Δολοφονία στην Αγία Βαρβάρα: Προφυλακιστέος ο 75χρονος

Της Άννας Κανδύλη

Τον δρόμο για τη φυλακή πήρε μετά την απολογία του ο 75χρονος που ομολόγησε ότι σκότωσε την εν διαστάσει σύζυγο του στην Αγία Βαρβάρα την περασμένη Πέμπτη.

Με σύμφωνη γνώμη εισαγγελέα-ανακριτής αποφασίστηκε η προσωρινή του κράτηση για τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, της οπλοφορίας και της οπλοχρησίας. Ο κατηγορούμενος κατέθεσε σύμφωνα με πληροφορίες υπόμνημα ενώ απάντησε και στις ερωτήσεις του ανακριτή επαναλαμβάνοντας όσα είπε και στην αστυνομία.

Όλα όσα κατέθεσε

“Από το 1960 ο πατέρας μου λειτουργούσε καθαριστήριο, το οποίο λόγω οικονομικών προβλημάτων του 1980 το έγραψα στο όνομα της συζύγου μου. Εγώ δούλευα στο κατάστημα αυτό και εκείνη βοηθούσε. Από το 1990 επεκτείναμε την δουλειά μας με καθαρισμό χαλιών. Το 2003 αγοράσαμε ένα οικόπεδο στην Αγία Βαρβάρα με δάνειο και χτίσαμε πενταώροφη πολυκατοικία ώστε να έχουν από ένα διαμέρισμα τα παιδιά μας και τα υπόλοιπα να χρησιμοποιηθούν ως αποθήκη για τα χαλιά. Πληρώνω όλες τις δόσεις του δανείου έως τον Ιανουάριο του 2018, όταν εκείνη πήρε σύνταξη και τα ήθελε όλα δικά της. Εκείνη αρνούνταν να γράψει το κατάστημα στο όνομα μου, ενώ είχε διάφορες εξωσυζυγικές σχέσεις. Αρνούνταν την επικαρπία στην κόρη μου από το πρώτο γάμο και δεν την άφησε να φτιάξω διαμέρισμα της, καθώς Η πολυκατοικία ήταν και στο δικό της όνομα. Το 2012 έδιωξε την κόρη μου, η οποία δούλευε και εκείνη στο καθαριστήριο μας και προσέλαβε άνδρα, με τον οποίο είχε εξωσυζυγικές σχέσεις κάτι το οποίο εγώ έμαθα αργότερα” είπε ο 75χρονος στην κατάθεσή του στους αστυνομικούς.

Υποστήριξε ότι μετά τον χωρισμό τους, του δημιουργούσε προβλήματα, ενώ σύμφωνα με τον ίδιο, του “έκλεψε και μηχανήματα της δουλειάς”. “Αναγκάστηκα να αγοράσω καινούργια ώστε η κόρη μου να ξεκινήσει τη δική της επιχείρηση με καθαριστήριο. Η σύζυγος μου πήρε και τα χρυσαφικά της αδερφής μου τα οποία είχα τοποθετήσει στο χρηματοκιβώτιο του μαγαζιού και είχαν ιδιαίτερη συναισθηματική αξία για μένα. Τα κοσμήματα αυτά της τα είχα ζητήσει επανειλημμένα, αλλά και την επικαρπία της κόρης μου. Είχα μάλιστα πλήρως και τα έξοδα του συμβολαιογράφου. Το 2018 την είχα ρωτήσει τι είχε κάνει με την επικαρπία και τα χρήματα του συμβολαιογράφου και εκείνη μου ανέφερε ότι τα είχε ξοδέψει για να επισκευάσει το αυτοκίνητο της” ανέφερε ο κατηγορούμενος.

“Φεύγοντας, μου πέταξε τα μάτια ένα πλαστικό κύπελλο με απορρυπαντικό, το οποίο μπήκε στα μάτια μου. Μετά από αυτό πήγα στο Αστυνομικό Τμήμα της Αγίας Βαρβάρας όπως με είχε συμβουλέψει η δικηγόρος μου και κατέθεσα μήνυση για σωματική βλάβη. Ενώ ήμουν στο Αστυνομικό Τμήμα κάλεσε το 100 και ανέφερε ότι την λήστεψα. Τότε αστυνομικοί πήγαν να με συλλάβουν αλλά ο αξιωματικός υπηρεσίας που μου έπαιρνε κατάθεση είπε ότι έπρεπε πρώτα να τα ολοκληρώσω και μετά να πάω στο τμήμα Ασφάλειας” είπε ο 75χρονος, συμπληρώνοντας ότι ο εισαγγελέας έκρινε πως η πράξη που τον κατηγορούσε τελικά η σύζυγός του δεν ήταν ληστεία αλλά ενδοοικογενειακή βία.

“Η συμπεριφορά της προς εμένα ήταν τελείως απαράδεκτη. Κάθε τόσο μου έκανε μήνυση χωρίς λόγο και χωρίς να την έχω πειράξει ποτέ. Με προσέβαλε συνεχώς και μου πετούσε γλάστρες. Είχε κάνει τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου να μη μου μιλάνε, αποκόβοντας με από αυτά, με είχε χτυπήσει επανειλημμένα και με έβριζε συνεχώς με τα χειρότερα λόγια. Απέναντι σε μένα ήταν πολύ αχάριστη και σε όλα. Όλα αυτά τα χρόνια αισθανόμουν ψυχολογικά χάλια” ανέφερε.

Περιγράφοντας όσα συνέβησαν το απόγευμα της περασμένης Πέμπτης, είπε: “Πήγα στο σπίτι της για να την ζητήσω και πάλι τα χρυσαφικά και εκείνη έλειπε. Φεύγοντας, την βλέπω από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου μου να πλησιάζει στο σπίτι της. Εγώ στάθμευσα το αυτοκίνητο μου, γύρισα πίσω και της ζήτησα τα πράγματα της αδερφής μου, λέγοντας ότι η αδερφή μου ήταν σα μάνα μου. Εκείνη τότε με εξύβρισε με την φράση «χέστηκα μ@@@α». Εγώ, μετά απ’ όλα όσα είχα περάσει, τρελάθηκα και μην ξέροντας τι κάνω πυροβόλησα μία ή δύο φορές με το πιστόλι που είχα μαζί μου. Το πιστόλι το είχα πάρει μαζί μου απλά για να την φοβερίσω. Μακάρι να μην είχε συμβεί αυτό, το μετάνιωσα και ζητώ συγνώμη από τα παιδιά μου και από όλους”.

Όσο για το πού βρήκε το όπλο, εξήγησε ότι το έχει στην κατοχή του οκτώ χρόνια έπειτα από μια μετακόμιση σε φιλικό σπίτι. “Το είχα πάρει χωρίς να πω τίποτα σε κανένα, είναι παλιό, δεν το έχω χρησιμοποιήσει ποτέ”.

Στη συνέχεια είπε ότι βρισκόταν σε πλήρη σύγχυση και δεν θυμόταν τι έκανε. “Αργότερα, ενώ βρισκόμουν στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας πεζός, επικοινώνησα τηλεφωνικά με την κόρη μου και της ανέφερα ότι έγινε κάτι τρομερό. Εκείνη μου είπε να περιμένω εκεί που είμαι για να έρθει, αλλά εγώ έφυγα. Όλο το βράδυ περιπλανιόμουνα πεζός και έφτασα μέχρι το Σκαραμαγκά. Δε θυμάμαι κάτι περισσότερο. Δεν επέστρεψα καθόλου στο σπίτι. Το κινητό μου τηλέφωνο το είχα συνεχώς μαζί μου, είχε τελειώσει μπαταρία. Βρισκόμενος σε άθλια ψυχολογική κατάσταση το πρωί, πήγα στο σπίτι της κόρης μου, με την οποία μίλησα και εκδήλωσα την επιθυμία να παραδοθώ στην αστυνομία, καθώς είμαι μετανιωμένος. Εκείνη επικοινώνησε με το δικηγόρο και το απόγευμα της ίδιας μέρας παραδόθηκα στην αστυνομία παραδίδοντας ταυτόχρονα και το πιστόλι με το οποίο είχα πυροβολήσει”.

Πηγή: dikastiko.gr

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ