Η είδηση προκάλεσε αίσθηση. Όπως μετέδωσε την περασμένη Τρίτη το πρακτορείο Bloomberg, η Τουρκία εξετάζει το ενδεχόμενο να επιστρέψει στη Μόσχα τα ρωσικά αντιαεροπορικά συστήματα S-400. Μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες του πρακτορείου, ο ίδιος ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έθεσε το θέμα στον Ρώσο ομόλογό του, Βλαντιμίρ Πούτιν, κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους στο Τουρκμενιστάν την περασμένη εβδομάδα.
Η τουρκική προεδρία και το συνήθως λαλίστατο υπουργείο Άμυνας της γειτονικής χώρας δεν θέλησαν να σχολιάσουν την είδηση. Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντιμίτρι Πεσκόφ, τη διέψευσε, λέγοντας πως το θέμα δεν συζητήθηκε ανάμεσα στους δύο ηγέτες. Η δυσαρέσκεια του Κρεμλίνου ήταν εμφανής και αυτό δεν είναι καλός οιωνός για την Αγκυρα, ωστόσο ο Ερντογάν βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση, αφού οι πιέσεις που δέχεται από τις ΗΠΑ να λήξει το θέμα των ρωσικών αντιαεροπορικών συστημάτων για να αποκτήσει ξανά πρόσβαση σε αμερικανικούς εξοπλισμούς είναι πολύ έντονες. Αν όντως η Τουρκία καταφέρει να επιστρέψει τους S-400, τότε θα αρθεί ένα από τα σοβαρότερα εμπόδια για την απόκτηση των αμερικανικών μαχητικών F-35 αλλά και θα βελτιωθούν οι σχέσεις της με τις ΗΠΑ. Η διαμάχη για τους S-400, που διαρκεί περισσότερο από πέντε χρόνια, έχει μετατραπεί σε δοκιμασία της αντοχής της συμμαχίας και της ικανότητας των δύο πλευρών να γεφυρώσουν στρατηγικές διαφορές.
Τα F-35
Η αμερικανική πλευρά έχει διατυπώσει επανειλημμένα ότι δεν πρόκειται να επιτρέψει στην Τουρκία να επανέλθει στο πρόγραμμα των F-35 όσο οι S-400 παραμένουν στην κατοχή της. Αυτή η θέση επιβεβαιώθηκε για ακόμη μία φορά από τον Αμερικανό πρέσβη στην Άγκυρα, Τομ Μπάρακ, ο οποίος χαρακτήρισε τις τρέχουσες συνομιλίες «τις πιο παραγωγικές των τελευταίων δέκα ετών», αλλά επανέλαβε ότι καμία ουσιαστική πρόοδος δεν μπορεί να γίνει πριν η Τουρκία απομακρύνει πλήρως το οπλικό σύστημα από το έδαφός της. Παράλληλα, η Ουάσιγκτον διατηρεί σε ισχύ τις κυρώσεις κατά της Τουρκίας βάσει του νόμου CAATSA, ο οποίος επιβλήθηκε μετά την αγορά των S-400 και έχει στερήσει από την Τουρκία πρόσβαση σε ευρύ φάσμα αμερικανικών τεχνολογιών και στρατιωτικών συνεργασιών.
Η Άγκυρα, από την πλευρά της, θέτει επίμονα το ζήτημα της ανάγκης να βρεθεί ένας τρόπος συμβιβασμού και, σύμφωνα με πληροφορίες από αμερικανικές πηγές, η τουρκική κυβέρνηση εξετάζει πέντε πιθανές επιλογές δράσης ως προς τους S-400. Καθεμία από αυτές φέρει διαφορετικό πολιτικό και στρατηγικό κόστος, αντανακλώντας την πολυπλοκότητα των εσωτερικών και εξωτερικών πιέσεων που αντιμετωπίζει η Άγκυρα.
Μεταφορά
Η πρώτη επιλογή είναι η μεταφορά των S-400 σε τουρκικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις εκτός της επικράτειας, όπως το Κατάρ ή η Σομαλία, όπου ήδη υπάρχουν τουρκικές στρατιωτικές υποδομές. Η λογική πίσω από αυτή την πρόταση είναι ότι η Τουρκία θα μπορούσε να επιχειρηματολογήσει πως το σύστημα δεν αποτελεί πλέον άμεση απειλή για τις δυνατότητες διαλειτουργικότητας του NATO. Ωστόσο, το αμερικανικό νομικό πλαίσιο δεν εξετάζει μόνο την τοποθεσία, αλλά την ίδια την κατοχή: εάν η Τουρκία εξακολουθεί να κατέχει το σύστημα, η απλή μεταφορά του δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις που έχουν θέσει οι ΗΠΑ.
Η δεύτερη επιλογή που εξετάζεται είναι η αποσυναρμολόγηση των κρίσιμων τμημάτων των S-400, ώστε το σύστημα να μην μπορεί να λειτουργήσει. Αυτή η προσέγγιση θα επέτρεπε στην Τουρκία να διατηρήσει τη νομική κυριότητα επί των εξαρτημάτων, αλλά ταυτόχρονα να καταστήσει το σύνολο ανενεργό. Μια τέτοια λύση θα μπορούσε να μειώσει τις αμερικανικές ανησυχίες, όμως για τον πολιτικό κόσμο στην Τουρκία θα ήταν μια ξεκάθαρη υποχώρηση υπό πίεση.
Η τρίτη επιλογή, που από αμερικανική σκοπιά θεωρείται η πιο καθαρή, είναι η πλήρης καταστροφή των S-400. Μια τέτοια κίνηση θα ικανοποιούσε πλήρως τις απαιτήσεις των ΗΠΑ. Όμως, η τουρκική ηγεσία έχει επενδύσει μεγάλο πολιτικό κεφάλαιο στην απόκτηση αυτών των συστημάτων και η καταστροφή τους θα μπορούσε να θεωρηθεί από πολλούς ως παραδοχή ήττας.
Σενάριο πώλησης
Μια τέταρτη δυνατότητα που έχει συζητηθεί είναι η πώληση των S-400 σε τρίτη χώρα. Θεωρητικά, η Τουρκία θα μπορούσε να απαλλαγεί από τα συστήματα χωρίς να τα καταστρέψει, περιορίζοντας έτσι το πολιτικό κόστος. Στην πράξη όμως, η ρωσική στρατιωτική τεχνολογία υπόκειται σε αυστηρούς όρους επανεξαγωγής και είναι εξαιρετικά απίθανο η Μόσχα να επιτρέψει την πώληση χωρίς δικό της έλεγχο και πολιτικά οφέλη.
Η πέμπτη και πιο δύσκολη επιλογή είναι η επιστροφή των S-400 στη Ρωσία. Σε μια συγκυρία κατά την οποία η Μόσχα έχει αυξημένες ανάγκες λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, μια τέτοια κίνηση δεν θεωρείται ανέφικτη. Η Τουρκία θα μπορούσε να την παρουσιάσει ως τεχνική διευθέτηση που δεν θίγει την εθνική της κυριαρχία. Ωστόσο, το οικονομικό ερώτημα παραμένει κρίσιμο και η Μόσχα, όπως έδειξε η διόλου διπλωματική διάψευση του Πεσκόφ, δεν θα θεωρήσει την επιστροφή των συστημάτων φιλική κίνηση. Η Τουρκία συνεχίζει να κινείται σε ένα πεδίο υψηλών ρίσκων, με την Ουάσιγκτον να επιμένει στη θέση της και την Άγκυρα να προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε εσωτερικές πολιτικές ευαισθησίες, στρατηγικές φιλοδοξίες και πλέον στην πίεση και στη δυσαρέσκεια της Ρωσίας.