαθώντας, όμως, να περιορίσει όσο το δυνατόν περισσότερο τη δική του συμμετοχή.
«Ουδέποτε είχα την πρόθεση να θέσω σε κίνδυνο τη ζωή κάποιου ανθρώπου, ούτε επιτέθηκα σε κανένα από τα θύματα… Δεν πλησίασα καν την παρέα των πέντε ατόμων από τα οποία ο Αλκιβιάδης Καμπανός έχασε τη ζωή του και δύο άτομα τραυματίστηκαν. Ουδέποτε είχα πρόθεση να συμμετάσχω έστω στον διαπληκτισμό αυτόν που έλαβε χώρα, πολλώ δε μάλλον να αποπειραθώ έστω να τραυματίσω οποιοδήποτε άτομο το οποίο δεν γνώριζα και με το οποίο δεν είχα καμία απολύτως διαφωνία.
Έχω μετανιώσει ειλικρινά για το γεγονός ότι μετέβην και μόνο στο σημείο αυτό όπου εκτυλίχθηκε η συμπλοκή, καθ’ υπόδειξη έτερων οπαδών του ΠΑΟΚ». Οπως περιγράφει, εκείνη την ημέρα πήγε μαζί με έναν φίλο του στο γήπεδο για να παρακολουθήσει τον αγώνα βόλεΐ μεταξύ ΠΑΟΚ και Ολυμπιακού.
Στη συνέχεια πήγαν στον σύνδεσμο του ΠΑΟΚ επί της οδού Παλαιών Πατρών Γερμανού. «Θύματα του φανατισμού, ξεκινήσαμε από το κέντρο της Θεσσαλονίκης τρία αυτοκίνητα προς αναζήτηση των οπαδών του Άρη, που, όπως γνωρίζουμε, στο παρελθόν είχαν τραυματίσει βαριά μέλος συνοπαδό μας.
Η αλήθεια είναι πως σκοπός ήταν ο μεταξύ των οπαδών διαπληκτισμός με ύβρεις και χειροδικίες και ουδέποτε σκέφτηκα έστω ότι από ένα τέτοιο περιστατικό θα προκληθούν τα μοιραία αποτελέσματα που εντέλει προέκυψαν…
Κατέβηκα από το αυτοκίνητο για λίγα δευτερόλεπτα, όταν όμως είδα τι γινόταν προς το σημείο της συμπλοκής, τρόμαξα και ουδέποτε πλησίασα.
Όταν αντιλήφθηκα ότι η κατάσταση είχε ξεφύγει, χωρίς να έχω πραγματικά εικόνα για το τι ακριβώς συνέβαινε στο σημείο της συμπλοκής και βλέποντας να ανεβαίνουν από την Παπαναστασίου οπαδοί του Άρη που φώναζαν και έβριζαν, τρομοκρατημένος φώναξα ‘‘πάμε, πάμε’’».