Ποιος ήταν ο διαβολικός καλόγερος Ρασπούτιν – Η εμμονή με το σεξ, η σχέση του με την Τσαρική οικογένεια και η άγρια δολοφονία του – ΦΩΤΟ – ΒΙΝΤΕΟ

Ένας ακόλαστος, μυστικιστής, καλόγερος που αποπλανούσε γυναίκες και συνέδεσε το όνομά του με αναρίθμητα ερωτικά σκάνδαλα ήταν ο Ρασπούτιν.

Αφού μυήθηκε στη διδασκαλία των «Μαστιγουμένων», μίας αίρεσης, τα μέλη της οποίας,κουκουλοφόροι ή δερόμενοι, μαστιγώνονταν για λόγους μετανοίας ή εξιλέωσης, διαστρέβλωσε τα κηρύγματά της και διατύπωσε το δικό του δόγμα, σύμφωνα με το ο οποίο η σεξουαλική εξάντληση ήταν το καλύτερο μέσο για να φθάσει ο πιστός στην κατάσταση της «θείας αταραξίας», ώστε να βρεθεί πιο κοντά στον Θεό.

Κάπως έτσι το βράδυ της Τρίτης, ο Δημήτρης Παπαγγελόπουλος απαντώντας στον χαρακτηρισμό που του απέδωσαν ως “Ρασπούτιν” υπογράμμισε ότι “ο Ρασπούτιν έμεινε στην ιστορία για κάποια φυσικά του προσόντα και για τη θεωρία του ότι το αχαλίνωτο σεξ οδηγεί στην απόλυτη εξάντληση και μετά στη θέωση. Είναι άλλη μία απόδειξη ότι εγώ δεν είπα ποτέ τον εαυτό μου Ρασπούτιν”.

Για την ιστορία, ο Γκριγκόρι Γιεφίμοβιτς Ρασπούτιν ήταν γιος χωρικών από τη Σιβηρία και παρ’ όλο που πήγε σχολείο, παρέμεινε αμόρφωτος σε σημείο που δεν ήξερε ούτε να γράφει. Οι πνευματικές του αναζητήσεις τον οδήγησαν σε ηλικία 18 ετών σε μοναστήρι, όπου μυήθηκε στη διδασκαλία των «Μαστιγουμένων», μίας αίρεσης, της οποίας τα κηρύγματα διαστρέβλωσε και απέδωσε καθαρά σεξουαλική ερμηνεία. Φεύγοντας από το μοναστήρι πριν γίνει μοναχός, επέστρεψε στο χωριό του και παντρεύτηκε ενώ απέκτησε τέσσερα παιδιά. Το 1901 εγκατέλειψε την οικογένειά του και έγινε προσκυνητής, φθάνοντας μέχρι το Άγιον Όρος και τα Ιεροσόλυμα. Παράλληλα, ανέπτυξε σκανδαλώδη σεξουαλική συμπεριφορά, ενώ στα δύο χρόνια που μεσολάβησαν από τη στιγμή που έφυγε από το χωριό του, κατάφερε να γίνει γνωστός για τις υποτιθέμενες θεραπευτικές του δυνάμεις αλλά και τις σεξουαλικές του επιδόσεις.

Φημισμένος πλέον για τις υποτιθέμενες υπερφυσικές ικανότητές του, έφτασε στην Αγία Πετρούπολη το 1903, όπου κατάφερε να αποκτήσει φανατικούς θαυμαστές σε αριστοκρατικούς κύκλους, καθώς η υψηλή κοινωνία είχε καταληφθεί από μια μανία για τον μυστικισμό και τον αποκρυφισμό.

Το δόγμα του τού χάρισε αναρίθμητες στιγμές απόλαυσης αφού κήρυσσε ότι η σωματική επαφή μαζί του είχε εξαγνιστικά και θεραπευτικά αποτελέσματα. Έτσι, πολλές γυναίκες πέρασαν από το κρεβάτι του. Οι αναφορές για τη διαγωγή του έφταναν στον τσάρο Νικόλαο αλλά εκείνος δεν τις πίστευε και τιμωρούσε με πολιτικούς διωγμούς εκείνους που τις μετέφεραν. Έως το 1911 η συμπεριφορά του Ρασπούτιν είχε πάρει διαστάσεις σκανδάλου και οι ερωτικές ιστορίες για τον ακόλαστο αυτό «καλόγερο» διαδίδονταν με ταχύτητα φωτός. Έπειτα από πιέσεις, ο τσάρος εξόρισε τον ευνοούμενό του, αλλά μετά την επιμονή της τσαρίνας Αλεξάνδρας, αναγκάστηκε να ανακαλέσει την απόφασή του λίγους μήνες αργότερα, καθώς δεν ήταν διατεθειμένος να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή του γιου του ή να δυσαρεστήσει τη σύζυγό του, που ήταν φανατικά πιστή του Ρασπούτιν, επειδή της έλεγε πως ήταν «αγία» και πως τη βλέπει στα όνειρά του με φωτοστέφανο.

Η δύναμη του μυστικιστή και ακόλαστου καλόγερου έφτασε στο απόγειό της μετά το 1915, όταν ο Νικόλαος έφυγε για το μέτωπο κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αναλαμβάνοντας προσωπικά την την ηγεσία του στρατού επειδή ο Ρασπούτιν ισχυρίστηκε ότι είδε όραμα πως σε αντίθετη περίπτωση θα χανόταν ο πόλεμος.

Μένοντας στο πλευρό της αυτοκράτειρας Αλεξάνδρας κατά την απουσία του Νικολάου, ο Ρασπούτιν κατάφερε να ασκεί σημαντική επιρροή διορίζοντας και παύοντας το προσωπικό του κράτους κατά τις επιθυμίες του. Η δύναμη αυτή τον έκανε να παραφέρεται και να αναγκάζει νομάρχες, υπουργούς και διευθυντές να εξευτελίζονται κολακεύοντας τον ευνοούμενο της τσαρίνας. Ο ίδιος ο Ρασπούτιν, αν άλλαζε γνώμη για την ικανότητα κάποιου στελέχους, έπειθε την Αλεξάνδρα να τον διώξει, λέγοντας απλά ότι «μπήκε ο διάβολος μέσα του» και κολακεύοντας ταυτόχρονα τη δική της αφέλεια λέγοντας ότι «βλέπει τον Χριστό να στέκει στο πλάι της».

Η αυξανόμενη υστερία για τον Ρασπούτιν είχε έλθει σε μια εποχή πολέμου, όπου οι ήττες του στρατού και οι στερήσεις βάραιναν πολύ στη συνείδηση όλων ώστε να μην ανέχονται πλέον τη δύναμη ενός ημι-αναλφάβητου αγρότη στην εξουσία. Παράλληλα, οι άνθρωποι που γνώριζαν από κοντά τη συμπεριφορά του έκριναν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος για τη χώρα.

Ακολούθησαν έτσι κάποιες απόπειρες δολοφονίας του Ρασπούτιν, που όμως απέτυχαν. Σύμφωνα με το βιβλίο του Greg King «Ο άνθρωπος που σκότωσε τον Ρασπούτιν» (The Man Who Killed Rasputin), στις 29 Ιουνίου του 1914 όταν εκείνος είχε επισκεφτεί τη γυναίκα και τα παιδιά του στη γενέτειρά του, στη Σιβηρία, του επιτέθηκε με μαχαίρι μία πρώην πόρνη, η Χιονία Γκούσεβα, που είχε γίνει μαθήτρια του μοναχού Ηλιοδώρου. Ο Ηλιόδωρος ήταν κάποτε φίλος του Ρασπούτιν, αλλά τον είχε σιχαθεί λόγω της συμπεριφοράς του προς τη βασιλική οικογένεια, την οποία χρησιμοποιούσε μεν, αλλά μιλούσε άσχημα γι’ αυτήν.

Ο Ηλιόδωρος είχε σχηματίσει μια ομάδα από γυναίκες, τις οποίες είχε βλάψει ο Ρασπούτιν, με σκοπό να τον δυσφημήσει ή και να τον σκοτώσει. Η Γκούσεβα μαχαίρωσε τον Ρασπούτιν στην κοιλιά, κι όταν είδε τα σπλάχνα του να ξεπροβάλλουν φώναξε «σκότωσα τον αντίχριστο!». Όμως ο Ρασπούτιν χειρουργήθηκε και επέζησε. Η κόρη του Μαρία σημείωσε ότι μετά την επέμβαση αυτή δεν ήταν πια ο ίδιος. Συχνά κουραζόταν εύκολα και έπαιρνε όπιο κατά του πόνου. Επίσης, δεν μπορούσε πλέον να μετακινηθεί πουθενά χωρίς την προσωπική του φρουρά.

Η συνωμοσία που στήθηκε για να εξοντώσουν τον Ρασπούτιν οδήγησαν στο να δημιουργηθεί ο θρύλος του και να θεωρείται πανίσχυρος ακόμη και μετά θάνατον.

Στη συνωμοσία συμμετείχαν πρόσωπα του συγγενικού περιβάλλοντος του Τσάρου. Τη νύχτα της 29ης προς την 30ή Δεκεμβρίου 1916, ο σύζυγος της ανιψιάς του Τσάρου, Γιουσούποφ, προσκάλεσε τον Ρασπούτιν στο σπίτι του και του προσέφερε δηλητηριασμένο κρασί και γλυκό. Το τέλος του Ρασπούτιν όμως ήταν εξίσου επεισοδιακό με τη ζωή του. Ενώ ήπιε το δηλητηριασμένο κρασί, ζητά δεύτερο ποτήρι, τρώει και τα γλυκά, όμως δεν δείχνει κανένα ίχνος αδιαθεσίας. Υπάρχει η θεωρία ότι η ζάχαρη εξουδετέρωσε την επίδραση του δηλητηρίου. Έτσι, ο Γιουσούποφ τον πλησίασε και του έριξε μια σφαίρα στην καρδιά. Ο Ρασπούτιν όμως κατάφερε να συρθεί μέχρι την αυλή φωνάζοντας, όπου τον πρόφτασαν και του άδειασαν ολόκληρο γεμιστήρα επάνω του.

Στη συνέχεια, πήραν το σώμα του, το τύλιξαν μέσα σ’ ένα χοντρό ύφασμα, του έδεσαν ένα βαρίδι και το φόρτωσαν σε ένα αμάξι για να το ρίξουν στο παγωμένο ποτάμι. Καθώς το ξεφόρτωναν όμως, διαπίστωσαν ότι το σώμα του ακόμη εκινείτο και την επόμενη μέρα όλη η Ρωσία γνώριζε ότι ο Ρασπούτιν δεν έπαψε ν’ ανασαίνει παρά μόνο μετά το ρίξιμό του στον ποταμό. Αυτό ήταν αρκετό ώστε τα λαϊκά αναγνώσματα να δημιουργήσουν έναν θρύλο γύρω από τον Ρασπούτιν, κάνοντας τους χωρικούς να φοβούνται το στοιχειωμένο πνεύμα του. Υπάρχει ακόμη αναφορά ότι, καθώς έκαιγαν τη σορό του στην πυρά, πολλοί μάρτυρες τον είδαν να “ανακάθεται” μέσα από τις φλόγες, γεγονός που ενίσχυσε τον μύθο που είχε δημιουργηθεί γύρω από το πρόσωπό του. Αυτό βέβαια έχει επιστημονική εξήγηση, καθώς όπως αναφέρεται η σορός του δεν ήταν έτοιμη για αποτέφρωση, διαδικασία που περιλαμβάνει το σπάσιμο των συνδέσμων των οστών. Έτσι, από την υπερβολική θερμότητα αυτές συσπώνται και λυγίζουν και το αποτέλεσμα ήταν η ψευδαίσθηση ότι το πτώμα ανακάθισε στην πυρά.

Με πληροφορίες από τη Βικιπαίδεια

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ