Ντόρα Μάαρ: Η μούσα του Πικάσο πίσω από τον πίνακα “Γυναικείο κεφάλι” – Ο παράφορος έρωτας και το μοναχικό τέλος

Εννέα χρόνια μετά, εντοπίστηκαν από το Τμήμα Διαρρηκτών της Ασφάλειας Αττικής μέσα σε ρεματιά στην Κερατέα τα κλαπέντα από την Εθνική Πινακοθήκη έργα του Πικάσο και του Μοντριάν. Το ενδιαφέρον στρέφεται ιδιαίτερα στο ξεχωριστό έργο του Πάμπλο Πικάσο, καθώς το είχε φιλοτεχνήσει το 1939 και το δώρισε το 1949 στον ελληνικό λαό ως τιμητική προσφορά για τη γενναία αντίσταση στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Πρόκειται για το “Γυναικείο κεφάλι” και πίσω από αυτόν τον πίνακα κρύβεται η μούσα του σπουδαίου Ισπανού καλλιτέχνη και σύντροφός του για οκτώ χρόνια, Ντόρα Μάαρ.

Η φωτογράφος, ζωγράφος και ποιήτρια υπήρξε η μούσα του Πικάσο για πολλά εμβληματικά έργα του εκείνη την περίοδο της θυελλώδους σχέσης τους, όπως και για τη “Γυναίκα που κλαίει” (The Weeping Woman). Η Γαλλίδα σουρεαλίστρια φωτογράφος φιλοτέχνησε και η ίδια έργα Τέχνης, ενώ συχνά στη διάρκεια της ζωής της έδινε μάχη με την κατάθλιψη. Πέθανε στο Παρίσι σε ηλικία 89 ετών.

Ποια ήταν η Ντόρα Μάαρ

Η Ενριέτ Θεοδώρα Μάρκοβιτς, γνωστή ως Ντόρα Μάαρ, γεννήθηκε στο Παρίσι στις 22 Νοεμβρίου 1907, μοναχοκόρη του Γιόσιπ Μάρκοβιτς, Κροάτη αρχιτέκτονα που σπούδασε στο Ζάγκρεμπ, τη Βιέννη και μετά στο Παρίσι όπου εγκαταστάθηκε το 1896 και της Λουίζ Ζουλί Βουαζίν, από το Κονιάκ της νοτιοδυτικής Γαλλίας, η οποία είχε καθολική ανατροφή. Όταν η Ντόρα ήταν 3 ετών, το 1910, η οικογένεια έφυγε για το Μπουένος Άιρες, ενώ επέστρεψε στο Παρίσι το 1926. Η Ντόρα άρχισε να χρησιμοποιεί το ψευδώνυμό της.

Σπούδασε στη Σχολή Φωτογραφίας, στην Ακαδημία Ζιλιάν και στη Σχολή Καλών Τεχνών. Όταν αυτή σταμάτησε τις δραστηριότητές της η Μάαρ ταξίδεψε σε Βαρκελώνη και Λονδίνο, όπου φωτογράφισε την επίδραση της οικονομικής ύφεσης, που προκάλεσε το κραχ στη Wall Street το 1929. Επιστρέφοντας στο Παρίσι άνοιξε με τη βοήθεια του πατέρα της ένα εργαστήρι, ενώ η ημερομηνία σταθμός στη ζωή της ήταν το 1935, όταν στο τέλος του έτους γνώρισε τον άνδρα που θα σημάδευε τη ζωή της. Η Μάαρ ήταν 29 χρονών και εκείνος 54. Μετά τον χωρισμό τους οκτώ χρόνια μετά νοσηλεύτηκε για κατάθλιψη, ενώ στη συνέχεια αποσύρθηκε στο σπίτι της στη Μενέρμπ που της το είχε χαρίσει ο Πικάσο.

Η θυελλώδης σχέση με τον Πικάσο

Γνωρίστηκαν στο τέλος του 1935. Αρχικά τον είδε ενώ πόζαρε για μία προωθητική καμπάνια της ταινίας του Ζαν Ρενουάρ “The Crime of Monsieur Lange”. Ένιωσε αμέσως μία έλξη για εκείνον, ενώ λίγες ημέρες αργότερα τους σύστησε επίσημα ο κοινός φίλος τους Πολ Ελουάρντ στο Cafe des Deux Magots. Ο συγγραφέας Ζαν Πολ Κρεσπέλ έγραψε για εκείνη την πρώτη συνάντηση των μετέπειτα εραστών: “Η σοβαρή όψη της νεαρής γυναίκας φωτιζόταν από τα ανοικτά μπλε μάτια της, που έμοιαζαν ακόμη πιο χλωμά λόγω των έντονων φρυδιών της: ένα ευαίσθητο πρόσωπο, με φως και σκιά να εναλλάσσονται πάνω του. Κάρφωνε ένα μικρό μυτερό στιλέτο ανάμεσα στα δάχτυλά της, πάνω στο ξύλο του τραπεζιού. Μερικές φορές αστοχούσε και μια σταγόνα αίματος εμφανιζόταν ανάμεσα στα κεντημένα πάνω στα μαύρα γάντια της τριαντάφυλλα. Ο Πικάσο είχε ζητήσει από την Ντόρα να του δώσει τα γάντια της και τα είχε κλειδώσει στη θήκη όπου κρατούσε τα αναμνηστικά του”. Ο Πικάσο γοητεύτηκε από τη σαγηνευτική και μαζοχιστική συμπεριφορά της που έγινε έμπνευσή του για πολλά από τα έργα του σε όλη τη διάρκεια της σχέσης τους, κατά την οποία ο Πικάσο δεν εγκατέλειψε ποτέ τη Μαρί Τερέζ, που ήταν και η μητέρα της κόρης του Μάγια.

Η Μάαρ έβγαζε φωτογραφίες στο στούντιό του στην Grands Augustins παρακολουθώντας όλα τα στάδια της δημιουργίας του εμβληματικού του έργου “Γκερνίκα” από τον Μάιο έως τον Ιούνιο του 1937, προκειμένου να τον βοηθήσει στην εξέλιξη του πίνακα. Αργότερα έγινε το μοντέλο του για το έργο “Monument à Apollinaire”, ως φόρο τιμής στον αείμνηστο ποιητή Guillaume Apollinaire. O Πικάσο συχνά την απεικόνιζε στα έργα του δακρυσμένη αλλά και ως μία γυναίκα βασανισμένη. Ο Ισπανός καλλιτέχνης είχε ως πηγή έμπνευσης τον ισπανικό εμφύλιο και θεωρούσε την Ντόρα ως τη ζωντανή απεικόνιση του πόνου και των μαρτυρίων που βίωσαν οι άνθρωποι εκείνη την εποχή. Πάντως, η Ντόρα δεν εκτιμούσε την απεικόνισή της με αυτόν τον τρόπο. Όταν ρωτήθηκε για τα πορτρέτα που είχε δημιουργήσει ο Πικάσο για εκείνη είχε πει “όλα τα πορτρέτα μου είναι ψέματα. Είναι ο Πικάσο. Κανένα δεν είναι η Ντόρα Μάαρ”.

Η θυελλώδης σχέση τους τελείωσε το 1943, αν και επανασυνδέθηκαν ως το 1946. Λέγεται ότι στα εγκαίνια έκθεσης ζωγραφικής της Ντόρα, ο Πικάσο γνώρισε τη Φρανσουάζ Ζιλό την οποία και ερωτεύτηκε εγκαταλείποντας τη Μάαρ, η οποία και έπεσε σε κατάθλιψη. Αφού νοσηλεύτηκε στην κλινική της Αγίας Άννας, αποσύρθηκε στο σπίτι στη Μενέρμπ, που της χάρισε ο Πικάσο. Έζησε μόνη της εκεί και στράφηκε στον καθολικισμό. Γνώρισε τον ζωγράφο Νικολά ντε Σταλ και ασχολήθηκε με την αφηρημένη ζωγραφική. Οι πίνακες της Μάαρ παρέμειναν άγνωστα μέχρι την πώλησή τους το 1997, δύο χρόνια μετά τον θάνατό της. Πέθανε στις 16 Ιουλίου 1997 Τα τελευταία χρόνια της ζωής της τα πέρασε στο διαμέρισμά της στη Rue de Savoie, στην αριστερή όχθη του Παρισιού. Ήταν 89 ετών. Η ταφή της έγινε στο κοιμητήριο του Bois-Tardieu στο Κλαμάρ, στα νοτιοδυτικά προάστια του Παρισιού.

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ