Ζωντανεύει η Thomas Cook – Η μέση ταξιδιωτική δαπάνη των τουριστών που επιλέγουν τη χώρα μας

Τον Σεπτέμβριο του 2019, ένας από τους μεγαλύτερους ταξιδιωτικούς κολοσσούς της Ευρώπης, με μεγάλη «έκθεση» και στην Ελλάδα, καταρρέει, αφήνοντας πίσω του τεράστιες ζημιές στις τουριστικές επιχειρήσεις και προκαλώντας μεγάλη ανατροπή στο σύστημα τροφοδοσίας της χώρας με επισκέπτες. Δυόμισι χρόνια αργότερα, η Thomas Cook, έχοντας μάθει από τα λάθη του παρελθόντος, όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά ο Αλαν Φρεντς, διευθύνων σύμβουλος του άλλοτε ισχυρού tour operator, επανασυστήνεται στην ελληνική αγορά και φιλοδοξεί, αφενός, να καλύψει το χαμένο έδαφος και, αφετέρου, να κερδίσει ξανά την εμπιστοσύνη ταξιδιωτών και επιχειρηματιών, με απώτερο στόχο να πρωταγωνιστήσει εκ νέου σε διεθνές επίπεδο.

Της Εύας Δ. Οικονομακη

Πλέον, η Thomas Cook, υπό τη νέα της μορφή και με διαφορετική ταυτότητα, αποτελεί ένα αμιγώς διαδικτυακό ταξιδιωτικό γραφείο, το οποίο βοηθά τους τουρίστες να συνδυάσουν την πτήση και το ξενοδοχείο που θα τους προσφέρουν τις διακοπές των ονείρων τους.

«Η νέα Thomas Cook συνδυάζει την καλύτερη τεχνολογική καινοτομία με την καλύτερη ανθρώπινη εξειδίκευση στις διακοπές, για να προσφέρει στους πελάτες διακοπές που τους ταιριάζουν», λέει ο CEO της βρετανικής εταιρείας, η οποία τον Δεκέμβριο του 2019, λίγο πριν ξεσπάσει η πανδημία του κορωνοϊού, έκανε επανεκκίνηση, επενδύοντας μόνο στο χτίσιμο της ψηφιακής της παρουσίας. Η βασική ειδοποιός διαφορά της «παλιάς» από τη «νέα» Thomas Cook έγκειται στο οικονομικό μοντέλο που ακολουθεί σήμερα η εταιρεία, βάσει του οποίου τα χρήματα των πελατών θα κατατίθεται σε ένα trust που δεν διαχειρίζεται η ίδια η εταιρεία, η οποία θα είναι σε θέση να τα λάβει αφού έχουν ολοκληρωθεί οι εκάστοτε συμφωνίες και οι διακοπές των ταξιδιωτών. «Λειτουργούμε με βάση ένα μοντέλο εμπιστοσύνης εγκεκριμένο από την CAA (Αρχή Πολιτικής Αεροπορίας του Ηνωμένου Βασιλείου), κάτι που σημαίνει ότι όλα τα χρήματα των πελατών προστατεύονται εκτός της επιχείρησης σε ένα trust, ενώ οι προμηθευτές και οι πελάτες μπορούν να είναι σίγουροι ότι, σε περίπτωση που συμβεί το χειρότερο, τα χρήματά τους είναι ασφαλή και οι διακοπές μπορούν να προχωρήσουν όπως έχουν προγραμματιστεί», τονίζει ο επικεφαλής της Thomas Cook, η οποία πλέον λειτουργεί υπό τον διεθνή όμιλο Fosun Tourism Group.

Ελλάδα Σαντορίνη

Η μέση ταξιδιωτική δαπάνη των τουριστών που επιλέγουν τη χώρα μας για τις διακοπές τους εκτιμάται στα 2.600 ευρώ

Η εταιρεία επί του παρόντος προσφέρει πακέτα διακοπών στην Ευρώπη και στην Αμερική, ενώ στα σχέδια των επικεφαλής της βρίσκεται η ανάπτυξη εξατομικευμένων εμπειριών, ξεφεύγοντας από τη λογική της δημιουργίας ενός συγκεκριμένου πακέτου που θα απευθύνεται σε όλους τους ταξιδιώτες, και ο εμπλουτισμός τους με δραστηριότητες ανά προορισμό. Κρατήσεις Η Ελλάδα ως τουριστικός προορισμός κατέχει εξέχουσα θέση στις πωλήσεις και της νέας Thomas Cook, με δεδομένο ότι το 30% των κρατήσεων που έχουν πραγματοποιηθεί μέσω της εταιρείας προορίζεται για διακοπές σε δημοφιλείς ελληνικούς προορισμούς. Η Ρόδος είναι το πιο δημοφιλές ελληνικό νησί για τους πελάτες της Thomas Cook και ακολουθούν η Κρήτη, η Κως, η Κέρκυρα και η Σαντορίνη. Μάλιστα, η ισχυρή ζήτηση που καταγράφεται φέτος για τα συγκεκριμένα νησιά αποτυπώνεται και στον ρυθμό των κρατήσεων, οι οποίες έχουν ήδη σημειώσει αρκετά μεγάλη αύξηση σε σχέση με το 2021. Συγκεκριμένα, οι κρατήσεις για τη Ρόδο είναι 7 φορές περισσότερες σε σχέση με πέρυσι, τη στιγμή που για την Κω οι κρατήσεις είναι 5,2 φορές περισσότερες και για την Κρήτη ο αντίστοιχος αριθμός φτάνει το 4,6.

Εντονη κινητικότητα καταγράφεται και για τη Σαντορίνη, με τις κρατήσεις να είναι 3,9 φορές υψηλότερες συγκριτικά με το 2021, καθώς επίσης και για την Κέρκυρα, όπου ο αριθμός των κρατήσεων είναι 3,6 φορές μεγαλύτερος σε σχέση με πέρυσι. «Είμαστε πολύ αισιόδοξοι για τις προοπτικές του ελληνικού τουρισμού το 2022. Η Ελλάδα παίζει τεράστιο ρόλο στον παγκόσμιο τουρισμό και ιδιαίτερα για τους ταξιδιώτες της Thomas Cook αποτελεί έναν από τους πιο δημοφιλείς προορισμούς. Είναι στρατηγική μας απόφαση να επεκτείνουμε τις δραστηριότητές μας στην περιοχή συνάπτοντας νέες συνεργασίες με τις επιχειρήσεις της ελληνικής τουριστικής βιομηχανίας», επεσήμανε στο πλαίσιο παρουσίασης της νέας Thomas Cook ο Α. Φρεντς, θέτοντας ψηλά στις προτεραιότητες της εταιρείας την προώθηση της Ελλάδας ως προορισμού καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, καθώς και την ανάδειξη σύγχρονων πρακτικών βιωσιμότητας για το ελληνικό τουριστικό προϊόν.

Σημαντικά ατού για την καθιέρωση εν μέσω πανδημίας της Ελλάδας στους κορυφαίους προορισμούς των ταξιδιωτών διαδραμάτισαν, όπως λέει ο CEO της εταιρείας, η ασφάλεια και η σταθερή και απρόσκοπτη πολιτική που ακολουθήθηκε ως προς τα υγειονομικά πρωτόκολλα και τους ταξιδιωτικούς περιορισμούς. Σύμφωνα, δε, με στοιχεία της εταιρείας, η μέση ταξιδιωτική δαπάνη των τουριστών που επιλέγουν την Ελλάδα για τις διακοπές τους εκτιμάται στα 2.600 ευρώ, με αύξηση 5% σε σχέση με πέρυσι, ενώ το 45% των ταξιδιωτών προτιμά ξενοδοχεία 5 αστέρων και το 58% τείνει να επιλέγει πακέτα all inclusive ξενοδοχείων.

«Ο μέσος όρος των δαπανών στην Ελλάδα είναι 30% υψηλότερος από ό,τι στην Ισπανία, γεγονός που αντικατοπτρίζει το υψηλό επίπεδο των πεντάστερων και των all inclusive ξενοδοχείων στην Ελλάδα. Θέλουμε να εκμεταλλευτούμε πλήρως τις πολλές αεροπορικές εταιρείες στην Ελλάδα και τους τύπους καταλυμάτων για να προσφέρουμε στους πελάτες μας επιλογές και ευελιξία», είπε ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας.

Τόνισε, δε, ότι το νέο ευέλικτο μοντέλο της Thomas Cook δίνει τη δυνατότητα στην εταιρεία να προσφέρει μια τεράστια ποικιλία διακοπών στην Ελλάδα για πελάτες στη Βρετανία και στην Ολλανδία, όπου ξεκίνησε δραστηριότητα πρόσφατα. Πέρυσι, η Thomas Cook κατάφερε να καταγράψει περισσότερες από 25.000 κρατήσεις στη Βρετανία, διευρύνοντας παράλληλα τη βάση του πελατολογίου της με περισσότερους από 100.000 ταξιδιώτες.

Διαβάστε το δημοσίευμα της Realnews

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ