Μονή Σινά: Η αναλλοίωτη κιβωτός της Ελληνορθόδοξης παράδοσης

Γιώργος Πιτσινέλης
Επίκουρος Καθηγητής Βυζαντινής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του ΕΚΠΑ

Η Ιερά Μονή Σινά, κτισμένη στους πρόποδες του θεοβάδιστου όρους Χωρήβ, έχει εντυπωσιακή πράγματι παρουσία θρησκευτικής, πνευματικής και φιλάνθρωπης ζωής, που συνεχίζεται επί αιώνες, καταγράφοντας ένα άλλο Ελληνορθόδοξο θαύμα.

Γράφει ο Γιώργος Πιτσινέλης*

Η Μονή είναι γνωστή ως η Μονή του Ιουστινιανού, γιατί ο μεγάλος αυτός Αυτοκράτορας του Βυζαντίου ανοικοδόμησε τα τείχη, το καθολικό και τις λοιπές εγκαταστάσεις της μεταξύ των ετών 548 και 565. Ο Ιουστινιανός έκτισε τη νέα Μονή κατά παρακλήση Σιναϊτών ασκητών που ήδη ζούσαν εκεί οργανωμένο βίο.

Μέσα στα τείχη της περιέκλεισε και τον προϋπάρξαντα μικρό ναό της Θεοτόκου, καθώς και το οχυρό – πύργο, τον οποίο κατά την παράδοση είχε ανοικοδομήσει η Αγία Ελένη τον 4ο αι. (330-335) για την προστασία των εκεί ασκούμενων μοναχών. Άρα δικαίως η Μονή της Αγίας Αικατερίνης θεωρείται ως η αρχαιότερη σήμερα εν λειτουργία Μονή του Χριστιανικού κόσμου.

Στους μακρούς αιώνες του βίου της η Μονή επέδειξε πνευματική δραστηριότητα μεγάλη και ανέδειξε μορφές μαρτύρων της πίστεως, ασκητών, αρχιεπισκόπων, πατριαρχών. Ανέδειξε υπερασπιστάς του δόγματος, συγγραφείς ασκητικών συγγραμμάτων, πρόμαχους της Ορθοδοξίας και της Ελληνικής παράδοσης.

Η πνευματική αυτή και ασκητική παράδοση συνεχίζεται αβίαστα έως σήμερα και έχει αναδείξει την Μονή σε πολιτιστικό και πνευματικό κέντρο με παγκόσμια ακτινοβολία και με ορισμένα γνωρίσματα, τα οποία την καθιστούν μοναδική:

  • Είναι, όπως προαναφέραμε, η αρχαιότερη εν λειτουργία Μονή της Ορθοδοξίας και είναι πράγματι συγκινητικό σήμερα το άκουσμα της δεήσεως κατά τις λειτουργίες “έτι δεόμεθα υπέρ αναπαύσεως των μακαρίων και αοιδίμων κτητόρων της Ιεράς Μονής ταύτης Ιουστινιανού και Θεοδώρας των αειμνήστων βασιλέων”, δέηση που επαναλαμβάνεται χωρίς διακοπή από τον 6ο αι. Η Μονή αυτή κάτω από αντίξοες συνθήκες διατήρησε την Ελληνικότητά της αλώβητη, παρά το γεγονός ότι από το 633 το Σινά είχε ήδη καταληφθεί από τους Άραβες και έκτοτε ζει συνεχώς υπό ξένη αλλόθρησκη κατοχή. Τούτο το οφείλει απολύτως στις δικές της ικανότητες. Είναι μοναδική η διπλωματική στάση που τήρησαν οι Σιναΐτες μοναχοί, με την οποία πέτυχαν να αποσπάσουν τον σεβασμό και την προστασία του Μωάμεθ, των Αράβων, των Τούρκων (από το 1517) και των Αιγυπτίων, χάρη στον περίφημο «Αχτιναμέ», που τους παραχώρησε ο Ιδρυτής του Μωαμεθανισμού και που περιέχει τα προνόμια της Μονής. Αλλά και των ομοθρήσκων Παπών και της Δυτικής Εκκλησίας κέρδισαν την υποστήριξη οι Σιναΐτες, χωρίς να αποστούν της Ορθοδοξίας ή να προβούν σε υποχωρήσεις ή παραχωρήσεις. Έτσι π.χ. ο Πάπας Ονώριος ο Γ΄ με βούλα του το 1217 ανέλαβε υπό την προστασία του ολόκληρη την κτηματική περιουσία του Σινά στην Ανατολή (Αίγυπτο, Χερσόνησο Σινά, Παλαιστίνη, Συρία, Κρήτη, Κύπρο, Κωνσταντινούπολη).
  • Η Μονή κτισμένη στο σταυροδρόμι, όπου και σήμερα συναντώνται τρεις θρησκείες, Χριστιανική-Εβραϊκή-Μωαμεθανική, υφίσταται συνεχώς την επίδραση των διερχομένων και των εκάστοτε κατακτητών και συνομιλεί μαζί τους, αναπτύσσει αγαθές σχέσεις και στενή συνεργασία με τους Μωαμεθανούς της περιοχής, υποδέχεται τους Σταυροφόρους που εγκαθίστανται εκεί και μέσα στα τείχη της, δέχεται στις τάξεις της αλλοεθνείς μοναχούς και όμως παραμένει «χωνευτήριο» μοναδικό, μέσα από το οποίο αναδύεται κάθε φορά μία και μοναδική σύνθεση, αυτή της Ελληνορθόδοξης παράδοσης.
  • Κατά τον 8ο αι. το Σινά προάγεται σε επισκοπή και αργότερα σε αρχιεπισκοπή. Ουσιαστικά είναι η πιο μικρή αρχιεπισκοπή και η πιο μεγάλη Μονή της Ορθοδοξίας.
  • Η φήμη της Μονής ήταν και παραμένει παγκόσμια. Εκτός από τους στενούς εκκλησιαστικούς και εθνικούς δεσμούς, που την συνέδεαν με την Κωνσταντινούπολη και μετά την κατάκτηση της περιοχής της από τους Άραβες, αμέτρητες είναι οι μαρτυρίες για τον σεβασμό που επέδειξαν προς αυτήν οι ηγεμόνες της Ευρώπης, δυτικοί και ορθόδοξοι, καθώς και για την δαψιλή βοήθειά τους σε ώρες ένδειας και ανάγκης. Κυριότερη αιτία για την ευμενή αυτή μεταχείριση: η λατρεία της Αγίας Αικατερίνης, από τη μεταφορά των λειψάνων της τον 9ο αι., γνωστή ήδη στη Δύση από τον 11ο αι. με τους σταυροφόρους, η λατρεία της κυριάρχησε στην Ευρώπη, όπου ανοικοδομήθηκαν πολυάριθμοι ναοί, ιδρύθηκε το Ιπποτικό τάγμα της Αγίας Αικατερίνης κατά τον 12ο αι. με σκοπό την προστασία του τάφου της και των προσκυνητών του, δημιουργήθηκε η Αδελφότητα της Αγίας Αικατερίνης στην Γαλλία, για την περίθαλψη ασθενών, ενώ Φιλοσοφικές Σχολές ανακήρυξαν την Αγία Προστάτιδά τους. Έτσι θεωρήθηκε στη Δύση ως προστάτις των Φιλοσοφικών σπουδών και των φοιτητών.
  • Γλύπτες και διαπρεπείς ζωγράφοι απεικόνισαν την Αγία και το μαρτύριό της. Τη Μονή ζωγράφισε και ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, ο οποίος κατά την παράδοση τα πρώτα μαθήματα της ζωγραφικής τα διδάχθηκε σε σιναϊτικό μετόχι της Κρήτης. Η Βενετία προστάτευσε τα συμφέροντα της Μονής στην Κρήτη και αλλού, η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Γαλλία, η Γερμανία και άλλες χώρες πρόσφεραν ηθική και υλική βοήθεια προς αυτήν. Τα πλοία, τα οποία ύψωναν με την άδειά της τη σημαία της Μονής, λευκή με την εικόνα και το μονόγραμμα της Αγίας Αικατερίνης, έπλεαν ανενόχλητα. Ο Μ. Ναπολέων, κατά την εκστρατεία του στην Αίγυπτο εξέδωσε, στις 19 Δεκεμβρίου του 1798, επίσημο θέσπισμα υπέρ της Μονής, την οποία χαρακτηρίζει ως “Οικουμένην υπ’ ανδρών πεπαιδευμένων και πεπολιτισμένων, εν μέσω γης ερήμου”. Οι ηγεμόνες του ορθοδόξου πληρώματος της Ρωσίας, της Γεωργίας, της Μολδοβλαχίας, της Σερβίας, έστελναν άφθονα τα δώρα τους στη Μονή, την προίκιζαν με χρυσόβουλα και άλλα έγγραφα και δώριζαν σε αυτήν πλούσια μοναστήρια στην επικράτειά τους, καθώς και ναούς και κτήματα, για να συναποτελέσουν αυτά μαζί με τα ευρισκόμενα στα ελληνικά εδάφη, τα περίφημα Μετόχια της Μονής διεσπαρμένα σε Ανατολή και Δύση.
  • Τα διασωθέντα συγγράμματα Σιναϊτών πατέρων είναι πηγή γνώσης για την ιστορία της περιοχής, τα περιεχόμενα σε αυτά παραγγέλματα υπήρξαν πρότυπο για τον ασκητικό και μοναστικό βίο και η δογματική διατύπωση για την καταπολέμηση των αιρέσεων. Στον 7ο αι. ακμάζει ο ηγούμενος της Μονής Ιωάννης, ο συγγραφέας της Κλίμακος, που είναι έργο σταθμός στην ασκητική φιλολογία.
  • Διαθέτει την αρχαιότερη σε λειτουργία μοναστηριακή βιβλιοθήκη του χριστιανικού κόσμου, αλλά και την πλουσιότερη σε αριθμό ξενόγλωσσων χειρόγραφων: υπερβαίνουν τις 4500 οι χειρόγραφοι κώδικες, από τους οποίους οι περί τις 2000 είναι ξενόγλωσσοι. Οι ποικίλοι ξενόγλωσσοι χειρόγραφοι κώδικες διαφωτίζουν την ιστορία των αλλοεθνών μοναχών που κατά καιρούς μόνασαν στο Σινά και διασώζουν σε μετάφραση έργα Ελλήνων συγγραφέων, άγνωστα από άλλες πηγές. Στη Μονή σώζονται ιστορημένα χειρόγραφα, που χρονολογούνται στον 8ο και 9ο αι., τα οποία γράφτηκαν και ιστορήθηκαν στο Σινά. Το γεγονός αυτό μαρτυρεί την ύπαρξη βιβλιογραφικού εργαστηρίου και μιας μορφής βιβλιοθήκης που φυλάσσονταν αυτά. Τα ιστορημένα χειρόγραφα συμβάλλουν στη μελέτη της εικονογραφίας, η γραφή των κωδίκων στην παλαιογραφική έρευνα, το περιεχόμενό τους δείχνει το ενδιαφέρον των Σιναϊτών, οι πολύτιμοι πάπυροι φωτίζουν την έρευνα για τα πρώτα χρόνια της ζωής της Μονής. Μοναδικό επίσης χαρακτηρίζεται και το αρχείο της. Η μοναδικότητά του έγκειται στη χρονική διάρκεια την οποία καλύπτει, και στην ποικιλία των γλωσσών, στην οποία έχει συνταχθεί μεγάλος αριθμός εγγράφων. Εντυπωσιακή σε πλούτο η βιβλιοθήκη των εντύπων της, βοήθησε πολλούς από τους μοναχούς να σπουδάσουν, μια και κατά τις αποδημίες τους στην Κρήτη, την Πατμιάδα σχολή και αλλού οι νέοι μοναχοί έπαιρναν μαζί τους, με άδεια της σύναξης, και ορισμένα βιβλία από αυτήν.
  • Κοινή διαπίστωση όλων των μελετητών είναι ότι οι φορητές εικόνες του Σινά αποτελούν παγκοσμίως μοναδική συλλογή, όπου ο ερευνητής μπορεί χωρίς διακοπή να μελετήσει την εξέλιξη της εικονογραφίας από τον 6ο αι. έως και σήμερα. Σχεδόν όλες οι σχολές της βυζαντινής εικονογραφίας, από τον 6ο αι. έως και τον 17ο και τον 18ο αι. αντιπροσωπεύονται στη Μονή. Αν όμως η σημασία των εικόνων του Σινά είναι αναντικατάστατη για τους ειδικούς, εξίσου σπουδαία είναι και για τους πιστούς, γιατί τους βοηθούν να επικοινωνήσουν με το Θείο χωρίς να έχουν καν υπόψη τους τις λεπτές Θεολογικές διακρίσεις. Έργα τέχνης οι εικόνες, αλλά ταυτόχρονα αντικείμενα λατρείας και διδαχής για τους πιστούς, υποβάλλουν με την παρουσία τους στη Μονή, η οποία, εκτός από αποδέκτης εικόνων-αφιερωμάτων προερχόμενων από διάφορα καλλιτεχνικά κέντρα, δημιούργησε και δικό της εργαστήριο με ξεχωριστή τεχνοτροπία, δείγμα και αυτό της έμπνευσης, αλλά και της συνθετικής και αφομοιωτικής ικανότητας των Σιναϊτών.
    Είναι τέλος η μόνη Ελληνική Μονή, της οποίας η φρουριακή αρχιτεκτονική των τειχών, με ό,τι αυτά περιβάλλουν, δεν έχει ποτέ καταστραφεί ολοσχερώς από τον 6ο αι. μέχρι σήμερα, μνημείο ανεπανάληπτο για τους αρχαιολόγους μελετητές και αρχιτέκτονες.

Κυρίως όμως αναλλοίωτο παρέμεινε το καθολικό της με τα εξαιρετικά αρχιτεκτονικά μέλη της και με το ανυπέρβλητο στη σύνθεση και τεχνική ψηφιδωτό της Μεταμορφώσεως του Κυρίου, της αψίδας του ιερού, δείγμα και αυτό της ψηφοθετικής και καλλιτεχνικής ιδιοφυίας του άγνωστου καλλιτέχνη δημιουργού. Οι καλλιτεχνικοί θησαυροί, που φυλάσσονται σήμερα στη Μονή και στα διάφορα Μετόχια της, εικόνες, ιστορημένα χειρόγραφα, κώδικες θεολογικού και λειτουργικού περιεχομένου, τοιχογραφίες, ψηφιδωτά, έργα χρυσοκεντηρικής (άμφια, επιτάφιοι κλπ.), μεταλλοτεχνίας (μίτρες, σταυροί, θυμιατά, πολυέλαιοι, δισκοπότηρα κλπ.), δημιουργήματα πίστης και θρησκευτικής ευλάβειας, δεν πρέπει ποτέ να θεωρηθούν ως αντικείμενα μόνο μουσειακής αξίας. Όλα χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται ως χρηστικά ή λατρευτικά έργα και ως τέτοια πρέπει κυρίως να αντιμετωπίζονται.

Ίσως δεν είναι άμοιρο σημασίας το γεγονός ότι τέσσερεις περίπου αιώνες μετά την ανοικοδόμηση της Μονής Σινά από τον Ιουστινιανό ο όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης με την υλική και ηθική στήριξη ενός άλλου Βυζαντινού αυτοκράτορα, του Νικηφόρου Φωκά, ίδρυσε τη Μονή της Μεγίστης Λαύρας στην χερσόνησο του Άθω και ο όσιος Χριστόδουλος, μετά από πέντε αιώνες περίπου, με την άδεια και τη βοήθεια του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ του Κομνηνού, έκτισε την Μονή του Αγίου Ιωάννου στην Πάτμο. Ο γεωγραφικός άξονας Σινά-Πάτμος-Άγιον Όρος διαπερνά κυριολεκτικά το κέντρο του Ελληνισμού, το Αιγαίο. Η παρουσία και η προσφορά των μοναστικών αυτών κέντρων με τον αδιάλειπτο βίο τους από την ημέρα της ίδρυσής τους μέχρι σήμερα, καταδεικνύει τη σπουδαιότητά τους για την Ορθοδοξία, την Ελληνική παράδοση και επομένως για την ζωή του γένους μας.

Πηγή: Κ. Α. Μανάφη, Εισαγωγή στη εκδοτική σειρά: Σινά. Οι θησαυροί της Μονής, έκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1990.

*Ο Γιώργος Πιτσινέλης είναι Επίκουρος Καθηγητής Βυζαντινής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του ΕΚΠΑ

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ