Αλέκος Τζανετάκος: Ο ραλίστας του ελληνικού κινηματογράφου – Οι 17 αρραβώνες και το περιστατικό με τα… σκισμένα πουκάμισα

Σαν σήμερα, το 2010, έφυγε από τη ζωή ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ηθοποιούς. Ο Αλέκος Τζανετάκος. Με αφορμή τη συμπλήρωση 12 ετών από τον θάνατό του, η Φίνος Φιλμ παρουσίασε άγνωστες πτυχές της ζωής του.

«Αξιοπρεπής, ευαίσθητος, ευρηματικός και «φαρσαδόρος», ο Αλέκος Τζανετάκος μπορούσε να ερμηνεύσει εξίσου δυναμικά κωμικούς και δραματικούς ρόλους, προσφέροντας σπουδαίες ερμηνείες σε 21 ταινίες της Φίνος Φιλμ.

Εκτός όμως από ξεχωριστός ηθοποιός, ο Αλέκος Τζανετάκος υπήρξε και δεινός ραλίστας. Μάλιστα, έφτασε στο σημείο να συνδυάσει τις δύο μεγάλες του αγάπες – τον κινηματογράφο και το αυτοκίνητο – αφού όπως είχε δηλώσει ο ίδιος «Εγώ ήμουν ο κασκαντέρ για κάθε επικίνδυνη σκηνή με αυτοκίνητο στις ελληνικές ταινίες. Έτρεχα σε αγώνες και ήξερα καλά τα αυτοκίνητα. Φανταστείτε πως όταν ο Φίνος ήθελε να δανείσει τα αυτοκίνητά του για το γύρισμα κάποιας ταινίας, ρωτούσε αν θα είμαι εκεί! Μάλιστα, όταν γύριζα ταινίες μαζί του, με έβαζε να υπογράφω ότι όσο διαρκούν τα γυρίσματα, δεν θα τρέχω σε αγώνες αυτοκινήτων».

Ο Αλέκος Τζανετάκος «έφυγε» σαν σήμερα το 2010 και τον θυμόμαστε μέσα από στιγμές του στις ταινίες «Ένας Μεγάλος Έρωτας», «Το Θύμα», «Νόμος 4000», «Πέντε Χιλιάδες Ψέμματα», «Η Νεράιδα και το Παληκάρι», «Εγωισμός», «Η Ωραία του Κουρέα», «Ένα Κορίτσι για Δύο» και «Μια Τρελλή Τρελλή Οικογένεια».

Ποιος ήταν ο Αλέκος Τζανετάκος

Ο Αλέκος Τζανετάκος γεννήθηκε το 1937 στην Αθήνα. Έμεινε ορφανός από μικρός και μεγάλωσε με τη μητέρα του και τις τέσσερις αδελφές του στα Μανιάτικα του Πειραιά (Τρεις από τις τέσσερις αδελφές του, η Άννα, η Νινή και η Κάσσυ, ακολούθησαν τα χνάρια του με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Τζάνετ). Τελείωσε νυχτερινό γυμνάσιο στον Πειραιά, δουλεύοντας το πρωί ως μεταλλουργός. Σπούδασε υποκριτική στη Δραματική Σχολή του «Θεάτρου Τέχνης- Κάρολος Κουν» και την Ανωτέρα Σχολή Κινηματογράφου του Λυκούργου Σταυράκου.

Στο θέατρο πρωτοεμφανίστηκε το 1957 στο έργο «Οι Δικοί μας Άνθρωποι» των Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου και συνέχισε σε ρόλους κλασσικού ρεπερτορίου, με το Περιφερειακό Θέατρο Θεσσαλονίκης του Κώστα Χατζώκου, σε τουρνέ ανά την Ελλάδα. Καθιερώθηκε ως πρωταγωνιστής στο πλευρό σπουδαίων κωμικών, όπως των Ορέστη Μακρή, Βασίλη Αυλωνίτη, Νίκου Σταυρίδη και Ρένας Βλαχοπούλου.

Η μεγάλη θεατρική του επιτυχία ήταν «Ο τρελός του Λούνα Παρκ» του Γιώργου Λαζαρίδη, που ανέβηκε το 1969 στο θέατρο «Παρκ», του οποίου ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής, με πρωταγωνιστές τον Θανάση Βέγγο και τη Σμαρούλα Γιούλη. Το έργο γνώρισε μεγάλη επιτυχία, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου περιόδευσε ο θίασος.

Στον κινηματογράφο, από όπου έγινε και ευρύτατα γνωστός, εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1956, στην ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου «Η αρπαγή της Περσεφόνης», σε σενάριο Ιάκωβου Καμπανέλη. Στη συνέχεια συνεργάστηκε με τη «Φίνος Φιλμ», με την οποία γύρισε πολλές ταινίες, σε ρόλους «επιπόλαιου νέου», «γκαφατζή» και «καρπαζοεισπράχτορα».

Στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 αποσύρθηκε από το θέατρο και τον κινηματογράφο και ασχολήθηκε με τη συγγραφή σεναρίων για βιντεοταινίες, στις οποίες πρωταγωνίστησε ο ίδιος. Λάτρευε τις γυναίκες (17 φορές αρραβωνιάστηκε, όπως είχε δηλώσει, αλλά ποτέ δεν προχώρησε σε γάμο) και είχε πάθος με τον μηχανοκίνητο αθλητισμό, ο οποίος του χάρισε πολλές επιτυχίες.

Ο Αλέκος Τζανετάκος πέθανε από καρδιακή προσβολή στο «Ιπποκράτειο» της Αθήνας, στις 11 Απριλίου 2010, σε ηλικία 73 ετών. Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας, εξαιτίας ανευρύσματος αορτής.

Το άγνωστο περιστατικό με τις θαυμάστριες

Ένα άγνωστο περιστατικό με τον Αλέκο Τζανετάκο είχε αποκαλύψει ο Λάκης Κομνηνός σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στον Νίκο Χατζηνικολάου και στο “Ενώπιος Ενωπίω”. “Εκείνα τα χρόνια τυπώναμε φωτογραφίες και ήταν δαπανηρό το παιχνίδι αυτό με τα αυτόγραφα. Δεν είναι όπως τώρα με τις selfies και όλα τα κορίτσια που θέλουν κάθονται με το κινητό και δεν παίρνουν φωτογραφία ή αυτόγραφο. Ξοδεύτηκαν πολλά χρήματα, πάρα πολλά χρήματα. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ινδάλματα. Ήταν οι ηθοποιοί του κινηματογράφου, οι οποίοι είχαν μια μαζικότητα ας πούμε, οι ποδοσφαιριστές και λίγο άρχιζαν τότε οι τραγουδιστές. Αυτοί λοιπόν είχαν μπει στο παιχνίδι του κυνηγητού, του ινδάλματος” ανέφερε.

“Και θα σας πω ένα περιστατικό για να το αιτιολογήσω αυτό. Όταν ήμασταν νέοι ηθοποιοί με τον μακαρίτη τον Τζανετάκο, κάναμε πολύ παρέα. Και εξαιρετικός ηθοποιός και στην παρέα. Εκείνη την εποχή οι θίασοι, τα πετυχημένα έργα πήγαιναν στη Θεσσαλονίκη. Ήμασταν μαζί στον θίασο και πηγαίναμε στη Θεσσαλονίκη να συνεχίσουμε τις παραστάσεις. Συμπτωματικά εκείνη την ημέρα, είχαμε ίσα ίσα λεφτά για να πάμε στη Θεσσαλονίκη, όπου θα μας πλήρωναν. Ήταν τσίμα, τσίμα που λέμε. Σταματάμε να βάλουμε βενζίνη με τα τελευταία μας λεφτά, γιατί πηγαίναμε με το αυτοκίνητό του, και πληρώναμε ρεφενέ τα καύσιμα και τα έξοδα. Εκείνη την ώρα σχολάει ένα σχολείο θηλέων και μας πέρνουν χαμπάρι και έγινε εκεί… Μας έσκισαν τα πουκάμισα… Βγάζαμε και υπογράφαμε πάνω στο καπό του αυτοκινήτου τα αυτόγραφα. Οπότε εκεί που υπογράφαμε για να ικανοποιήσουμε τις θαυμάστριες, γυρνάει ο Τζανετάκος και μου λέει ‘ρε συ αν ήξεραν ότι είμαστε με 20 δραχμές στην τσέπη, θα μας ζήταγαν αυτόγραφα;’. Αυτό με σημάδεψε και προσπαθούσα στη ζωή μου αυτό να μην το ξεχάσω” πρόσθεσε.

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ