Τι σημαίνει η λατινική λέξη “sic”;

Η λέξη sic είναι λατινική, είναι τροπικό επίρρημα και σημαίνει έτσι (ούτως). Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά μέσα σε παρένθεση, όταν μεταφέρεται κείμενο ή λόγος τρίτου για να τονίσει ότι η μεταφορά είναι πιστή.

Τη λέξη «sic» χρησιμοποιούμε παρενθετικά ή σε αγκύλες, για να τονίσουμε ένα λάθος ή γενικότερα κάτι γλωσσικά ή νοηματικά αδόκιμο ή ανώμαλο σ’ ένα σημείο ξένου κειμένου, το οποίο παραθέτουμε αυτούσιο στο άρθρο.

Χρησιμοποιείται για ιδιαιτερότητες ή λάθη, γλωσσικά ή νοηματικά, του πρωτοτύπου, προκειμένου να τονιστεί ότι τα λάθη ή οι ιδιαιτερότητες προέρχονται από τον αρχικό συγγραφέα και όχι από αυτόν που τα αναπαράγει.

Συχνά χρησιμοποιείται ειρωνικά, όταν πρόκειται για ιδιαιτερότητα που ο αναμεταδίδων θεωρεί λάθος (π.χ. ανορθογραφία), για να επιστήσει την προσοχή του αναγνώστη στο λάθος.

Μάλιστα, για επίταση της ειρωνείας μπορεί να συνοδεύεται και από θαυμαστικό (sic!). Πολλές φορές όμως χρησιμοποιείται χωρίς αξιολογικό χρωματισμό, ιδιαίτερα κατά την αναπαραγωγή λογοτεχνικών κειμένων ή κειμένων με παλαιά ορθογραφία, για να διαλύσει τυχόν αμφιβολίες του αναγνώστη αν πρόκειται για αβλεψία του αντιγράφοντος ή για ιδιαιτερότητα του πρωτοτύπου.

Καμιά φορά χρησιμοποιείται λανθασμένα ως σημείο ειρωνείας για απόψεις τρίτου ακόμα κι όταν δεν αφορά πιστή μεταφορά άλλου κειμένου.

Η λέξη sic χρησιμοποιείται, τόσο στα ελληνικά, όσο και σε άλλες γλώσσες με παρόμοιο τρόπο.

Διαβάστε επίσης:

Η Αθήνα με τα μάτια εκείνων που δεν την είδαν ποτέ…

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ