Νίκος Ξυλούρης – Μάρκος Βαμβακάρης: Η μέρα που έβαλε ο θεός σημάδι… – Η άγνωστη ιστορία της «Μπαλάντας του κυρ Μέντιου»

Μέρα θλίψης η 8η Φεβρουαρίου, καθώς έχει συνδεθεί με την τραγωδία στην Θύρα 7, αλλά  και τον θάνατο δύο σπουδαίων ανθρώπων της μουσικής. Είναι η ημερομηνία που «έβαλε ο θεός σημάδι» τον Νίκο Ξυλούρη το 1980 και τον Μάρκο Βαμβακάρη το 1978.

Ήταν 8 Φεβρουαρίου 1980 όταν πέθανε ο Νίκος Ξυλούρης, ο «Αρχάγγελος της Κρήτης». Είχε γεννηθεί στα Ανώγεια Ρεθύμνου στις 7 Ιουλίου 1936 και συγκεκριμένα στο χωριό Μυλοπόταμος. Η οικογένειά του είχε παράδοση στη μουσική και είχε βγάλει πολλούς καλούς και γνωστούς λυράρηδες.Όταν ήταν πέντε ετών, οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό του και μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους μεταφέρθηκαν σε χωριό της επαρχίας Μυλοποτάμου, όπου παρέμειναν μέχρι και την απελευθέρωση της Κρήτης. Στα 17 του πήρε την απόφαση να μετακομίσει στο Ηράκλειο και έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο «Κάστρο».

Με δυσκολία κατάφερνε να βγάζει τα προς το ζην, καθώς η ευρωπαϊκή μουσική είχε κάνει «έφοδο» στη νυχτερινή ζωή και η μουσική του δεν έβρισκε ανταπόκριση.

Η αναγνωρισιμότητα και η καταξίωση ήρθαν αργά και σταδιακά, όταν οι κάτοικοι της Κρήτης άρχισαν να τον προτιμούν για τα γλέντια τους. Τον Νοέμβριο του 1958 ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο με τίτλο «Μια μαυροφόρα που περνά». Ο δίσκος αγαπήθηκε από το κοινό κι έτσι ο Νίκος ηχογράφησε κι άλλα τραγούδια σε δίσκους των 45 στροφών. Το 1969 ηχογράφησε με μεγάλη επιτυχία το δίσκο «Ανυφαντού» και λίγους μήνες αργότερα εμφανίστηκε και πάλι σε Αθηναϊκό μουσικό κέντρο.

Κομβικής σημασίας για την καριέρα του ήταν η γνωριμία με τον ποιητή και σκηνοθέτη Ερρίκο Θαλασσινό και τον συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο. Έτσι, ξεκίνησε μια λαμπρή συνεργασία, με το δίσκο «Χρονικό» και τα «Ριζίτικα». Το 1971 ξεκίνησε κοινές εμφανίσεις με τον Γιάννη Μαρκόπουλο στη μπουάτ «Λήδρα» και η φωνή του έγινε σύμβολο της αντίστασης. Εκείνα τα χρόνια συνεργάστηκε στενά με τον Θρακιώτη τραγουδοποιό Θανάση Γκαϊφύλλια στις μπουάτ της Πλάκας και σε συναυλίες σε όλη την Ελλάδα. Το καλοκαίρι του 1973 τραγούδησε στο θεατρικό έργο «Το μεγάλο μας τσίρκο» με πρωταγωνιστές τον Κώστα Καζάκο και την Τζένη Καρέζη στο θέατρο “Αθήναιον”. Η μουσική ήταν του Σταύρου Ξαρχάκου.

Τότε ήταν που διαγνώστηκε με καρκίνο στους πνεύμονες, με μετάσταση στον εγκέφαλο. Έδωσε σκληρό και πολυετή αγώνα με την επάρατη νόσο, όμως τελικά έχασε τη μάχη για τη ζωή στο Αντικαρκινικό Πειραιώς στις 8 Φεβρουαρίου 1980, σε ηλικία μόλις 43 χρονών. Ήταν παντρεμένος με την Ουρανία Μελαμπιανάκη, με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά.

Στα αξιοσημείωτα το γεγονός ότι ένα από τα πιο εμβληματικά τραγούδια του Νίκου Ξυλούρη «Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου» κυκλοφόρησε σε δίσκο μετά τον θάνατο του τραγουδιστή.

Το αλληγορικό ποίημα του Κώστα Βάρναλη, που συμπεριλήφθηκε το 1956 στην ποιητική συλλογή «Τα Ποιητικά», μελοποιήθηκε από τον Λουκά Θάνο το 1974, αλλά  έγινε  ευρύτερα γνωστό μετά το 1980, όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος «Σάλπισμα» του Λουκά Θάνου. Το ποίημα είναι μία σατιρική αφήγηση, που μιλά για τον σκλαβωμένο άνθρωπο, παρομοιάζοντάς τον με τον κυρ Μέντιο, ένα γάιδαρο – σύμβολο της λαϊκής μας παράδοσης. Αν και ο Νίκος Ξυλούρης το τραγουδούσε στις μπουάτ τα προηγούμενα χρόνια, η κυκλοφορία του σε δίσκο το 1980 έμελλε να το βάλει στο στόμα κάθε Έλληνα. Δυστυχώς ο Ξυλούρης δεν πρόλαβε να γευθεί την επιτυχία ενός ακόμη τραγουδιού του.

Ο θάνατος του «πατριάρχη» του ρεμπέτικου

Δύο χρόνια νωρίτερα, στις 8 Φεβρουαρίου 1978 έφυγε από την ζωή ο «Πατριάρχης» του ρεμπέτικου, Μάρκος Βαμβακάρης.

Ρεμπέτης, από τους ακρογωνιαίους λίθους της λαϊκής μουσικής. Γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1905 στον συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας της Σύρου από οικογένεια καθολικών και ήταν ο πρώτος από τα έξι παιδιά του Δομένικου και της Ελπίδας Βαμβακάρη. Η οικογένειά του ήταν φτωχή, έφερε όμως το «μικρόβιο» της μουσικής. Ο πατέρας του έπαιζε γκάιντα και ο παππούς του έγραφε τραγούδια.

Πριν καλά – καλά ξεκινήσει το σχολείο, ο Μάρκος αναγκάστηκε να διακόψει, διότι πήραν τον πατέρα του στο στρατό, και έπιασε δουλειά με τη μητέρα του σε ένα κλωστήριο. Τα επόμενα χρόνια δούλεψε ως χασάπης, εφημεριδοπώλης, οπωροπώλης, λούστρος, και το 1917, σε ηλικία 12 ετών, έφυγε για τον Πειραιά. Αρχικά, εγκαταστάθηκε στα Ταμπούρια κι έπιασε δουλειά ως γαιανθρακεργάτης. Δούλεψε ακόμα ως λιμενεργάτης και ως εκδορέας στα σφαγεία, ενώ τα βράδια σύχναζε στους τεκέδες, όπου το 1924 άκουσε για πρώτη φορά στη ζωή του μπουζούκι. Εντυπωσιάστηκε και μέσα σε ελάχιστους μήνες έγινε ένας από τους καλύτερους αυτοδίδακτους μπουζουξήδες. Την περίοδο αυτή έκανε και τον πρώτο του γάμο με τη Ζιγκοάλα, την οποία όπως έλεγε μίσησε στο τέλος όσο καμία άλλη γυναίκα στον κόσμο.

Το 1925 κατατάχθηκε στο στρατό και όταν απολύθηκε άρχισε να γράφει τα πρώτα του τραγούδια. Έως το 1933 είχε γράψει πάνω από 50 τραγούδια και με την πιεστική παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρη, o Μάρκος Βαμβακάρης γραμμοφώνησε στην Odeon τον πρώτο δίσκο με μπουζούκι στην Ελλάδα, που από τη μία μεριά είχε το «Καραντουζένι» (Έπρεπε να ‘ρχόσουνα μάγκα μες στον τεκέ μας) και από την άλλη μεριά το «Αράπ» (ένα σόλο ζεϊμπέκικο).

Την επόμενη χρονιά δημιούργησε με τρεις φίλους του -τον Γιώργο Μπάτη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελιά- ένα πρωτοποριακό για την εποχή μουσικό σχήμα που ονομάστηκε «Η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς». Ο Μάρκος άνοιξε το δικό του μαγαζί στα Άσπρα Χώματα. Η αστυνομία, όμως, δεν του έδωσε άδεια. Έτσι αναγκάστηκε να το κλείσει και για πρώτη φορά έπειτα από 20 χρόνια ταξίδεψε με τον Μπάτη στη Σύρο. Έπαιξαν μαζί για περίπου δύο μήνες σ’ ένα μαγαζί της παραλίας και όταν γύρισε στον Πειραιά έγραψε τη Φραγκοσυριανή, ίσως το πιο γνωστό τραγούδι του.

Η περίοδος λίγο πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν και η πιο παραγωγική. Τα τραγούδια του έβγαιναν σε δίσκους και ο Μάρκος έγινε περιζήτητος. Αφού περιόδευσε στη Θεσσαλονίκη, στο Βόλο, στη Λάρισα, στα Τρίκαλα και σε πολλές ακόμα πόλεις, άρχισε εμφανίσεις στον Βοτανικό, μαζί με τον Γιάννη Παπαιωάννου, τον Κώστα Καρίπη και τον Στέλιο Κερομύτη.

Με την έναρξη του πολέμου, ο Βοτανικός έκλεισε και ακολούθησαν δύσκολα χρόνια. Το 1941 πέθανε ο αδερφός του Λεονάρδος και το 1942 η μητέρα του Ελπίδα. Την εποχή εκείνη, έπειτα από παρότρυνση της μεγάλης του αδελφής, ο Μάρκος παντρεύτηκε με ορθόδοξο γάμο τη δεύτερη σύζυγό του, τη Βαγγελιώ. Για το γεγονός αυτό αφορίστηκε από την καθολική εκκλησία και μόλις το 1966 του δόθηκε και πάλι η κοινωνία των Καθολικών. Τα δύο πρώτα παιδιά τους χάθηκαν πρόωρα. Το 1944 η Βαγγελιώ γέννησε τον Βασίλη και ακολούθησαν άλλα δύο αγόρια, ο Στέλιος το 1947 και ο Δομένικος το 1949.

Μετά τον πόλεμο, ο Μάρκος Βαμβακάρης άρχισε να βγάζει ξανά δίσκους σε διάφορες εταιρίες και όλοι γίνονταν ανάρπαστοι. Το 1954 αρρώστησε με βαριά αρθρίτιδα και σταμάτησε να παίζει. Όταν θέλησε να επιστρέψει στο πάλκο, όλοι τον είχαν ξεχάσει. Η ελληνική μουσική βιομηχανία τον θεωρούσε «ξεπερασμένο» και δεν τον έπαιρνε κανένας σε κάποιο μαγαζί.

Η κατάσταση άλλαξε δραματικά το 1960, όταν έπειτα από πρωτοβουλία του Βασίλη Τσιτσάνη, κυκλοφορούν από την Columbia παλιά και καινούρια τραγούδια του Βαμβακάρη, τραγουδισμένα από τον ίδιο και από καλλιτέχνες όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέι, η Άντζελα Γκρέκα, ο Στράτος Διονυσίου, κ.ά. Το εγχείρημα σημείωσε τεράστια επιτυχία και ο Μάρκος είχε την ευκαιρία να ξαναδουλέψει στα λαϊκά πάλκα, αλλά και να δώσει συναυλίες σε πρωτόγνωρους για τους ρεμπέτες χώρους. Το 1966 έκανε την εμφάνισή του σε μπουάτ στην Πλάκα, ενώ ακολούθησε η συναυλία στο θέατρο «Κεντρικόν» το χειμώνα της ίδιας χρονιάς και στη συνέχεια πολλές εμφανίσεις στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας.

Στις 8 Φεβρουαρίου του 1972, ο Μάρκος Βαμβακάρης πέρασε στην ιστορία, αφήνοντας μια τεράστια παρακαταθήκη.

Η μοναδική «συνάντησή» τους

Δεν είναι ευρέως γνωστό, αλλά οι δρόμοι των δύο καλλιτεχνών, όπως διαβάζουμε και στο mixgrill, συναντήθηκαν έστω και άτυπα σε ένα δίσκο της Columbia με τίτλο «Τα Ερωτικά» με ερμηνευτή τον Νίκο Ξυλούρη που κυκλοφόρησε το 1977.  Ο δίσκος αυτός περιείχε μερικά τραγούδια που απέκτησαν μεγάλη αναγνωρισιμότητα όπως το «Φιλεντέμ» και το «Όσο βαρούν τα σίδερα» στον οποίο συμμετείχε ως συνθέτης ο Στέλιος Βαμβακάρης, ο δευτερότοκος γιος του Μάρκου Βαμβακάρη. Δύο από τα τραγούδια του δίσκου ήταν συνθέσεις του «πατριάρχη» του ρεμπέτικου και συγκεκριμένα η «Γαϊτανοφρυδούσα» και το «Σ’ Αγάπησα να’ χω Ζωή» τα οποία ερμήνευσε ο Κρητικός καλλιτέχνης.

Με πληροφορίες από Wikipedia και sansimera.gr

 

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ