Κράτος και εξαγωγές κλειδιά για την ανάπτυξη

Κράτος και εξαγωγές κλειδιά για την ανάπτυξη

Γράφει ο Χαράλαμπος Γκότσης

Η οικονομική κρίση ανέδειξε όλες τις δομικές αδυναμίες της οικονομίας, του κράτους και της κοινωνίας μας.  Δεκάδες μελέτες που πραγματοποιήθηκαν όλα τα προηγούμενα χρόνια, είχαν επισημάνει συγκεκριμένες παρεμβάσεις, που ήταν αναγκαίες για να έχει η χώρα μας μια ομαλή αναπτυξιακή πορεία στο μέλλον. Δυστυχώς, το πολιτικό μας σύστημα δεν κατάφερε να επεξεργασθεί ένα εθνικό σχέδιο βασικών προσαρμογών με στόχο τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας. Αυτό δεν έγινε ούτε και όταν ξέσπασε η κρίση. Τα πολιτικά  κόμματα, που στο ξεκίνημα της κρίσης είχαν ρόλο στη χάραξη πολιτικής, δεν ήταν διατεθειμένα να αναλάβουν το κόστος, το οποίο συνεπάγεται κάθε μεγάλη μεταρρύθμιση που έχει ανάγκη η χώρα, και άφησαν τη δουλειά να την κάνει η Τρόικα με τις δικές της απαράδεκτες και γενικά  λανθασμένες επιλογές. Το κόστος αυτών των επιλογών πληρώνει τώρα η ελληνική κοινωνία και θα την ακολουθεί ακόμη για πολλά χρόνια.

Η προσέγγιση του όλου προβλήματος ήταν λάθος από την αρχή. Οι συντάκτες του προγράμματος εστίασαν στα προβλήματα κόστους, ως αιτία της χαμηλής παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας, ενώ το πρόβλημα βρίσκεται στις διαρθρωτικές της αδυναμίες. Δύο είναι οι μεγάλοι τομείς, που θα πρέπει τις επόμενες δεκαετίες να δουλέψουμε για να αποκτήσουμε μια σύγχρονη και ανταγωνιστική οικονομία. Πρώτον η Δημόσια Διοίκηση, δηλ. το κράτος, και δεύτερον οι εξαγωγές.

Το κράτος πρέπει να μεταρρυθμιστεί εκ βάθρων. Δεν είναι ο μεγάλος αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων, για τον οποίο μπορεί κανείς να διαφωνήσει, είναι ο τρόπος λειτουργίας του που προβληματίζει. Τα γραφειοκρατικά εμπόδια, που στοιχίζουν, ακυρώνουν κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού της οικονομίας και τρομοκρατούν πιθανούς ξένους επενδυτές, που θα ήθελαν να δραστηριοποιηθούν στη χώρα μας. Το πολύπλοκο και ασταθές φορολογικό σύστημα σε συνδυασμό με έναν σαθρό και αναποτελεσματικό φοροεισπρακτικό μηχανισμό , μεταβάλλει το επιχειρείν σε περιπέτεια. Η φορολογική συνείδηση, κυρίως των ελεύθερων επαγγελματιών, αλλά και  οι συναλλακτικές συνήθειες μεταξύ των ιδιωτών (μεταχρονολογημένες επιταγές) όπως και με το κράτος, είναι προβληματικές. Η απονομή δικαιοσύνης πάσχει. Οι επιχειρήσεις πρέπει να περιμένουν 6-10 χρόνια για να έχουν απάντηση στις όποιες διαφορές τους, ενώ 200.000 υποθέσεις λιμνάζουν στα φορολογικά δικαστήρια. Και στις δύο περιπτώσεις  ο χρόνος είναι χρήμα.

Οι εξαγωγές, που αντικατοπτρίζουν την εσωτερική και διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, παρουσιάζουν μεγάλη υστέρηση. Μετά την Κύπρο είμαστε η χώρα, η οποία εξάγει ως ποσοστό επί του ΑΕΠ το 15% σε σύγκριση με την Ισπανία που εξάγει το 32% και την Πορτογαλία μάλιστα με 39%. Από τον περασμένο Φεβρουάριο μάλιστα κινούνται αρνητικά με 7% σε ετήσια βάση.

Η χώρα παράγει σε πολύ περιορισμένο αριθμό προϊόντα και υπηρεσίες που να αντέχουν στο διεθνή ανταγωνισμό. Ο τουρισμός αποτελεί την κύρια  πηγή εσόδων από το εξωτερικό. Τα περιθώρια ανάπτυξης εδώ είναι μεν σημαντικά, προσκρούουν όμως στα όρια της δυναμικότητας του κλάδου. Η υποδοχή περισσότερων τουριστών εξαρτάται από τη διενέργεια νέων επενδύσεων.

Είναι αναγκαίο, για να μεταφέρουμε τους διαθέσιμους πόρους από την οικοδομή και τις υπηρεσίες, που έχουν υποστεί καθίζηση, να στραφούμε στην παραγωγή εμπορεύσιμων, εξαγώγιμων προϊόντων με υψηλή προστιθέμενη αξία. Για να αποκτήσει η χώρα δυναμική στον εξαγωγικό τομέα, έχει ανάγκη από επιχειρήσεις, μικρές και μεσαίες, που με όχημα την καινοτομία και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας, θα παράγουν προϊόντα, που θα βρουν τη θέση τους στις διεθνείς αγορές. Παραδείγματα τέτοιων επιχειρήσεων, που λειτουργούν αποτελεσματικά, υπάρχουν αρκετά, όπως π.χ. στη φαρμακοβιομηχανία, στην παραγωγή φυτικών καλλυντικών κ.α. Χρειαζόμαστε πρωτοπόρες επιχειρήσεις, μικρούς εθνικούς πρωταθλητές, που θα φορτωθούν στις πλάτες τους το αναπτυξιακό μέλλον της χώρας μας. Το χρέος αυτό, ένα όμορφο χρέος, ανήκει κυρίως στην ελληνική επιχειρηματικότητα, στις υγιείς επιχειρήσεις που θα αποφασίσουν να δραστηριοποιηθούν μακριά από το κράτος. Μόνο τέτοιου είδους επιχειρήσεις, που ενσωματώνουν τη σύγχρονη τεχνολογία, είναι σε θέση να προσφέρουν εισοδήματα που να ανταποκρίνονται στο υψηλό επίπεδο κατάρτισης των νέων μας.

Το κράτος έχει την υποχρέωση  να φροντίσει, με ευρωπαϊκά κεφάλαια, να εγκαταστήσει σύγχρονες υποδομές και να ενισχύσει την αναγκαία ερευνητική δραστηριότητα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση εξάλλου, θα πρέπει στο πλαίσιο τόσο του τρέχοντος ΕΣΠΑ, όσο και του νέου, να κατευθύνει τα διαθέσιμα κεφάλαια στην εξυπηρέτηση μιας αναπτυξιακής στρατηγικής με τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Περιθώρια για σπατάλες  σε διοικητικές δαπάνες, στην εξυπηρέτηση προσωπικών και τοπικών …αναγκών δεν υπάρχουν. Είναι καθήκον τόσο των εθνικών, όσο και των ευρωπαϊκών  ελεγκτικών αρχών να ασκούν αυστηρότατους ελέγχους. Στην κατάσταση που βρίσκεται η χώρα, ακόμη και το τελευταίο Ευρώ, θα πρέπει να διατεθεί στην εξυπηρέτηση αναπτυξιακών και μόνο σκοπών.

Είναι καιρός, αντί να ασχολούμαστε μρ την επόμενη δόση και με τα καταστροφικά λάθη των σχεδιαστών της νεοφιλελεύθερης δημοσιονομικής προσαρμογής, να παρουσιάσουμε ένα πρόγραμμα αναδιάταξης του παραγωγικού ιστού της οικονομίας, αξιοποιώντας το καλά εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό μας, με την καθοδήγηση του κράτους αλλά και την ενεργό συμμετοχή της υγιούς επιχειρηματικότητας.

Όλα τα υπουργεία και λοιποί φορείς της οικονομικής πολιτικής θα πρέπει πλέον να κρίνονται αποκλειστικά και μόνο από τη συμβ��λή τους στη δημιουργία μιας νέας παραγωγικής βάσης, που θα στοχεύει στο σχεδιασμό, ανάπτυξη και παραγωγή καινοτόμων υψηλής προστιθέμενης αξίας προϊόντων, τα οποία θα είναι ελκυστικά στις διεθνείς αγορές. Η αύξηση των εξαγωγών, αλλά και η υποκατάσταση των εισαγωγών, με πολλά εφάμιλλα προϊόντα, είναι η μόνη εγγύηση για μια σταθερή μακρόχρονη αναπτυξιακή πορεία της χώρας. Εάν δεν κάνουμε τα αυτονόητα η οικονομία θα τελματώσει σε μια μακρά περίοδο στασιμότητας, ενώ κατηγορηματικά έχει πολλά συγκριτικά και απόλυτα πλεονεκτήματα που θα μπορούσε να αξιοποιήσει.

Οι αλλαγές που προτείνονται, επειδή είναι διαρθρωτικού χαρακτήρα, απαιτούν αρκετό χρόνο. Μέχρι τότε αυτό που επείγει είναι, να αντιληφθούν οι δανειστές μας, ότι με τη συνεχιζόμενη πολιτική λιτότητας που ασκούμε, η ανάκαμψη παραμένει ζητούμενο. Χρειαζόμαστε μια καινούργια αρχή, αυτή όμως δεν μπορεί να γίνει με την ίδια πολιτική, που συνεχίζει να καταστρέφει τον παραγωγικό ιστό της οικονομίας μας και οδηγεί την κοινωνία σε απόγνωση.

Ο κ. Χαράλαμπος Γκότσης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς

 

 

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ