Δίκη για την τραγωδία στο Μάτι: «Πέθανε σαν ποντίκι μες στη φάκα» – Νέες συγκλονιστικές καταθέσεις

Η Παναγιώτα Μαλαίνου έχασε την μητέρα της στο Μάτι. Κι ενώ, όπως είπε στο Δικαστήριο όπου εκδικάζεται η υπόθεση για την φονική πυρκαγιά του 2018, οι Αρχές γνώριζαν τον θάνατο της από τις πρώτες ώρες, της το είπαν μέρες αργότερα.

Δίκη για την τραγωδία στο Μάτι: Η κόρη μου δεν μπορεί να δει ούτε φωτιά σε τζάκι – Οι συγκλονιστικές καταθέσεις

της Άννας Κανδύλη

«Αν μου το έλεγαν τότε, θα την αναγνώριζα εκείνη την στιγμή, όχι ένα ανθρωπάκι της Μισελέν που μου έδειξαν μετά. Την είδα έπειτα από μέρες και απαρνήθηκα την ίδια την μητέρα μου. Δεν την αναγνώριζα. Γιατί έκλεισαν οι δρόμοι; Τα αυτοκίνητα ήταν μάζες λιωμένες. Είπα είμαι στη Βηρυτό; Δεν περίμενα να δω τέτοιες εικόνες. Τα πάντα σβηστά και λιωμένα» ανέφερε η μάρτυρας.

Δίκη για την τραγωδία στο Μάτι: «Από τη μία στιγμή στην άλλη βρεθήκαμε χωρίς την οικογένειά μας και με ένα παιδί ορφανό»

Κλαίγοντας με λυγμούς καθόλη την διάρκεια της κατάθεσής της, η μάρτυρας είπε πως εκείνη την ημέρα η μητέρα της μαζί με την ανιψιά της όταν είδαν τον καπνό, ξεκίνησαν να πάνε σε μια φιλική οικογένεια που είχε αυτοκίνητο. Όμως όλα τα αυτοκίνητα ήταν εγκλωβισμένα. «Αναγκάστηκαν όλοι να πάνε στην Αργυρά Ακτή. Άρχισαν να έρχονται καιόμενα κλαδιά και καύτρες και μπήκαν στη θάλασσα. Η ακτή αυτή είναι σαν σκούπα. Είχε τεράστιο θερμικό φορτίο. Μπήκαν στη θάλασσα. Η οικογένεια Παπαθέου και η ανίψια μου διασώθηκαν από ένα ψαράδικο. Η θάλασσα παρέσυρε την μητέρα μου στη Λούτσα. Την συνέλεξε κι εκείνη το ψαροκάικο, αλλά ήταν νεκρή… Ένιωσα τον τρόμο που βίωσε αυτό το παιδάκι, που έχασε την γιαγιά της. Η οικογένειά μας ζει με αυτή την σκιά αυτά τα τέσσερα χρόνια. Η Ειρήνη μου τα δυο πρώτα χρόνια άφησε το σχολείο κι έκανε εκπαίδευση κατ’ οίκον» ανέφερε η μάρτυρας ενώ περιέγραψε όσα πέρασε αναζητώντας τη μητέρας της και την ανιψιά της. «Πήγα στο λιμεναρχείο. Έλεγα τα ονόματα. Την ανιψιά μου την βρήκαν αμέσως, μου είπαν ότι την έχουν βρει. Όταν έλεγα το όνομα της μητέρας μου πηγαινοφέρναν ένα χαρτί και μου έλεγαν “Δεν ξέρουμε, ψάξτε”. Τότε όταν ήμουν στο Λιμεναρχείο δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα έχει παρασυρθεί τόσο στη θάλασσα. Είχε φτάσει στη Λούτσα. Πήγα στην Ραφήνα στο αστυνομικό τμήμα, ξαναγύρισα στο Λιμεναρχείο και κατά τις 9 μου είπαν ότι ήταν νεκρή». Απαντώντας σε ερώτηση της πολιτικής αγωγής η μάρτυρας εκτίμησε πως τότε οι Αρχές είχαν δεύτερη λίστα με όσους είχαν χαθεί.

«Έχασα την μητέρα μου και ο πατέρας μου, αν και επιβίωσε, θα ήθελε να έχει φύγει»

Ο Ευάγγελος Κωστόπουλος έχασε τη μητέρα του ενώ ο πατέρας , αν και επιβίωσε «Θα ήθελε να έχει φύγει».

Δίκη για την τραγωδία στο Μάτι: «Με καταδίκασαν να έχω τύψεις που εγκατέλειψα την μητέρα μου»

Όπως είπε στην αρχή δεν ανησύχησε. Πίστευε πως η φωτιά θα ελεγχθεί, όμως: «Κάποια στιγμή χτυπάει το τηλέφωνο και με πήρε η αδελφή μου. “Τρέχα γρήγορα οι γονείς μας καίγονται!”. Άνοιξα την τηλεόραση κι έπαθα σοκ. Πήρα το μηχανάκι και προσπάθησα να φτάσω. Πέρασα και την κορδέλα στη διασταύρωση της Ραφήνας. Θεώρησα ότι ίσως από εκεί θα μπορούσα να περάσω. Οι γονείς μου είχαν ειδικές ανάγκες. Η μητέρα μου ήταν με οξυγόνο, είχε ΧΑΠ. Προσπάθησα να μπω από την πρώτη είσοδο, αλλά σταμάτησα από τις φλόγες. Μετά από πέντε λεπτά γύρω στις 17.30-18.00 η φωτιά είχε φτάσει στη θάλασσα». Τελικά κατάφερε να μπει στο Μάτι. «Στην κατηφόρα προς το κόκκινο λιμανάκι είδα τον πρώτο νεκρό. Κάρβουνο. Ένας άλλος με μηχανάκι είχε κοκκαλώσει και κοίταζε. Έφτασα κοντά στο σπίτι. Το τοπίο ήταν τρομακτικό. Δεν καταλάβαινες αν το σπίτι σου υπάρχει ή όχι. Κοίταζα το διπλανό σπίτι και είχε μια φλόγα 20 μέτρα. Δυο αμάξια καιγόντουσαν έξω από το σπίτι μας. Έτρεχαν όλα αλουμίνια ζάντες. Βρήκα την μητέρα μου πεσμένη πίσω από το σπίτι. Κάηκε από το θερμικό κύμα. Η φλόγα ήταν 5 μέτρα από εκείνη. Προσπάθησα να πλησιάσω κι έπεσα κάτω. Έμεινα για δέκα λεπτά. Ο αρχηγός της πυροσβεστικής μου είπε ότι βίωσα 300 βαθμούς τουλάχιστον».

Αναζητώντας στη συνέχεια τον πατέρα του, που επίσης είχε ΧΑΠ, τον εντόπισε στο πάτωμα του σπιτιού, το οποίο καιγόταν μερικώς. «Φώναζε αλλά ήταν κάτω, καιγόταν η κουζίνα. Ήταν καμένος στα χέρια και τα πόδια. Μπήκα έρποντας, τον τράβηξα. Το μόνο αμάξι που δεν είχε καεί ήταν το δικό μας. Ευτυχώς είχε τα κλειδιά στην τσέπη του. Ξεκινήσαμε πάλι από τον ίδιο δρόμο. Πήγαμε προς Ραφήνα, ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Πήγαμε στο Σωτηρία δεν μας δέχτηκαν και μετά στον Ευαγγελισμό. Τον διασωλήνωσαν αμέσως. Είναι σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Θα ήθελε να έχει φύγει. Προσπαθούμε να συνέλθουμε».

Ο Ευάγγελος Χαμηλοθώρης έχασε τον γιο του στην φωτιά και λίγο καιρό μετά την σύζυγό του καθώς δεν άντεξε τον χαμό του παιδιού της. «Ήμουν στο σπίτι με την αείμνηστη σύζυγο μου όταν μάθαμε για την φωτιά. Ο γιος μου εργαζόταν και σχόλασε στις 6. Μιλήσαμε και του είπαμε να προσέχει γιατί έχει φωτιά. Γύρω στις 18.30 είχαμε μια επικοινωνία. «Μπαμπά μας έμπλεξαν με τη φωτιά». Εκείνη την ώρα ακούστηκε ένα μπαμ και κόπηκε η επικοινωνία. Θεωρήσαμε ότι έπεσαν οι γραμμές λόγω της φωτιάς. Έπειτα από μια ώρα πήγαμε στη αστυνομικό τμήμα της Ραφήνας να ρωτήσουμε αν υπάρχει εικόνα για τραυματίες ή νεκρούς. Αρχίσαμε την αναζήτηση του σε όλα τα νοσοκομεία. Συνεχίσαμε να ψάχνουμε και η κόρη μου έδωσε dna. Έδωσα κι εγώ και μου ανακοίνωσαν ότι ταυτοποιήθηκε η σορός. Ο γιος μου επέστρεφε από την εργασία του στο σπίτι μας στο Μαραθώνα. Εγκλωβίστηκε στον δρόμο του θανάτου, όπως τον λέμε πια».

Ο κ. Παναγιώτης Μανέτας, έχασε τη γυναίκα του που ήταν κατάκοιτη στο κρεβάτι. Ο ίδιος υπέστη εκτεταμένα εγκαύματα και έχει υποβληθεί έκτοτε σε πολλά χειρουργεία. «Η συγχωρεμένη η γυναίκα μου ήταν ΑμεΑ. Ήταν κατάκοιτη σε ένα κρεβάτι, εγώ την φρόντιζα. Είχε σκλήρυνση κατά πλάκας. Υπήρχε μια γυναίκα γνωστή μου στον Νέο Βουτζά και μας φιλοξένησε για λίγο εκεί. Εγώ ότι χρήματα είχα τα ξόδευα για την γυναίκα μου δεν είχαμε που να μείνουμε. Κάτσαμε αρκετό καιρό στον Νέο Βουτζά μέχρι να δούμε τι θα γίνει. Σκέφτηκα να την βάλω σε ένα ίδρυμα, δεν μπορούσα να την κάνω καλά. Είχα φτιάξει τα χαρτιά. Ήταν όλα έτοιμα και την ημέρα της φωτιάς ήταν να την πάω στο ίδρυμα… Ξαφνικά ακούμε για την φωτιά που είχε πιάσει στην Πεντέλη. Η ιδιοκτήτρια του σπιτιού που μας φιλοξενούσε είπε να φύγουμε. Πώς να φύγουμε; Και αυτή είχε πρόβλημα στα πόδια της. Βγήκα έξω είδα έναν κύριο με μια μάνικα να προσπαθεί. Είδα δυο πυροσβεστικά να κατεβαίνουν κάτω. Και ένα περιπολικό της Αστυνομίας, από το οποίο κανείς δεν κατέβηκε κάτω να που πει κάτι. Μου έκαναν απλά νόημα να φύγω σαν να με χαιρετάγανε. Πήγα στο σπίτι. Η φωτιά είχε φτάσει 20 με 30 μέτρα από το σπίτι. Έβαλα την γυναίκα μου στο καρότσι και βοήθησα και την κυρία Βασιλική. Πήγαμε 30 μέτρα. Ήρθε ένας ιδιώτης με ένα φορτηγάκι που μας είπε να μας βοηθήσει. Να βάλουμε τη γυναίκα μου στη καρότσα. Πώς να σηκώσουμε ένα άνθρωπο 100 κιλά και 1,80 ύψος;. Η φωτιά είχε πλησιάσει. Λέω στην κυρία Βασιλική “φύγε εσύ”. Άρχισε να καίγεται όλο το σώμα μου. Σκεφτόμουν να σώσω τη γυναίκα. Κράτησα τη ψυχραιμία μου. Δεν ξέρω που βρήκα το κουράγιο. Την τράβηξα με τα χέρια και την πήγα σε ένα σπίτι που είχε ένα κενό και την κράτησα εκεί. Έκανα προσευχή και ο Θεός με άκουσε. Μου έφερε δυο αγγέλους. Δυο νέα παιδιά. Ήταν αστυνομικοί εκτός υπηρεσίας, που ήρθαν και μας βρήκανε. Αυτοί μας σώσανε. Και σώσανε 20 με 30 άτομα. Δεν θυμάμαι τα ονόματά τους. Βγάλανε και άλλους από ένα σπίτι δίπλα. Δυστυχώς δεν μπορούσανε να σηκώσουν τη γυναίκα μου να την βάλανε στο αμάξι. Ήρθε ένα πυροσβεστικό την πήρε. Έζησε τέσσερις μέρες και πέθανε. Είχε εισπνεύσει καπνούς…. Μας αφήσανε μόνους. Να στείλουν ένα αμάξι κάτι να σωθούμε. Έχω κάνει δυο χειρουργεία, δεν μπορώ να ανοίξω τα χέρια μου. Πρέπει να κάνω ακόμη δυο χειρουργεία στο κάθε χέρι και αν φτιάξουν. Δεν μπορώ να βαδίσω καλά. Η φωτιά δεν με άγγιξε. Από τα θερμικά αέρια το έπαθα. 400 βαθμοί Κελσίου. Αν ήμουν σε επαφή με την φωτιά θα είχα λιώσει.

Στη συνέχεια κατέθεσε ο κ. Έκτορας Διαμαντίδης που έχασε την μητέρα του στις φλόγες. «Από την ημέρα που την έχασα, έχασα το χαμόγελο από τα χείλη μου. Ήμουν δεμένος μαζί της. Κάποιος της στέρησε την δυνατότητα να γνωρίσει την εγγονή της. Η μητέρα μου ήταν στην θάλασσα εκείνη την ημέρα και εγώ στο Μαρούσι εργαζόμουν. Είμαι νοσηλευτής. Διάβασα για την φωτιά στο Νταού Πεντέλης. Πίστεψα αρχικά ότι θα την σβήσουν, όπως πάντα. Όταν είδα ότι πάει προς Καλλιτεχνούπολη άρχισα να καλώ την μητέρα μου και δεν απαντούσε. Γύρω στις 6:40 την βρήκα. Κατάλαβα ότι τίποτα δεν πάει καλά. Άκουγα ουρλιαχτά από μέσα. «Έκτορα τρέχω να σωθώ καίγομαι» μου είπε. Κάλεσα τον αδελφό της μητέρας μου. Προσπαθούσα να βρω την μητέρα μου και τον πατριό μου. Τίποτα. Δεν κατάφερα να επικοινωνήσω, ούτε με την Πυροσβεστική, ούτε με την Αστυνομία. Κανείς δεν απαντούσε. Ήταν όλοι απόντες. Γύρω στις 9 το βράδυ κατάφερα να βρω τον πατριό μου. Με τρεμάμενη φωνή μου είπε να φανώ δυνατός και ότι η μητέρα μου έχει πεθάνει εντός του σπιτιού», περιέγραψε ο μάρτυρας για να συνεχίσει: «Έπαθα κρίση πανικού του ζητούσα να μου την δώσει να της μιλήσω».

Στη συνέχεια ο μάρτυρας ανέφερε ότι μαζί με συγγενείς του πήγε στην Νέα Μάκρη χωρίς, όπως κατέθεσε, να δουν στη διαδρομή κάποιο περιπολικό ή πυροσβεστικό όχημα ώστε να ενημερώνει τους πολίτες. «Είπαμε να δηλώσουμε την μητέρα μου αγνοούμενη, τα κινητά της χτυπούσαν ακόμη. (…) Ξεκινήσαμε για το σπίτι δεν υπήρχε κανένας να μας σταματήσει. Σπίτια και αμάξια καιγόντουσαν. Δεν υπήρχε ρεύμα. Την ώρα που φτάσαμε ένα κομμάτι του σπιτιού μισοκαιγόταν. Ο πατριός μου και εγώ μπήκαμε μέσα. Δεν ξέραμε που πατούσαμε, αν θα υποχωρήσει το σπίτι ολόκληρο. Είχαμε ανοίξει τα φλας των κινητών για να βλέπουμε. Κάποια στιγμή ο θείος έστρεψε τον φακό προς την κουζίνα. Το μόνο που θυμάμαι ήταν ο πατριός μου να ουρλιάζει στον πατέρα μου “Γιώργο μη”. Έχω κενό μνήμης μου τα είπαν μετά. Με άρπαξαν και με έβγαλαν έξω. Στις 5 το πρωί εμφανίστηκε ένα πυροσβεστικό που έτυχε να περνάει από τη περιοχή. Ο ένας πυροσβέστης πήγε με τον πατριό μου μέσα στο σπίτι για να του υποδείξει που είναι η μητέρα μου. Κάποια στιγμή μας είπαν “θα έρθουν τα ΕΜΑΚ με πυροσβέστες να τη βγάλουν”. Ήρθαν στις 7 το πρωί. Να βλέπεις τη μητέρα σου να βγαίνει σε ένα φορείο πάνω σε πορτοκαλί σακούλα δεν είναι ότι πιο ευχάριστο. Δεν ήρθε να την παραλάβει ασθενοφόρο. Πήγαμε στο Γουδί. Η κατάσταση εκεί ήταν εφιαλτική. Γονείς και άνθρωποι ούρλιαζαν. Τότε μας είπαν να πάμε στο Σχιστό. Μας παίζανε μπαλάκι. Εκεί δεν θα ξεχάσω μια μάνα πανιασμένη να ψάχνει τα παιδιά της. Ήταν 11 παιδιά που πέθαναν, τα οποία σύμφωνα με το κράτος έχουν 95% ευθύνη γιατί τα σκότωσαν. Όταν μετά από μια εβδομάδα πήγα να πάρω την μητέρα μου μας είπαν να μην την δω γιατί ήταν σε αποσύνθεση επειδή ήταν εκτός ψυγείου. Η προσβολή των νεκρών συνεχιζόταν. Πέθανε σαν ποντίκι μες στη φάκα. Στο Μάτι ήμασταν μόνοι μας χωρίς βοήθεια. Όλοι ήταν στην Κινέτα λόγω της Motor Oil έμειναν εκεί για να μην ξαναπιάσει…».

Εν καιρώ ειρήνης στην Ανατολική Αττική έγινε πόλεμος

Ακολούθως κατέθεσε ο κ. Γεώργιος Καΐρης, σύζυγος της αδικοχαμένης γυναίκας και πατριός του κ. Διαμαντίδη. Ξεσπώντας κι αυτός πολλές φορές σε λυγμούς περιέγραψε εκείνη την ημέρα. «Η Τάνια μου ζήτησε να φάμε στην τραπεζαρία. Ίσως διαισθάνονταν ότι θα ήταν το τελευταίο γεύμα που θα κάναμε μαζί. Γύρω στις 5:15 ακούσαμε ότι η φωτιά έχει πάει στο Νταού Πεντέλης. Κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά. Στις 5:20 της είπα “ντύσου εσύ, θα πάω στον Άγιο Ιωάννη να δω τι γίνεται”» ανέφερε ο μάρτυρας και συνέχισε: «Επέστρεψα στο σπίτι. Έβαλα το αμάξι μέσα στο γκαράζ. Είπα και στους γείτονες μας “να φεύγουμε καιγόμαστε”. Είχαν ένα βρέφος 3 μηνών. (…) Φωνάξαμε τα σκυλιά ήταν εκπαιδευμένα, μπήκαν αμέσως στο αμάξι. Η Τάνια μου ζήτησε να μπει μέσα στο σπίτι για να πάρει τα πράγματα της. Κοσμήματα, χρήματα και χαρτιά. Έβγαλα το αμάξι και μπήκα μέσα στο σπίτι δεν την έβλεπα. Φώναζα “Τάνια, Τάνια”. Νόμιζα ότι θα είχε βγει από την άλλη μεριά του σπιτιού. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι είχαν πάρει φωτιά τα πάντα. Δεν υπήρχε νερό, είχε κοπεί… Τα πάντα είχαν μαυρίσει. Η μέρα είχε γίνει νύχτα. Κανείς δεν υπήρχε. Με έκαιγε το θερμικό φορτίο, δεν μπορούσα να μπω στο σπίτι. Έχω στο μυαλό μου εικόνα να κάνω βήματα στον αέρα και να φωνάζω την Τάνια χωρίς η φωνή μου να βγαίνει».

Στη συνέχεια ο μάρτυρας περιέγραψε τις προσπάθειες που κατέβαλλε ώστε να βρει βοήθεια. Δεν υπήρχε, όμως τίποτα, όπως είπε, ούτε αστυνομία, ούτε πυροσβεστική, ούτε κανείς από τον Δήμο. «Κατάφερα να βρω ένα τηλέφωνο και άρχισα να παίρνω τη γυναίκα μου. Μου είπε: “Καίγονται τα πάντα, δεν ξέρω τι να κάνω”. Ίσως είναι το πιο τραγικό σημείο. Της είπα: “Μην φοβάσαι”. Της έδωσα το λόγο μου: “Θα ανέβω να σε πάρω”. Πως μπορείς να συνεχίσεις να ζεις όταν έχεις δώσει το λόγο σου στον έρωτα της ζωής σου και δεν τον έσωσες. Δεν ξέρω πως υπάρχω… Κάποια στιγμή γύρω στις 8 εμφανίστηκε ένα βανάκι της Πυροσβεστικής. Κλαίγοντας και ουρλιάζοντας το σταμάτησα. “Βοήθησε με. Η γυναίκα μου ζει πάμε να την πάρουμε” τους είπα. Γύρισε και μου είπε: “Εγώ είμαι εδώ για άλλη δουλειά” και σηκώθηκε και έφυγε».

Ο μάρτυρας συνεχίζοντας αναφέρθηκε στις στιγμές που εντόπισε τη γυναίκα του νεκρή: «Μπήκαμε στο σπίτι …Ούρλιαζα και ένας πυροσβέστης με έβγαλε έξω. …Έμεινε αβοήθητη μια ολόκληρη ώρα. Κάποιοι την ώρα που εμείς καιγόμαστε είχαν πάει με τις φιλενάδες τους βόλτα και πηγαίνανε για καφέ ενώ ξέρανε τι συνέβη. Μιλώ για τον κ. Πορτοζούδη. Εν καιρώ ειρήνης στην Ανατολική Αττική έγινε πόλεμος από την ανυπαρξία του κράτους και όλων των υποδομών του. Μας αφήσανε να καούμε παντελώς. Μόνο έναν γιατρό είδα, διασώστη. Πάνω στη μηχανή του να πετάει το κράνος του κάτω και να λέει “δεν μπορώ είναι ο τέταρτος νεκρός και δεν πρόλαβα”… Μετά από όλο αυτό δεν είχα που να μείνω. Κοιμόμουν τέσσερις ημέρες στο αυτοκίνητο. Πήγα στο πολιτιστικό κέντρο Νέας Μάκρης να πάρω εσώρουχα. Η απόλυτη ξεφτίλα. Και βρέθηκε ένας άνθρωπος και δυο κυρίες που μας επέτρεψαν δωρεάν να μείνουμε σε ένα ξενοδοχείο. Αυτό όφειλε να το κάνει το κράτος. Αυτό το κράτος της ντροπής θα έπρεπε να έχει σκεφτεί να χορηγηθούν οι τάφοι δωρεάν ώστε να μην υπάρχουν εκταφές. Διανοείστε ότι έχουν ξεκινήσει οι εκταφές; Υπάρχει άνθρωπος που από τον Δήμο Αθηναίων του είπαν να κάνει εκταφή αλλιώς “θα πληρώσεις”. Έκαιγε η φωτιά 77 λεπτά μέχρι να μπει μέσα στον οικισμό. Οι κατασκηνώσεις στις 5 εκκενώθηκαν. Ένας δεν υπήρχε να μας πει “φύγετε;”. Ξέρετε τι μου έμεινε κυρία πρόεδρε; Αυτό εδώ; (δείχνει στην έδρα ένα σακουλάκι). Είναι ότι απέμεινε από τον έρωτα της ζωής μου. Είναι αυτά που φόραγε. Να το ρολόι της. Η περιουσία μου είναι αυτή η σακούλα τίποτα άλλο».

Ολοκληρώνοντας την κατάθεσή του ο μάρτυρας διάβασε ένα ποίημα στην μνήμη της αγαπημένης του συζύγου ενώ συγκλόνισε το δικαστήριο όταν είπε πως την ώρα που η Πυροσβεστική περισυνέλεξε την σορό της, εκείνος τους ζήτησε να ανοίξουν το σάκο για να την χαιρετήσει. «Ο ήχος του φερμουάρ τρυπάει το κεφάλι μου. Και πώς να φιλήσεις τον έρωτα της ζωής σου για 21 ολόκληρα χρόνια; Τα χείλια της ήταν παγωμένα…».

 

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ