Γιάννης Στάνκογλου: Η δουλειά στην οικοδομή και ο λόγος που πηγαίνει κόντρα στο κύμα

Αυτή τη σεζόν ο Γιάννης Στάνκογλου κάνει την πρώτη σκηνοθετική του απόπειρα. Ο καταξιωμένος ηθοποιός μιλά στη Realife για το διπλό του «χτύπημα» σε θέατρο και τηλεόραση, τόσο από το πόστο του ηθοποιού όσο και υπό το πρίσμα του σκηνοθέτη. Παραδέχεται ότι οι δύο μεγάλες αγάπες του είναι ο γιος του, Φίλιππος, και η κόρη του, Φοίβη, ενώ, ως εξαιρετικός μάγειρας, μοιράζεται μαζί μας τις σπεσιαλιτέ του.

Στην Κορύνα Μανταγάρη

Σκηνοθετείς για πρώτη φορά την παράσταση «Killer Joe» στο θέατρο «Εμπορικόν». Με ποιο κριτήριο διάλεξες το συγκεκριμένο έργο;

Η ανάγκη μου να σκηνοθετήσω έχει ξεκινήσει τα τελευταία τρία χρόνια. Ηθελα να εκφραστώ και με έναν άλλο τρόπο. Μετά από 22 χρόνια ως ηθοποιός, γεννήθηκε η ανάγκη να καταπιαστώ με κάτι άλλο. Από το να πάω να μάθω να ζωγραφίζω και να ξεκινήσω μαθήματα, είπα να μπω στη διαδικασία της σκηνοθεσίας. Το έργο, που όταν πρωτοδιάβασα το ένιωσα πολύ κοντά μου, έχει μια γρήγορη κινηματογραφική γραφή, ασχολείται με το θέμα της ενδοοικογενειακής βίας, που με απασχολεί κι εμένα με όσα ακούω, ειδικά τον τελευταίο καιρό, και ένιωσα ότι είναι ένα έργο που μπορεί να μιλήσει στο σήμερα, στο τώρα. Είναι πολύ έντονο, σκοτεινό, έχει χαρακτηριστικά πολύ κοντά στον δικό μας κόσμο. Η γραφή του είναι αρκετά κινηματογραφική και αυτό συνετέλεσε στο να το επιλέξω. Έχει γίνει και ταινία με τον Μάθιου ΜακΚόναχι. Κατά τη γνώμη μου, η ταινία δεν είναι τόσο καλή όσο το θεατρικό του Τρέισι Λετς, γιατί στην ταινία χάνεται το χιούμορ, ενώ στο θεατρικό υπάρχει αυτό το σκοτεινό, αμερικανικό χιούμορ του Νότου, που είναι πολύ ενδιαφέρον.

Είναι επίκαιρο λόγω της έξαρσης της βίας και των γυναικοκτονιών

Ακριβώς αυτός ήταν ο λόγος που αποφάσισα να κάνω αυτό το έργο πριν από έναν χρόνο, όταν το διάβασα. Μάλιστα, τότε σκέφτηκα ότι έχει πολλή βία και φοβόμουν αν θα το δεχθεί ο κόσμος. Τελικά, διαβάζοντας το έργο και ακούγοντας τι γίνεται έξω στον κόσμο, η ζωή μάς ξεπερνά κατά πολύ και δεν νομίζω ότι κάνουμε κάτι ακραίο στο θέατρο.

Τι πραγματεύεται;

Ένας καταχρεωμένος έμπορος ναρκωτικών ζητά από έναν ντετέκτιβ της αστυνομίας του Τέξας, έναν σύγχρονο καουμπόι του Νότου που συμπληρώνει το εισόδημά του ως επαγγελματίας εκτελεστής, να σκοτώσει τη μητέρα του, ώστε να εισπράξουν ο ίδιος, η μικρότερη αδελφή του, ο πατέρας και η μητριά του την ασφάλεια ζωής. Καθώς δεν έχει να δώσει προκαταβολή για τον φόνο, ο ντετέκτιβ του ζητά ως εγγύηση τη μικρή του αδελφή και εκείνος, με τη σύμφωνη γνώμη του πατέρα του, τη δίνει. Ο στόχος του έργου δεν είναι να σοκαριστεί ο θεατής, αλλά να ειπωθούν σημαντικά πράγματα. Έχω πειράξει το τέλος της παράστασης, δεν αφήνω τον χαρακτήρα που υποδύομαι να ζήσει. Επειδή το έργο τελειώνει με τη μικρή να σκοτώνει τον αδελφό της, να τραυματίζει τον πατέρα της και να σημαδεύει τον Killer Joe, εκεί πέφτει το σκοτάδι. Δική μου επιλογή ήταν να σκοτώσει τον Killer Joe και να ανοίξει τα φτερά της και να πετάξει μακριά αυτό το νέο κορίτσι. Ήθελα να απελευθερωθεί και να ξεφύγει από όλο αυτό το πράγμα, το οποίο τη βασάνιζε, την τυραννούσε μέσα στο σπίτι της. Μαζί μου στη σκηνή είναι ο Κώστας Νικούλι, ο Κωνσταντίνος Σειραδάκης, η Δήμητρα Λημνιού και η Ναταλία Σουίφτ.

Μετά τον «Προμηθέα Δεσμώτη» και τις «Άγριες Μέλισσες», αποφάσισες να ντυθείς καουμπόι…

Ούτως ή άλλως, μου αρέσουν οι αλλαγές. Κάθε φορά η επιλογή του έργου και η επιλογή των συνεργατών έχουν να κάνουν με το αν μπορώ και πόσο μπορώ να είμαι διαφορετικός από αυτό που έκανα πριν. Η αλήθεια είναι ότι στον «Killer Joe», μετά τον Προμηθέα, μετά τον Γιούγκερμαν, που θα χαρακτήριζα έναν άλλο Ρώσο καουμπόι, βρήκα αυτό ακριβώς: έναν ρόλο κόντρα σε ό,τι έχω κάνει μέχρι τώρα.

Σου αρέσει να πηγαίνεις κόντρα στο κύμα;

Μου αρέσει, γιατί με αυτόν τον τρόπο μπορείς να κάνεις ένα βήμα παραπάνω στην τέχνη σου, στο να μην επαναπαύεσαι στις ευκολίες σου και σε αυτά που ξέρεις και γι’ αυτό τον λόγο έχω κινηθεί μέσα σε αυτά τα χρόνια
με τον τρόπο που έχω κινηθεί. Έχω περάσει από ομάδες, έχω περάσει από πράγματα, αλλά πάντα ήθελα να φεύγω, να γνωρίζω καινούργιους ανθρώπους, νέους δημιουργούς, και νομίζω ότι το έχω καταφέρει αυτό. Είναι κάτι το οποίο μου αρέσει και ένας λόγος που σκηνοθετώ είναι για να βάλω τον εαυτό μου σε αυτό το ρίσκο, είτε το κάνω καλά, είτε αρέσει σε κάποιους, είτε δεν αρέσει. Δεν μπορεί να αρέσει σε όλους, αλλά για εμένα η αξία του είναι το ότι κάνω αυτό το οποίο θέλω αυτή τη στιγμή.

Ως μπαμπάς μιας κόρης και ενός γιου, πώς βιώνεις ένα έργο στο οποίο ο αδελφός, για να γλιτώσει ο ίδιος, επιλέγει να θυσιάσει την αδελφή του;

Κάνουμε θέατρο για να θίγουμε τα κακώς κείμενα. Αυτή τη συγκεκριμένη παράσταση την αφιερώνω στην κόρη μου. Ακόμα και η επιλογή της αλλαγής του τέλους έχει γίνει γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο. Την αφιερώνω επίσης σε όλες τις γυναίκες, κάνοντας την επιλογή να σκοτωθούν και οι τρεις άνδρες του έργου και να αφήσω την παλιά γυναίκα να θρηνεί και να μένει με τους εφιάλτες της. Η κόρη μου είναι 12 ετών και, αν και η παράσταση είναι για 16 χρόνων και πάνω, θα δει το έργο, γιατί, πρώτον, δεν έχει χάσει καμία παράστασή μου και δεύτερον, της έχω εμπιστοσύνη. Είναι ένα πολύ ώριμο πλάσμα για την ηλικία των 12. Μέσα από το φίλτρο των παιδιών μου κάνω πια αυτή τη δουλειά. Η πατρότητα, πέραν του ότι με έχει βοηθήσει να πατάω στα πόδια μου καλύτερα, να είμαι πιο γειωμένος, με έχει βοηθήσει να βλέπω αλλιώς τη ζωή. Έχω δύο παιδιά και μου δίνουν τη δύναμη να το κάνω πράξη.

Πώς είσαι ως πατέρας;

Τα τελευταία δύο χρόνια με τον κορονοϊό ήμουν πολύ κοντά τους, με πολλές βόλτες, με πολλές κουβέντες, οπότε τα χόρτασα και με χόρτασαν κι εκείνα. Βέβαια, αυτό δεν χορταίνεται ποτέ. Με το που πλακώνομαι στη δουλειά, πάντα έχω τις ενοχές μου ότι μου λείπουν τα παιδιά, αλλά, όταν βρω τον χρόνο, θα είναι όσο πιο δημιουργικός γίνεται και όσο πιο ουσιαστικός. Νομίζω ότι αυτό το καταλαβαίνουν και τα παιδιά. Είμαστε πολύ της βόλτας με ποδήλατα, πατίνια στο κέντρο της Αθήνας, ταινίες στον κινηματογράφο, πολλά θεατρικά – και όχι μόνο παιδικά. Τα τελευταία δύο χρόνια προσπάθησα να μην κλείσω τα παιδιά στο σπίτι, ήμασταν συνέχεια στου Φιλοπάππου, στο Θησείο.

Τους αρέσει το επάγγελμά σου;

Τους αρέσει πάρα πολύ. Η κόρη μου έχει περάσει στο Μουσικό Γυμνάσιο στην Ακαδημία Πλάτωνος. Είχε περάσει και στο Πρότυπο, αλλά επέλεξε να πάει στο Μουσικό και, βέβαια, δεν της χαλάσαμε χατίρι. Παίζει τσέλο εδώ και
επτά χρόνια και τώρα μαθαίνει πιάνο, ταμπουρά και τραγούδι. Ο Φίλιππος είναι επτά ετών, πηγαίνει Β’ Δημοτικού. Είχε ξεκινήσει με βιολί, δεν του άρεσε και παίζει πιάνο. Δεν ξέρω πού θα πάει, πάντως σίγουρα τους μαγεύει το θέατρο. Κάθε Σαββατοκύριακο μου ζητούν να πάμε να δούμε μια παιδική παράσταση. Σινεμά δεν πηγαίνουμε πολύ, αλλά υπάρχει αυτό το εξαιρετικό βιντεοκλάμπ στην Ιπποκράτους από όπου παίρνω ταινίες και βλέπουμε όλοι μαζί, όχι μόνο παιδικές. Έχουμε εντρυφήσει στον Τιμ Μπάρτον. Δεν το έκανα αυτό με τους γονείς μου, το κάνω με τα παιδιά μου. Και, βέβαια, πάντα μετά συζητάμε το έργο.

Είσαι επαναστάτης από κούνια ή μάλλον από… κοιλιά, αφού ήσουν στην κοιλιά της μητέρας σου όταν, μαζί με τον πατέρα σου, ήταν στα γεγονότα του Πολυτεχνείου…

Τότε που κατέβαιναν όλοι στις διαδηλώσεις του Πολυτεχνείου, ήταν και οι γονείς μου εκεί. Εγώ, επειδή ξεκίνησα από μικρός να δουλεύω με τον πατέρα μου στην οικοδομή και επειδή έβγαζα το μεροκάματό μου από τα 14 χρόνια, έχω ένσημα από τότε, ανεξαρτητοποιήθηκα γρήγορα και νομίζω ότι, αν μου έχει κάνει ένα καλό αυτή η κατάσταση, είναι ότι έχω μάθει να δουλεύω, να μη φοβάμαι τη δουλειά και να είμαι ανεξάρτητος. Αυτό το μάθημα θα ήθελα να το δώσω στα παιδιά μου. Όχι να δουλεύουν από τα 14 τους, αλλά σίγουρα να μη φοβούνται τη δουλειά. Για τα παιδιά είναι πολύ σημαντικό να νιώθουν χρήσιμα και στην οικογένεια και στη ζωή τους.

Αυτή την περίοδο κάνεις γυρίσματα και για τη νέα σειρά της ΕΡΤ, τον «Ορκο»

Πρόκειται για μια καλή σειρά, με υπέροχους συνεργάτες, εξαιρετικούς τεχνικούς. Το πολύ σύγχρονο σενάριο υπογράφει η Τίνα Καμπίτση και μιλά για τους γιατρούς του δρόμου με αρκετή ίντριγκα και ανατροπές. Αυτό που μου αρέσει πολύ είναι ότι δεν έχουμε μόνο γυρίσματα στο στούντιο, αλλά και πολλά εξωτερικά γυρίσματα στο κέντρο της Αθήνας. Μου αρέσει να βρίσκομαι σε φυσικούς χώρους όταν κάνω κινηματογράφο ή σειρές. Υποδύομαι τον σύζυγο της Άννας-Μαρίας Παπαχαραλάμπους, η οποία πεθαίνει στο πρώτο επεισόδιο και τη βλέπουμε στην εξέλιξη ως φλας μπακ. Εκείνος είναι ένας πολύ καλός, επιτυχημένος γιατρός, που παρατά την Ιατρική και εξαφανίζεται για έναν χρόνο, πηγαίνει πάνω στα βουνά. Όταν επιστρέφει, ανακαλύπτει ότι πίσω από τον θάνατο της γυναίκας και της κόρης του υπάρχει μια ιστορία. Επιλέγει να δουλέψει στον δρόμο για να λύσει το μυστήριο. Είναι αρκετά ωραίο και γαργαλιστικό το σενάριο.

Κάνεις άλλα επαγγελματικά σχέδια;

Ακόμα δεν έχω μιλήσει για κάποιο project που αφορά τον κινηματογράφο. Αυτό που ξέρω είναι ότι θα πάμε και το επόμενο καλοκαίρι περιοδεία σε όλη την Ελλάδα και την Αττική με τον «Προμηθέα Δεσμώτη». Παράλληλα, συζητάω
για τη σειρά «Το Νησί» της Βικτόρια Χίσλοπ, σε σκηνοθεσία Ζωής Σγουρού.

Όταν βρίσκεις ελεύθερο χρόνο, τι σου αρέσει να κάνεις;

Να περνάω χρόνο με τα παιδιά μου, να πίνω ένα ωραίο ουισκάκι, να μαγειρεύω, γιατί μου αρέσει να μαγειρεύω πάρα πολύ, πλένω και τα πιάτα -γιατί είμαι απαράδεκτος, δεν έχω πάρει ακόμα πλυντήριο πιάτων- αλλά όλες αυτές οι δουλειές του σπιτιού είναι σαν διαλογισμός για εμένα, ειδικά το μαγείρεμα. Μένω στο κέντρο και έχω κοντά την
κρεαταγορά και τη λαχαναγορά και, όποτε βγαίνω, ψωνίζω τα καλά ζαρζαβατικά μου, τα καλά κρέατά μου ή ψάρια και αυτοσχεδιάζω στην κουζίνα. Κάνω πολύ ωραίο κοτόπουλο με μέλι, που τρελαίνονται τα παιδιά μου να τρώνε, ωραίες μακαρονάδες και ωραίες σαλάτες.

Διαβάστε εδώ το δημοσίευμα της Realife

Διαβάστε εδώ τη συνέχεια

 

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ