Νικηφόρος Μανδηλαράς: Η δολοφονία ενός ιδεαλιστή της δημοκρατίας

Πάνος Ν. Αβραμόπουλος
Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος, είναι M.Sc Δ/χος Μηχανικός Ε.Μ.Π.

Στίγμα ανεξάλειπτο στην πολιτική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος, παραμένει η δολοφονία του ευγενούς αγωνιστή της δημοκρατίας, Νικηφόρου Μανδηλαρά.

Ο Νικηφόρος Μανδηλαράς υπήρξε πρότυπο δημοκρατικού ήθους, ανιδιοτελής αγωνιστής του λαού μας, έξοχος νομικός, αδέσμευτος δημοσιογράφος, που σε καιρούς δύσκολους για τη δημοκρατία διακόνησε μέσω της ιδρυθείσης από αυτόν εφημερίδας του «Ναξιακά Χρονικά» το λειτούργημα της ελευθεροτυπίας, μα πάνω από όλα υπέροχος άνθρωπος, που πάνω από συμφέροντα της καριέρας και της προσωπικής του ανέλιξης προέτασσε τα συμφέροντα του λαού μας.

Γεννημένος και αναθρεμμένος με το οράματα του μαρτυρικού λαού μας, δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει διαφορετική πορεία από αυτή των αγώνων και της θυσίας για τα δημοκρατικά ιδεώδη, τα λαϊκά συμφέροντα και την κοινωνική δικαιοσύνη. Εξάλλου ήταν και αυτή η φυσική καταγωγή του απαράμιλλου Νικηφόρου Μανδηλαρά, που κατέτεινε στους δημοκρατικούς προσανατολισμούς του. Ο πατέρας του ήταν ένας φτωχός σμυριδεργάτης που με πολύ κόπο έβγαζε πέρα τα προς το ζην, ενώ βίωνε αφόρητα τις κοινωνικές στρεβλώσεις και τις οικονομικές δυσπλασίες της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Ο Νικηφόρος Μανδηλαράς πέραν των πρωτοπόρων και καινοτόμων παρεμβάσεών του υπέρ των λαϊκών συμφερόντων με απαρασάλευτο δημοκρατικό ήθος και ακλόνητη πίστη στην δεοντολογία της δικαιοσύνης, πρωτοστάτησε μαχόμενος δικηγόρος στην πολύκροτη δίκη του ΑΣΠΙΔΑ, ξεσκέπασε και απογύμνωσε την σκευωρία των μετέπειτα στρατιωτικών πρωταγωνιστών της έκθεσμης απριλιανής εκτροπής και κατέστη εκ των πραγμάτων ορκισμένος εχθρός τους.

Ήταν άφευκτη νομοτέλεια επομένως η φυσική του εξόντωση – δολοφονία του, όταν τα πρωτοπαλίκαρα της χούντας καταλύοντας την δημοκρατία κατέλαβαν την εξουσία. Και πράγματι τριάντα μόλις μέρες αφότου οι Απριλιανοί κατέλαβαν δια της βίας την εξουσία δολοφόνησαν τον ηθικά μεγαλουργό Νικηφόρο Μανδηλαρά, η λαμπρή παρουσία του οποίου στα νομικά δρώμενα της χώρας εν παραλλήλω με τα πελώρια λαϊκά ερείσματα που είχε αποκτήσει με τις παρεμβάσεις του, προοικονομούσαν την αστραπιαία άνοδό του στο πολιτικό στερέωμα της χώρας. Στις 22 Μαΐου λοιπόν του 1967 στην παραλία «Γενάδι» της Ρόδου ξεβράσθηκε το πτώμα του Νικηφόρου Μανδηλαρά, το οποίο βρήκαν ψαράδες της περιοχής. Η χούντα είχε εκτελέσει στο ακέραιο την προγραφή της, όταν τα πρωτοπαλίκαρά της στην δίκη του ΑΣΠΙΔΑ είχαν πει «Με εσένα Μανδηλαρά θα τα πούμε». Ο Νικηφόρος είχε καταστεί λαϊκό ίνδαλμα και γνώριζε καλά η χούντα ότι συσπειρώνοντας τη λαϊκή βάση γύρω του, τους διανοούμενους, αλλά και την αφρόκρεμα του νομικού κόσμου, θα αποτελούσε ένα αξεπέραστο εμπόδιο στην εφαρμογή των αντιδημακρατικών σχεδίων της.

Ήταν από τους πρώτους σίγουρους αντιπάλους του έκνομου καθεστώτος, που έπρεπε να εξοντωθούν και έτσι ετέθη άμεσα σε εφαρμογή το σχέδιο της δολοφονίας του. Οι χουντικοί γνώριζαν καλά τους μηχανισμούς της προπαγάνδας, δεν ήθελαν να εκτελεστεί ωμά ο Μανδηλαράς για να μην προξενήσουν τον λαϊκό αυτοματισμό και εξεγείρουν τον κόσμο εναντίον τους. Τους βόλευε η δολοφονία να έχει τον μανδύα της εξαφάνισης, αλλά δυστυχώς και νεκρός ο λαοπρόβλητος ηγέτης Νικηφόρος Μανδηλαράς τους ξεγέλασε και τους εξευτέλισε.

Νικηφόρος Μανδηλαράς

Ας ξετυλίξουμε όμως από την αρχή το κουβάρι της ταραχώδους ζωής του Μανδηλαρά. Είδε το φως της ζωής το 1928 στον Κόρωνα της Νάξου. Απο νεαρή ηλικία βίωσε μέσα στην λαϊκή οικογένειά του την φτώχεια των λαϊκών ανθρώπων της Νάξου. Εντάχθηκε στις γραμμές της ΕΠΟΝ το 1942-43 και κατά την φοίτησή του στην Νομική Αθηνών (1949-1953) δούλευε σκληρά σε οικοδομές για να ανταπεξέλθει. Αποφοιτώντας από την νομική θήτευσε ασκούμενος στον διαπρεπή νομικό, καθηγητή της Νομικής, αλλά και ακέραιο δημοκράτη Γεώργιο-Αλέξανδρο Μαγκάκη μέχρι το 1956, οπότε και ξεκινά αυτόνομα την μαχόμενη δικηγορική του παρουσία, εγγραφόμενος στον δικηγορικό σύλλογο Αθηνών.

Παράλληλα από το δικηγορικό του γραφείο στην οδό Πανεπιστημίου με την συνδρομή της συζύγου του, Άσπας, ιδρύει και εκδίδει την εφημερίδα τα «Ναξιακά Χρονικά», μια μαχητική και πρωτοπόρο για το δημοκρατικό της ήθος εφημερίδα, την οποία γράφει εξολοκλήρου μόνος του και δίνει αγώνα για τα συμφέροντα των ξεχασμένων εργατών των νησιών μας, αλλά και για την εγκατάλειψη που υφίσταται η νησιωτική Ελλάδα από την κεντρική διοίκηση. Στηλιτεύει τις εξευτελιστικές τιμές των αγροτικών προϊόντων της Νάξου, την εγκατάλειψη σε έργα υποδομών των νησιών, την στυγνή εκμετάλλευση των εφοπλιστών που με τα σαπιοκάραβά τους εκμεταλλεύονται στο έπακρο τους νησιώτες, αναδεικνύοντας το μείζον πρόβλημα της ύδρευσης και του οδικού δικτύου της Νάξου, αλλά και το μεγάλο πρόβλημα της σμύριδας, η οποία αποτελεί την κεντρική πηγή ζωής για το νησί. Την ίδια περίοδο, ο Νικηφόρος Μανδηλαράς κάνει δυναμικές θεσμικές παρεμβάσεις για να επεκταθεί η ασφαλιστική κάλυψη του ΙΚΑ στους σμυριδεργάτες, αλλά και για την βελτίωση των συνθηκών εργασίας των σμυριδεργατών. Στα πλαίσια της πολιτικής αντιπαράθεσης καταγγέλλει τον Νομάρχη Κυκλάδων Αναστάσιο Λεβίδη για ατασθαλίες, διασπάθιση δημοσίου χρήματος και σωρεία σκανδάλων. Ο Λεβίδης μηνύει τον Μανδηλαρά για συκοφαντία και στην δίκη που λαμβάνε χώρα στο Κακουργιοδικείο Σάμου, ο Μανδηλαράς ξεγυμνώνει τον Λεβίδη για την σκανδαλώδη και όζουσα νομαρχιακή του παρουσία στις Κυκλάδες.

Μετά την δίκη, η κυβέρνηση συναισθανόμενη το πολιτικός κόστος απομακρύνει τον Λεβίδη από τις Κυκλάδες. Την περίοδο του εμφυλίου πολέμου ο Νικηφόρος Μανδηλαράς θα συνδράμει νομικά τον Μανώλη Γλέζο και άλλους αριστερούς αγωνιστές που σύρονται σε στημένη δίκη για «εσχάτη προδοσία», ενώ προασπίζει νομικά σε μια δίκη και 42 κομμουνιστές, που είχαν προφυλακιστεί για εξαετία και καταδικάστηκαν σε βαριές ποινές. Στον πολιτικό στίβο ο Νικηφόρος Μανδηλαράς θα κατέλθει ως υποψήφιος βουλευτής το 1961 στον νομό Κυκλάδων υπό την σκέπη του «Πανδημοκρατικού Αγροτικού Μετώπου της Ελλάδος» (ΠΑΜΕ), ενώ στις εκλογές του 1967 που τελικά δεν διενεργήθηκαν ένεκα της συνταγματικής εκτροπής, κατήρχετο ως υποψήφιος βουλευτής της «Ενώσεως Κέντρου».

Το διάστημα 1961-62 ο Νικηφόρος Μανδηλαράς προάσπισε νομικά όλους τους αγωνιστές της Αριστεράς σε διώξεις, που είχαν εμπλακεί στα γρανάζια των εναπομεινάντων εμφυλιοπολεμικών αποφύσεων. Με την έκσταση του Απριλιανού στρατιωτικού κινήματος ο Ν.Μ. διέβλεπε πως θα επιδιώκετο απηνώς από την χούντα δοθέντος, ότι οι πρωταίτιοί του τον είχαν προγράψει από την ταραχώδη δίκη του «ΑΣΠΙΔΑ», οπότε και είχε αποκαλύψει ανάγλυφα την σκευωρία και τα ιδιοτελή κίνητρα των πρωτεργατών της χούντας. Μερίμνησε έτσι αμέσως για την προφύλαξή του κρυπτόμενος σε σπίτια φίλων του και ιδίως του φίλου του δημοσιογράφου, Μιχάλη Στυλιανού, σχεδιάζοντας παράλληλα την διαφυγή του στο εξωτερικό για να αποφύγει την δολοφονία του. Μέλημά του ακόμα με την φυγή στο εξωτερικό ήταν η ανάληψη κεντρικής δράσης και η δημιουργία αντιδικτατορικών θυλάκων, που θα συνέβαλαν στην πτώση της χούντας. Στις 12 Μαΐου του 1967 ο Νικηφόρος Μανδηλαράς παίρνοντας λίγα χρειαζούμενα σε μια βαλίτσα και 5.000 δραχμές αποχαιρετά την γυναίκα του Άσπα, λέγοντάς της πως θα έφευγε για την Νάξο και κατόπιν θα αναζητούσε τρόπο διαφυγής στο εξωτερικό.

Στο εγχείρημά του να φύγει, τον προστρέχει ο συνάδελφός του δικηγόρος και νομικός σύμβουλος της εταιρείας «RITA V» Ρόκας, στην οποία ανήκε το πλοίο με το οποίο θα έφευγε για το εξωτερικό. Ο Ρόκας πείθει τον πλοίαρχο του πλοίου Πέτρο Ποταγά από την Αθήνα, που αρχικά διστάζει, να πάρει μαζί του λαθραία τον Μανδηλαρά στο ταξίδι του πλοίου για την Αμμόχωστο στην Κύπρο. Προκειμένου να αποτραπεί η διαρροή του μυστικού, ο φίλος του δημοσιογράφος του Μανδηλαρά, Μιχάλης Στυλιανού, τον συνοδεύει στο προσυνεννοημένο σημείο με τον Πλοίαρχο Ποταγά και τον παραδίδει στις 16 Μαΐου 1967 παραμονή αναχώρησης του πλοίου σ’ αυτόν, από αυτοκίνητο σε αυτοκίνητο, χωρίς να τους δει κανείς. Αμέσως ο Μανδηλαράς μπαίνει στην καμπίνα του πλοίαρχου και ουσιαστικά κλείνεται «αεροστεγώς» χωρίς να τον δει κανείς. Ωστόσο παρόλη την αριστοτεχνική σχεδίαση του αγωνιστή της δημοκρατίας, το μεγάλο μυστικό διαρρέει, διότι ο πλοίαρχος Παταγάς – ο οποίος λίγους μήνες μετά την δολοφονία του Μανδηλαρά θα «αυτοκτονήσει» υπό την πίεση των χουντικών – κάνει το μοιραίο λάθος να αποκαλύψει εμπιστευτικά το μυστικό σε έναν υπαστυνόμο ονόματι Γεωργάκη, ο οποίος με την σειρά του το αποκαλύπτει στην ηγεσία της αστυνομίας. Πάραυτα η χούντα με γκεμπελίστικη μαστοριά παρότι γνωρίζει το μυστικό και θα μπορούσε αυτόματα να δολοφονήσει τον Μανδηλαρά, προτιμά να τον σκοτώσει έντεχνα και να το παρουσιάσει ως εξαφάνιση, ή πνιγμό, ανάλογα με το πως θα τις εξελιχθούν τα πράγματα. Θα επετύγχανε έτσι το τέλειο έγκλημα και θα απέτρεπε τη λαϊκή οργή, που με κάθε τρόπο θα ήθελε να αποφύγει στους πρώτους μήνες της εγκαθίδρυσής της.

Νικηφόρος Μανδηλαράς

Στις 17 Μαΐου 1967 λοιπόν και ώρα 12:13 αποπλέει από την Ελευσίνα το φορτηγό πλοίο «RITA V» με κατεύθυνση την Αμμόχωστο και πλήρωμα τους Πέτρο Πόταγα πλοίαρχο και Σπύρο Βαρουτσά υποπλοίαρχο από την Τρίπολη, αλλά και έναν λαθρεπιβάτη, τον απαράμιλλο αγωνιστή της δημοκρατίας και διάττοντα αστέρα της πολιτικής μας σκηνής Νικηφόρο Μανδηλαρά. Στο πλοίο πέραν του πλοίαρχου Πόταγα ,ο μοναδικός άνθρωπος που γνωρίζει την παρουσία του Μανδηλαρά, είναι ο καμαρότος Ν. Δρουλίσκος, ο οποίος και του πήγαινε το φαγητό. Ήδη όμως αρχίζει και μπαίνει σε εφαρμογή το δολερό σχέδιο της δολοφονίας των χουντικών. Την επομένη μέρα 18 Μαΐου 1967 και ώρα 12:25 μ.μ. καταφθάνει στο πλοίο το πρώτο σήμα του υπουργείου εμπορικής ναυτιλίας εντέλοντας: «αναφέρατε κατεπειγόντως και υπευθύνως εάν επί του πλοίου σας επιβαίνουν πρόσωπα ξένα προς το πλήρωμα και τα πλήρη στοιχεία τούτων… Θέσατέ τα υπο ασφαλήν φρούρησιν και σπέυσατε εις λιμένα Ρόδου εν αναμονή αφίξεως των λιμενικών αρχών». Η οσμή θανάτου άρχισε να περιτριγυρίζει τον μεγάλο Έλληνα που στους περήφανους ώμους του είχε σηκώσει το βάρος της αποτίναξης της χουντικής τυραννίας.

Ο πλοίαρχος Πόταγας δίνει την 1η απάντησή του στους χουντικούς στις 12:45 «Διενεργώ έρευναν» και μία ώρα αργότερα την 2η «ουδείς ευρέθη». Οι χουντικοί ωστόσο αντιλαμβάνονται ότι προσπαθεί να κρύψει τον αγωνιστή της δημοκρατίας και με 2ο σήμα του δίνουν εντολή «Ανακόψατε πλούν μακράν πάσης ακτής ερευνήσατε αύθις το πλοίον, απαγορεύσατε πάσαν προσέγγισιν ετέρου σκάφους…. αναφέρατε στίγμα εις το πλοίον σας παραμένει ακίνητον». Ακολουθεί στις 16:30 απάντηση του β’ πλοιάρχου «Συμμορφούμαι αμέσως, ακινητώ εις στίγμα 3550Β2714Α.

Έπεται σήμα των χουντικών – υπουργείου εμπορικής ναυτιλίας «Πλεύσατε δι ανατολικών ακτών Ρόδου και εις απόστασιν 5 μιλίων εξ αυτών εις λιμένα Ρόδου… Αναφέρατε στίγμα σας πορείαν και ταχύτηταν και πιθανήν ώραν κατάπλου εις λιμένα Ρόδου…». Και ακολουθεί απάντηση του πλοιάρχου στο 3ο σήμα του υπουργείου και ώρα 17:35: «πιθανή ώρα αφίξεως 2:30…. Ταχύτης 8 μίλια».

Από την ενδελεχή έρευνα όσον μελέτησαν την δολοφονία του Νικηφόρου Μανδηλαρά, εξάγεται το συμπέρασμα ότι εξετελέσθη μεταξύ του 1ου σήματος του υπουργείου στις 12:25 και της τελευταίας απάντησης του πλοιάρχου στις 17:35 της 18ης Μαΐου 1967. Οι χουντικοί είχαν προφανώς πληροφορηθεί την επιβίβαση του τραγικού Μανδηλαρά, αλλά γνωρίζοντας καλά τους μηχανισμούς προπαγάνδας και το αναπόδραστο κόστος που θα κατέβαλαν με την δολοφονία ενός λαϊκού συμβόλου, σκηνοθέτησαν σατανικά πρωτίστως την δολοφονία του και μετά τον χαλκευμένο δήθεν πνιγμό του. Και δυστυχώς και ο πλοίαρχος Πόταγας είτε από φόβο και τρομοκράτηση, είτε από συνειδητή προδοσία έρχεται αρωγός στα δολερά σχέδια των χουντικών. Θα μπορούσε κάλλιστα, να παραβλέψει τις εντολές των χουντικών, να βγεί στα διεθνή ύδατα και να τον διασώσει. Μετά από όλα αυτά, την αυγή της 22ας Μαΐου 1967 οι ψαράδες Γιάννης Καλλιγάς και Τσαμπίκος Νικολέττος, βρήκαν στην παραλία Γενάδι στην νοτιοδυτική πλευρά της Ρόδου, 12 μέτρα από την ακτή, το πτώμα του τραγικού αγωνιστή της δημοκρατίας, Νικηφόρου Μανδηλαρά και ενημέρωσαν την ευρισκόμενη σε επιφυλακή αστυνομία.

Εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται ότι οι χουντικοί γνώριζαν καλά ότι ο Μανδηλαράς ευρίσκονταν στο πλοίο – δίκην της κατάδοσης του. Και για αυτό τα πλωτά του λιμενικού δεν προέβησαν σε νηοψία στο πλοίο. Η γενική επιφυλακή του λιμενικού, της χωροφυλακής, του στρατού, της εθνοφυλακής και των κομάντος που ήλθαν από την Αθήνα, υποδεικνύει ότι είχαν σαφή εικόνα του ανθρώπου-«λαθρεπιβάτη» που αναζητούσαν. Το πλοίο παρέμεινε ακίνητο στο στίγμα Φ=3540 50′ ΒΛ=270 41’Α (60 μίλια από το λιμάνι της Ρόδου), ήτοι σε απόσταση 8 ωρών πλεύσης. Πάραυτα έφτασε στη Ρόδο μετά από 10 ώρες με καθυστέρηση 2 ωρών και μέσα σε αυτό το δραματικό δίωρο, κρίθηκε η ζωή του Νικηφόρου Μανδηλαρά. Εξάλλου οι αντιφάσεις και τα κραυγαλέα κενά γύρω από την εξέλιξη των γεγονότων της δολοφονίας του, διεφάνησαν στις δυο δίκες – παρωδία ωστόσο- που διενεργήθησαν η μια στις 5-10-1967 στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρόδου και η άλλη στις 12-10-1967 στο Εφετείο Ρόδου, με μοναδικό κατηγορούμενο τον πλοίαρχο και με μοναδικό επίσης ακροατήριο – ω της ειρωνείας ! – αστυνομικούς και διάφορους ενστόλους, που απόχώρησαν, μετά από τις αλλεπάλληλες δριμείες υποδείξεις του προέδρου, όπως και του εισαγγελέα, χωρίς όμως ποτέ να προβούν σε ουσιαστική εξέταση της δίκης.

Χαρακτηριστικά είναι και τα λόγια της χαροκαμένης συζύγου του Μανδηλαρά Άσπας, στα δικαστήρια, που εκπροσωπούσε και την εφτάχρονη κόρη τους Εριέττα, χωρίς πολιτική αγωγή, που κατέθεσε: «Είμαι βέβαιη για τη δολοφονία του άνδρα μου, της οποίας ο πλοίαρχος είναι αυτουργός ή συναυτουργός και δεν ζητώ να αποδώσετε δικαιοσύνη, διότι γνωρίζω ότι είναι αδύνατο» ! Στο ίδιο μήκος κύματος, η ανάκριση δεν κινήθηκε ως όφειλε σε όλες τις κατευθύνσεις. Δεν ανακρίθηκε ο δικηγόρος Ρόκας – που είχε μεσολαβήσει για τη διαφυγή του Μαδηλαρά- δεν κατέθεσε ο αστυνομικός Γεωργάκης στον οποίο ο πλοίαρχος Πόταγας είχε αποκαλύψει το μυστικό της διαφυγής του Μανδηλαρά, το οποίο και προφανώς κατέδωσε. Αλλά η τραγική γυναίκα του Μανδηλαρά θέλοντας να αναδείξει ότι δεν υπήρχε σχέδιο εξαφανίσεως από τους χουντικούς θα πεί «Ο σύζυγός μου τους ξεγέλασε ακόμη και νεκρός. Ίσως να λύθηκε η πέτρα που είχαν δέσει στο σώμα του, ίσως αν συνέβη κάτι άλλο που δεν πρόβλεψαν». Τονίζοντας παράλληλα στο δικαστήριο τέσσερις κραυγαλέες αντιφάσεις των χουντικών, που κατεδείκνυαν την δολοφονία του συζύγου της.

Τι είπε όμως ο πλοίαρχος Πόταγας για τα συμβάντα; Αφότου έλαβε τη διαταγή σήμα να πλεύσει στη Ρόδο, ο Νικηφόρος Μανδηλαράς του ζήτησε να τον αφήσει να πέσει στη θάλασσα για να σωθεί. Και πράγματι στις 11:30 μ.μ. τον κατέβασε με ένα σχοινί δίνοντάς του μια σωσίβια ζώνη και σχοινί. Και τον είχε δει που κολυμπούσε 50 μέτρα από την πρύμνη. Επίσης κατά τον φίλο του Μανδηλαρά, Γ. Χιωτάκη, πολιτευτή βάσει των μαρτυριών των Ροδίων, ο Μανδηλαράς έφτασε στην παραλία της Λάρδου και προσέφυγε σε μια καλύβα, όπου μια γυναίκα του έδωσε φαγητό. Εν συνεχεία συνάντησε ένα χωρικό, που τον απέστειλε στην πόλη, για να βρεί τον φίλο του πολιτευτή Γ. Χιωτάκη. Ο Χιωτάκης προσπάθησε να τον προσεγγίσει, αλλά έπεσε πάνω σε μπλόκα της χωροφυλακής που έκαναν εξονυχιστικούς ελέγχους και επέστρεψε στην πόλη άπραγος, όπου την επόμενη μέρα διάβασε στις εφημερίδες ότι «πτώμα αγνώστου ανδρός εξεβράσθη στην παραλία Γενναδίου στη Ρόδο», με ξένους σταθμούς επίσης να μεταδίδουν το γεγονός της δολοφονίας του Νικηφόρου Μανδηλαρά.

Όμως πολύ διαφωτιστική είναι η μαρτυρία των ψαράδων που είδαν το πτώμα. Μετά την δικτατορία δήλωσαν ότι το πτώμα δεν ήταν τυμπανισμένο και συνεπώς δεν είχε πνιγεί όπως διετείνετο η χούντα, αλλά βγήκε ζωντανός στην ακτή και δολοφονήθηκε από σφαίρες του στρατού ή της αστυνομίας, που είχαν ζώσει τις ακτές. Την ίδια μαρτυρία είχε καταθέσει και ο υποκελευστής του Λιμεναρχείου Ρόδου Μικές Τροικίλης, που είχε δεί το πτώμα στην ακτή. Τόσο λοιπόν οι ψαράδες, όσο οι Τροικίλης, οι δικηγόροι φίλοι που κατέφθασαν από την Αθήνα, ο ιερέας και οι γιατροί του νοσοκομείου Ρόδου, συμφωνούσαν ότι «το πτώμα έφερε χτυπήματα, το χέρι του ήταν σπασμένο, είχε βαθιά τραύματα από πυροβολισμούς ή στιλέτο και ήταν το αίμα του στα βότσαλα». Ωστόσο οι γιατροί του νοσοκομείου Ρόδου, υπέγραψαν με την καθοδήγηση του φιλοχουντικού ιατροδικαστή Καψάσκη, που εσπευσμένα τον είχαν μετακαλέσει από ο εξωτερικό, ότι ο Νικηφόρος πέθανε από πνιγμό καθώς κατέβαινε με το σχοινί από το πλοίο. Μάλιστα μεταγενέστερα ένας εκ των γιατρών αυτών δήλωσε «Το κείμενο της έκθεσης δεν έγινε με δική μας υπαγόρευση» και ο γιατρός της οικογένειας Μανδηλαρά «οι δυσκολίες της εποχής, δεν επέτρεψαν την ανάμειξή μου». Ενώ άλλοι γιατροί δήλωσαν «Τα αποτελέσματα της τοξικολογικής εξέτασης των πνευμόνων, για να διαπιστωθεί να υπήρξε θαλασσινό νερό μέσα, ουδέποτε τα πληροφορηθήκαμε».

Η νεκρώσιμη ακολουθία και η βεβιασμένη μυστική ταφή του, χωρίς να ενημερωθεί η οικογένειά του για τον θάνατό του, έλαβε χώρα στη Ρόδο, παρουσία του παπά, 30 χωροφυλάκων, και 6 φίλων του, των Γρηγόρη Κασιμάτη, Αχ. Αποστόλου, Ν. Σιδέρη, Γ. Χιωτάκη, Μ. Βιτζηλαίου και της γυναίκας του. Οι οποίοι την προηγούμενη μέρα είχαν δει στο νεκροτομείο το πτώμα του «μελανό, φουσκωμένο, μελανό το μισό κρανίο και το πρόσωπο και μια τρύπα στον αριστερό μαστό». Οι χουντικοί είχαν σχεδιάσει μεθοδευμένα το έγκλημα «θάνατος εκ πνιγμού». Στα 1976 ο Εφέτης Μουλάς μάζεψε αποδεικτικά στοιχεία: Ένα σήμα της 95ης στρατιωτικής Διοίκησης προς το 289 τάγμα Ελληνικής Χωροφυλακής Ρόδου, καθώς οι περίπολοι έψαχναν τον τραγικό αγωνιστή της δημοκρατίας «αναγνωρισθείς εβλήθη υπό περιπόλου» έλεγε εύγλωττα το σήμα.

Πως επήλθε ωστόσο μετά από τη παράθεση όλων αυτών των στοιχείων η δολοφονία του αγωνιστή της δημοκρατίας; Τον συνέλαβε η χούντα στην Αθήνα προτού βρεθεί στο πλοίο, τον δολοφόνησε εν ψυχρώ, τον μετέφερε στο πλοίο «RITA V» ανοιχτά της Ρόδου και τον έριξαν στη θάλασσα; Δολοφονήθηκε μέσα στο πλοίο; Ήβάσει του σεναρίου της χούντας εισήλθε λαθραία στο πλοίο, δόθηκαν οι εντολές και κατεβαίνοντας από το πλοίο με σχοινί, χτύπησε στα τοιχώματα του πλοίου, απώλεσε τις αισθήσεις του και πνίγηκε. Κατόρθωσε να βγει ζωντανός στην ακτή και εν συνεχεία δολοφονήθηκε εν ψυχρώ; Αλλά ας δούμε τι έγινε και με τον αμφιλεγόμενο πλοίαρχο Πόταγα. Παρουσιάστηκαν στοιχεία βασανισμού του στις φυλακές της Ρόδου και η αδελφή του κατέθεσε ότι στη Νότια Αφρική που κατέφυγε, «αυτοκτόνησε» με περίστροφο, 8 μήνες μετά την δολοφονία του Μανδηλαρά, ενώ η χούντα μετέδιδε, ότι σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα.

Αλλά πολύ χαρακτηριστικό και εμβληματικού χαρακτήρα θα λέγαμε, ήταν μετά την πτώση τους χουντικής ανομίας των Αθηνών τον Σεπτέμβριο του 1974, το άρθρο του μεγάλου δημοκράτη Γιώργου Φάτση στα «Νέα», ήτοι «πρέπει να αποκαλυφθεί και να εξουδετερωθεί ο μηχανισμός που λειτούργησε για την εξόντωση του Νικηφόρου Μανδηλαρά, ο μηχανισμός που βρίσκει τρόπους να εξουδετερώνει την ελληνική λεβεντιά».

Νικηφόρος Μανδηλαράς Τάφος

Τον Μάιο του 1983 στην γενέτειρα του μεγάλου αγωνιστή της δημοκρατίας και λαμπρού της τέκνου, στην Κόρωνο της Νάξου, έλαβαν χώρα τα αποκαλυπτήρια της προτομής του. Στην αγαπημένη του Νάξο, που τόσο είχε παλέψει από κάθε κοινωνικό μετερίζι, για την κοινωνική ευημερία και την δημοκρατική της ανασυγκρότηση.

Και στις 15 Ιουνίου 1983, πραγματοποιήθηκε η μετακομιδή των λειψάνων του, από τη Ρόδο στο Α’ νεκροταφείο Αθηνών, ακριβώς δίπλα από τον άλλο μεγάλο αγωνιστή της δημοκρατίας Γρηγόρη Λαμπράκη. Για να εκπέμπουν διαχρονικό από το ιερό τους μνήμα στην Αθήνα και οι δυο – μέσα από την χυδαία δολοφονία τους εν είδει Λατινικής Αμερικής – το διαρκές ιδεοφόρο σήμα τους για το ήθος και την ιδέα της δημοκρατίας, αλλά και τους διαρκείς και αέναους αγώνες του μαρτυρικού λαού μας, για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τη δημοκρατική του χειραφέτηση.

*Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος, είναι υποψήφιος Βουλευτής του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, στην Α’ Αθηνών
www.panosavramopoulos.blogspot.gr

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ