Αφιέρωμα του Γενικού Επιτελείου Στρατού για την ελληνική αποστολή στον πόλεμο της Κορέας

Του Χρήστου Μαζανίτη

Στο ιστορικό γεγονός του μήνα, το Γενικό Επιτελείο Στρατού (ΓΕΣ) αυτή τη φορά κάνει ειδικό αφιέρωμα στον πόλεμο της Κορέας και τη συμμετοχή της Ελλάδας.

Η Ελλάδα, τον Νοέμβριο του 1950, στο πλαίσιο εφαρμογής των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), συγκρότησε και απέστειλε στη χερσόνησο της Κορέας μία στρατιωτική δύναμη ειδικής σύνθεσης η οποία ονομάστηκε Εκστρατευτικό Σώμα Ελλάδος (ΕΚΣΕ). Η πρώτη, από την ίδρυσή του, ειρηνευτική αποστολή του ΟΗΕ στην Κορέα, σηματοδότησε και την πρώτη συμμετοχή των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων σε πολυεθνικές και γενικά διεθνείς αποστολές υποστήριξης ειρήνης, μετά τον Β΄ ΠΠ.

Μετά τη λήξη του Β΄ΠΠ, η Κορέα, χώρα της ανατολικής Ασίας στην ομώνυμη χερσόνησο, βρέθηκε κοινωνικοπολιτικά διχασμένη σε δύο αντιμαχόμενες «κρατικές» οντότητες, τη Βόρεια και τη Νότια Κορέα και ο γεωγραφικός τους διαχωρισμός είχε οριστεί επί του 38ου Παραλλήλου. Ο διχασμός και η αντιπαλότητα τους ήταν ένα από αποτελέσματα των μειζόνων γεωστρατηγικών ανταγωνισμών της εποχής στην Άπω Ανατολή. Οι προσπάθειες του ΟΗΕ για ενοποίηση τους μέσω πολιτικών διεργασιών απέτυχαν, ενώ παράλληλα από το 1945, η Ρωσία και η Κίνα έθεσαν τη Βόρεια Κορέα υπό την άμεση επιρροή τους. Έτσι, προέκυψε μια περίοδος ψυχρού πολέμου μεταξύ των δύο κρατών μέχρι το 1950. Ταυτόχρονα όμως, από τη Βόρεια Κορέα λάμβαναν χώρα ενέργειες για να επιβληθεί το δικό της πολιτικό καθεστώς και στη Νότια Κορέα. Στις 25 Ιουνίου 1950, η Νότια Κορέα δέχτηκε αιφνιδιαστική εισβολή από δυνάμεις της Βόρειας Κορέας, με αποτέλεσμα την κατάληψη της πρωτεύουσας της Σεούλ, μέσα σε μόλις τέσσερις ημέρες. Η επίθεση αυτή προκάλεσε την άμεση αντίδραση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο την 29η Ιουνίου 1950 αποφάσισε την ένοπλη επέμβαση Διεθνούς Δύναμης, ώστε να αποκατασταθεί η ειρήνη και η ασφάλεια στην περιοχή. Όλα τα κράτη – μέλη του ΟΗΕ, πλην της ΕΣΣΔ και των κρατών – μελών που επηρεάζονταν πολιτικά από αυτή, αποδέχθηκαν τη πρόσκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας και υποστήριξαν τις αποφάσεις του. Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα ως μέλος του ΟΗΕ, ανταποκρινόμενη στην απόφασή του, προχώρησε στη συγκρότηση Ειδικού Εκστρατευτικού Σώματος το οποίο περιελάμβανε δυνάμεις του Στρατού Ξηράς και της Αεροπορίας.

Η χερσαία δύναμη του ΕΚΣΕ αποφασίστηκε τελικά ότι θα ήταν δυνάμεως περίπου 1.000 ανδρών και θα αποτελούνταν από το Επιτελείο – Διοίκηση και ένα ενισχυμένο Τάγμα ΠΖ (ονομαζόμενο ως Τάγμα Εκστρατευτικού Σώματος Ελλάδος). Επικεφαλής του ΕΚΣΕ τοποθετήθηκε ο Συνταγματάρχης (ΠΖ) Δασκαλόπουλος Ιωάννης, ενώ διοικητής του τάγματος ΕΚΣΕ ανέλαβε ο Αντισυνταγματάχης (ΠΖ) Αρμπούζης Διονύσιος.

Οι ενέργειες για την προετοιμασία του ΕΚΣΕ ολοκληρώθηκαν τυπικά την 14η Νοεμβρίου 1950 στις 11:00, όταν σε ειδική τελετή που έγινε εμπρός από το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη στην Αθήνα, ο διοικητής του παρέλαβε από τον βασιλιά Παύλο την πολεμική σημαία. Το απόγευμα της επόμενης ημέρας (15 Νοεμβρίου 1950) το Τάγμα ΕΚΣΕ μεταφέρθηκε σιδηροδρομικώς από την περιοχή στρατωνισμού του στο Ρουφ, στον Πειραιά, όπου και επιβιβάστηκε στο αμερικανικό οπλιταγωγό «Τζένεραλ Χαν». Ύστερα από θαλάσσιο ταξίδι 24 ημερών, την 9η Δεκεμβρίου 1950 κατέπλευσε στο λιμένα Πουσάν (Pusan) της Νοτίου Κορέας, στο νοτιοανατολικό άκρο της χερσονήσου. Η δύναμη του ΕΚΣΕ την συγκεκριμένη χρονική στιγμή ήταν 840 αξιωματικοί και οπλίτες.Κατά το αρχικό χρονικό διάστημα παραμονής στη συμμαχική περίμετρο του Πουσάν στη Νότια Κορέα, συμπληρώθηκαν οι ελλείψεις σε επιχειρησιακά υλικά (οχήματα, ασύρματοι, οπλισμός, πυρομαχικά, υλικά διαβίωσης και μέσα υποστήριξης ΔΜ). Την 14η Δεκεμβρίου 1950, το ΕΚΣΕ μεταστάθμευσε και αναπτύχθηκε στην περιοχή της Σουβόν (Suwon) σε απόσταση τριάντα χιλιόμετρων νοτίως της Σεούλ (Seoul) – η οποία τη δεδομένη χρονική στιγμή βρισκόταν υπό εχθρική κατοχή – όπου και παρέμεινε μέχρι την 30η Δεκεμβρίου 1950, οπότε και μετακινήθηκε για να εισέλθει στον αγώνα.4 Σε όλο το χρονικό διάστημα παραμονής στη Σουβόν, το Τάγμα ασχολούταν με την επιχειρησιακή εκπαίδευση και προπαρασκευή του για την ανάληψη πολεμικής αποστολής .Από την 18η Δεκεμβρίου 1950, το ΕΚΣΕ υπάγεται στο 7ο Σύνταγμα Ιππικού της 1ης Μεραρχίας Ιππικού των ΗΠΑ. Την 30η Δεκεμβρίου 1950 το Τάγμα, κατόπιν διαταγής του 7ου Συντάγματος Ιππικού, κινείται προς την περιοχή Κούμκιο Ρί, 15 μίλια ΒΑ της Σεούλ και βορείως του ποταμού Χάν (Han). Εκεί εγκαθίσταται αμυντικώς, πλαισιωμένο εκατέρωθεν από δύο Αμερικανικά Τάγματα (1ου και 3ου) του ανωτέρω Συντάγματος, με αποστολή την εξασφάλιση της πρωτεύουσας Σεούλ. Το 7ο Σύνταγμα Ιππικού μαζί με το Τάγμα του ΕΚΣΕ, έχοντας ως αποστολή την άμυνα της Σεούλ, υπάγονται πλέον στην 24η Μεραρχία Πεζικού των ΗΠΑ, ενώ το υπόλοιπο της 1ης Μεραρχίας Ιππικού διατίθεται ως εφεδρεία της 8ης Στρατιάς των ΗΠΑ. Κατά την περίοδο αυτή οι δυνάμεις της 8ης Στρατιάς είχαν εγκατασταθεί αμυντικά περίπου κατά μήκος του 38ου Παραλλήλου. Σημαντικός αριθμός κινεζικών δυνάμεων συγκεντρώθηκαν βορείως αυτής της νέας αμυντικής τοποθεσίας και αναλάμβαναν μικρής έκτασης επιθετικές ενέργειες με σκοπό τη διάσπασή της. Την 1η Ιανουαρίου εξαπολύουν γενική επίθεση με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη της Σεούλ.

Το Τάγμα ΕΚΣΕ από την 1η μέχρι την 3η Ιανουαρίου 1951 είχε εγκατασταθεί στην τοποθεσία που του ανατέθηκε στα υψώματα ανατολικά του χωριού Κούμκιο Ρι και ξεκίνησε ευθύς αμέσως μια ιδιαιτέρως επιμελημένη αμυντική οργάνωση της τοποθεσίας. Αυτό επετεύχθη εντός 48 ωρών και το Τάγμα ΕΚΣΕ ήταν έτοιμο να διεξάγει αγώνα σε πλήρως οργανωμένη αμυντική τοποθεσία.

Την 3η Ιανουαρίου, η δυσμενής εξέλιξη για τις συμμαχικές δυνάμεις στον βόρειο και το βορειοδυτικό τομέα, οδήγησε στη διαταγή εκκένωσης της πρωτεύουσας Σεούλ και την αναδίπλωση των στρατευμάτων των Ηνωμένων Εθνών νότια της γραμμής Σεούλ και του ποταμού Χαν Γκαν (Han – Gang). Σε αυτή τη φάση του αγώνα, ανατέθηκε στο Ελληνικό Τάγμα ΕΚΣΕ η αποστολή κάλυψης της σύμπτυξης των τμημάτων του 7ου Συντάγματος Ιππικού από την αμυντική τοποθεσία του Κούμκιο Ρί κατά τον άξονα Σεούλ – Σουβόν. 5

Η εκκένωση της τοποθεσίας ξεκίνησε την 22:00 της 3ης Ιανουαρίου άνευ εχθρικής πίεσης. Το Τάγμα ΕΚΣΕ, μετά την ολοκλήρωση της αποστολής του, συγκεντρώθηκε με υποδειγματική συνοχή και τάξη στον καθορισθέντα χώρο συγκεντρώσεως, ανατολικά της Σεούλ. Εκεί, επιβιβάσθηκε σε αυτοκίνητα και κινήθηκε σύμφωνα με τη διαταγή συμπτύξεως προς Σουβόν, διαμέσου Σεούλ, όπου την 02:00 της 4ης Ιανουαρίου, διέσχισε τη γέφυρα επί του ποταμού Χάν Γκάν, Νοτιοδυτικώς της Σεούλ. Την ίδια ημέρα, και για δεύτερη φορά, τα πρώτα εχθρικά τμήματα εισέβαλαν στην εκενωθείσα πλέον Σεούλ. Η φάλαγγα των συμπτυσσόμενων τμημάτων του 7ου Συντάγματος Ιππικού συνέχισε την κίνηση κατά τον άξονα Σεούλ – Σουβόν – Ιντσόν και στάθμευσε για ανεφοδιασμό στην νότια παρυφή της τελευταίας πόλης περί την 14:00 της ίδιας ημέρας. Η κίνηση συνεχίσθηκε την 17:00 μέχρι το χωριό Τσουντζιού (Chungju), 50 μίλια ΝΑ της πόλης Ιντσόν. Εκεί αφίχθη και το Τάγμα ΕΚΣΕ περί την 01:30 της 5ης Ιανουαρίου, όπου και στρατοπέδευσε σε ένα τοπίο που θύμιζε Σιβηρία, με ένα παχύ στρώμα χιονιού να καλύπτει το έδαφος που έμοιαζε με στέπα. Στο χώρο αυτό, ο στρατιώτης Δρακόπουλος Σταύρος, τη νύχτα 4 προς 5 Ιανουαρίου, απεβίωσε από συγκοπή καρδιάς, λόγω της χαμηλής θερμοκρασίας που επικρατούσε. Ο εν λόγω στρατιώτης, κατά την προπαρασκευή της συμπτύξεως, είχε εντυπωσιάσει τους πάντες με την προσήλωσή του στο έργο του ως διαβιβαστής. Είχε προσπαθήσει να μαζέψει όλο το τηλεφωνικό καλώδιο προκειμένου να μην αφήσει ούτε ένα μέτρο στον εχθρό. Κατάκοπος από την υπερπροσπάθεια που κατέβαλε αμέσως μετά την άφιξή του στην περιοχή της Τσουντζιού ξάπλωσε να ξεκουραστεί, χωρίς να κλείσει ολοσχερώς και μέχρι το κεφάλι τον υπνόσακο. Με το πρώτο φώς την επομένη και παρά τις προσπάθειες των ιατρών του Τάγματος να τον επαναφέρουν στη ζωή, ο στρατιώτης απεβίωσε. Την 5η Ιανουαρίου τελέσθηκε η νεκρώσιμος ακολουθία, παρόντος και εκπροσώπου του Προέδρου των ΗΠΑ.Το 7ο Σύνταγμα Ιππικού μαζί με το Ελληνικό Τάγμα, από την 4η Ιανουαρίου 1951 υπάγονται στην 1η Μεραρχία των ΗΠΑ, στην οποία ανήκε οργανικά. Μέχρι την 7η Ιανουαρίου 1951 έχουν αναχαιτιστεί όλες οι εχθρικές ενέργειες και ο εχθρός έχει συγκρατηθεί στο ύψος περίπου του 37ου παράλληλου. Σε αυτό το χρονικό διάστημα και παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειες του εχθρού για περαιτέρω προώθηση του, οι Συμμαχικές δυνάμεις διατήρησαν σταθερά τις θέσεις τους. Από την 5η μέχρι τη 14η Ιανουαρίου το Ελληνικό Τάγμα ασχολήθηκε με την ανασυγκρότησή του και την εκπαίδευση του προσωπικού του. Σύμφωνα με τον Διοικητή της 24ης Μεραρχίας, Τζών Χ. Τσέρτς (John H. Church), ο οποίος περιήλθε ολόκληρη την αμυντική τοποθεσία του Τάγματος, η οργάνωση και εκτέλεση των αμυντικών έργων, από τους αξιωματικούς και οπλίτες του Ελληνικού Τάγματος, υπήρξε υποδειγματική. Τα αποτελέσματα της επιθεωρήσεως καθώς επίσης και τα συμπεράσματά του τα κοινοποίησε στην 1η Μεραρχία Ιππικού των ΗΠΑ και τις λοιπές Συμμαχικές Μονάδες του αμυντικού τομέα της Σεούλ, προβάλλοντας το Ελληνικό Τάγμα ως παράδειγμα προς μίμηση.Το Εκστρατευτικό Σώμα Ελλάδας, από την άφιξη του στην Κορέα και την πρώτη του πολεμική αποστολή ως μέρος της Πολυεθνικής Ειρηνευτικής Δύναμης του ΟΗΕ, ανέδειξε με τον καλύτερο τρόπο τις πολεμικές αρετές του Έλληνα μαχητή, για άλλη μια φορά μετά τα πρόσφατα πολεμικά γεγονότα του Β΄ΠΠ και σε διεθνές πλέον επίπεδο, επιβεβαιώνοντας την ένδοξη φήμη του Ελληνικού Στρατού από τις πρώτες στιγμές και πολύ πριν τους απαράμιλλους ηρωισμών αγώνες των χιλιάδων7 Ελλήνων στρατιωτικών που υπηρέτησαν στις τάξεις του τα επόμενα 5 έτη κατά τις αιματηρές μάχες που θα ακολουθήσουν στα υψώματα της Κορέας: 381 (29 Ιανουαρίου 1951), 326 (7-8 Μαρτίου 1951), «Σκότς» 313 (3-10 Οκτωβρίου 1951) και «Χάρρυ» (17-18 Ιουνίου 1953).

Για βιβλιογραφία, περισσότερο φωτογραφικό υλικό και σχεδιαγράμματα μπορείτε να επισκεφθείτε την ειδική ενότητα στην ιστοσελίδα του ΓΕΣ.

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ