Το φάντασμα της ύφεσης στοιχειώνει την Ευρώπη

Ναπολέων Μαραβέγιας
Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών - τέως Υπουργός , τέως Αντιπρύτανης ΕΚΠΑ

Η Ευρώπη πριν ακόμη απαλλαγεί πλήρως από τον κορονοϊό, αντιμετωπίζει μια νέα απειλή: την οικονομική ύφεση, ως συνέπεια τόσο της πανδημίας, όσο και του πολέμου στην Ουκρανία. Τα προηγούμενα χρόνια, η πανδημία οδήγησε σε παύση οικονομικών δραστηριοτήτων (τουρισμός, εστίαση, ψυχαγωγίας, μεταφορές ανθρώπων κλπ) με αποτέλεσμα την καθίζηση της οικονομίας διεθνώς και στην Ευρώπη. Η αντίδραση, τουλάχιστον των αναπτυγμένων χωρών, να χαλαρώσουν την δημοσιονομική πολιτική τους και να αυξήσουν την προσφορά χρήματος με πολύ χαμηλά επιτόκια, συνέβαλε στην ανάκαμψη το 2021 και στην ανάκτηση του χαμένου ΑΕΠ από την πανδημία.

Όμως ταυτόχρονα, υπήρξε απότομη αύξηση της ζήτησης διεθνώς, λόγω του ανοίγματος της οικονομίας και των συσσωρευμένων αποταμιεύσεων των ανώτερων οικονομικών στρωμάτων, τα οποία είχαν μειώσει τις δαπάνες τους για τουρισμό, εστίαση και αναψυχή. Τα παραπάνω συνδυάστηκαν με την άφθονη χρηματοδότηση από τους προϋπολογισμούς των χωρών και με την πιστωτική επέκταση με μηδενικά σχεδόν επιτόκια από τις κεντρικές τους τράπεζες.

Αυτή η αύξηση της ζήτησης για κατανάλωση και επενδύσεις συνάντησε μια υποτονική προσφορά, λόγω της χαλάρωσης ή/και της διακοπής της παραγωγής εξαιτίας του κορονοιού διεθνώς. Σε ορισμένους κλάδους, όπως σε αυτούς της ενέργειας, των πρώτων υλών και των βασικών αγροτικών προϊόντων, η υπερβάλλουσα ζήτηση οδήγησε άμεσα σε αύξηση των τιμών τους. Μετά από δεκαετίες, εμφανίσθηκε το φαινόμενο του πληθωρισμού ζήτησης. Στη συνέχεια, οι αυξημένες τιμές οδήγησαν σε αύξηση του κόστους παραγωγής όλων σχεδόν των προϊόντων που στηρίζονται στην ενέργεια (φυσικό αέριο και πετρέλαιο) στις πρώτες ύλες (λιπάσματα, μέταλλα κ.α ) και βέβαια στα βασικά αγροτικά προϊόντα ( τρόφιμα).

Οι Κεντρικές Τράπεζες όλων των χωρών θεώρησαν αρχικά το φαινόμενο παροδικό, ως μια διαταραχή της ισορροπίας μεταξύ ζήτησης και προσφοράς που επρόκειτο να αποκατασταθεί σύντομα καθώς η παραγωγή θα αυξάνεται . Όμως το φαινόμενο του πληθωρισμού εντάθηκε στους ίδιους κλάδους (ενέργεια, πρώτες ύλες και αγροτικά προϊόντα) όταν άρχισε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία στο τέλος Φεβρουαρίου του 2022, τόσο για πραγματικούς (μείωση παραγωγής στα αγροτικά προϊόντα και τις πρώτες ύλες) όσο και για ψυχολογικούς κυρίως λόγους (ενέργεια).

Σήμερα, το μεγαλύτερο μέρος του πληθωρισμού οφείλεται στο κόστος παραγωγής και λιγότερο στην υπερβάλλουσα ζήτηση. Έτσι η αύξηση των επιτοκίων με περιστολή της νομισματικής χαλάρωσης που αποφασίστηκε στις ΗΠΑ και στις άλλες αναπτυγμένες χώρες, με σημαντική καθυστέρηση, δεν φαίνεται να έχει σημαντικά αποτελέσματα για τη μείωση του πληθωρισμού.

Αντίθετα, η αύξηση του κόστους του χρήματος οδηγεί στην περιστολή των οικονομικών δραστηριοτήτων, τόσο με τη μείωση της κατανάλωσης όσο και με την αναβολή των επενδύσεων διεθνώς και κυρίως στις αναπτυγμένες χώρες. Έτσι, ο συνδυασμός πληθωρισμού και αναιμικής ανάπτυξης δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα, που απειλεί ολόκληρο τον κόσμο και κυρίως την Ευρώπη, η οποία επιπλέον, προσπαθεί να απεξαρτηθεί από την προμήθεια φυσικού αερίου από τη Ρωσία μετά την εισβολή στην Ουκρανία.

Οι προβλέψεις για το 2022 και το 2023 έχουν ήδη αναθεωρηθεί προς το χειρότερο ενώ υπάρχουν και ακραία σενάρια ύφεσης σε ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία, η οποία κατ’ εξοχήν στήριξε τη μεγάλη βιομηχανική της παραγωγή στο άφθονο και φθηνό φυσικό αέριο της Ρωσίας. Η μείωση της παροχής φυσικού αερίου από τη Ρωσία, πριν η Γερμανία και άλλες ευρωπαϊκές προλάβουν να βρουν εναλλακτικές λύσεις , μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες για την ευρωπαϊκή και ειδικότερα τη γερμανική οικονομία. Η εξυπηρέτηση των γεωπολιτικών στόχων της Ρωσίας φαίνεται να πλήττει κυρίως την Ευρώπη, χωρίς να υπάρχει εμφανής διέξοδος, ενώ η αβεβαιότητα για το μέλλον αυξάνει ακόμη περισσότερο τον κίνδυνο της ύφεσης.

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ