Μαρία Διακοπαναγιώτου: «Είχα φύγει από το σπίτι, γιατί η μητέρα μου είχε πετάξει ένα μπουφάν»

Στο “Στούντιο 4” παραχώρησε συνέντευξη η ηθοποιός Μαρία Διακοπαναγιώτου και ανάμεσα σ’ άλλα μίλησε για τις δύσκολες στιγμές που έζησε στην δεύτερη καραντίνα.

Ερωτηθείσα για την ψυχοθεραπεία, αποκάλυψε πως ο λόγος για τον οποίο την ξεκίνησε ήταν τα όσα βίωσε στην δεύτερη καραντίνα. Συγκεκριμένα είπε ότι: «Ο λόγος που ξεκίνησα ψυχοθεραπεία είναι γιατί στη δεύτερη καραντίνα έπαθα αγχώδη διαταραχή. Την άκουσα πολύ! Δεν μπορούσα να κάνω πολλά πράγματα πρακτικά. Δεν μπορούσα να βγω έξω, να υπάρχω και μόνη μου στο σπίτι, φοβόμουν μην πεθάνει η μαμά μου και ο σκύλος μου. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, δεν κοιμόμουν. Το πιο σημαντικό ήταν ότι ο ύπνος. Μπορείς να τρελαθείς από την αϋπνία. Δεν ξέρω πόσες μέρες έμεινα χωρίς να κοιμάμαι, αυτό κράτησε αρκετό καιρό, αλλά έπιασα πάτο. Κάποια στιγμή θυμάμαι ότι μίλαγα στον εαυτό μου και τον χαστούκιζα. Μου έλεγα τελείωσες, μέχρι εδώ, δεν έχει τώρα, έγινα πολύ αυστηρή».

Προσθέτοντας πως: «Ήμουν σκληρή μ’ εμένα, αλλά με αγάπη. Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω. Ήταν όλο βάρος που ξύπναγα και που κοιμόμουν. Δεν μπορεί κανείς να σε βοηθήσει αν δεν θες ή δεν βλέπεις, δεν λύνεται. Άκουγα έναν ήχο στο αυτί μου επί τρεις μήνες, ε δεν μπορείς να πεις ότι θα περάσει. Που είναι σοκαριστικό, γιατί υπάρχουν άνθρωποι που είναι χρόνια μ’ αυτό και κάνουν πως δεν είναι τίποτα. Μα πως δεν είναι τίποτα; Αυτό πέρασε με την ψυχοθεραπεία. Πρώτα είχα πάει σε όλους τους γιατρούς για να δω ότι δεν είναι κάτι άλλο, τους πέρασα όλους από πολλές φορές. Έγιναν πολλά πράγματα μαζί. Αλλά αυτό που μου είπαν είναι πως όταν σου συμβαίνουν πολλά μαζί, δεν προλαβαίνει ο νευροδιαβιβαστής να επεξεργαστεί τα δεδομένα, οπότε κρασάρεις! Δεν μου έδινε τίποτα γαλήνη εκείνη την εποχή. Πάλευα για το αν θα ξυπνήσω, αν θα φάω και πως θα βγάλω την μέρα».

Η ηθοποιός αναφέρθηκε στο χωρισμό των γονιών της όταν η ίδια ήταν μόλις 4 ετών και στο πώς την επηρέασε, ενώ μίλησε και για το λόγο που την έκανε να φύγει από το σπίτι της για μία εβδομάδα σε ηλικία περίπου 15 ετών.

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ