Τροία: Ο μύθος της χαμένης πολιτείας

Η θρυλική Τροία, όπου κατά το έπος εκτυλίχθηκε ο δεκαετής Τρωικός Πολέμος, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με μια πληθώρα επιφανών προσώπων της ελληνικής μυθολογίας: από την Ήρα, την Αθηνά και την Αφροδίτη (αλλά και την εκπάγλου κάλλους Ελένη), ως τον Αχιλλέα, τον Πάρι και τον Οδυσσέα. Το ιστορικό της πτώσης της Τροίας είναι ευρέως γνωστό.

Υπάρχει, όμως, ιστορική βάση στη μυθιστορηματική αφήγηση της τρομερής σύγκρουσης που γέννησε η αγάπη του Πάρι για την Ελένη και η οποία τερματίστηκε με το μεγαλοφυές εφεύρημα του Δούρειου Ίππου;  Έλαβε πράγματι χώρα αυτή η αδυσώπητη πολεμική διαμάχη; Ήταν υπαρκτή η πόλη της Τροίας;

Η αρχή του μύθου

Ο μύθος ξεκινά με τον εορτασμό των γάμων του βασιλιά Πηλέα, ενός από τους Αργοναύτες που πλαισίωσαν τον Ιάσωνα στην εκστρατεία για την αναζήτηση του χρυσόμαλλου δέρατος, με τη Θέτιδα, θεότητα της θάλασσας. Το ζεύγος αμέλησε να προσκαλέσει στη γαμήλια τελετή την Έριδα, θεά της διχόνοιας, όμως εκείνη πήγε στο γαμήλιο γεύμα και πέταξε οργισμένη πάνω στο  τραπέζι με τα εδέσματα ένα χρυσό μήλο, με την εγχάραξη «για την ομορφότερη».

Ήρα, Αθηνά και Αφροδίτη έσπευσαν ταυτόχρονα να αρπάξουν τον καρπό. Την επίλυση της διαμάχης ανέλαβε, με πρωτοβουλία του Δία, ο Πάρις, γιος του βασιλιά της Τροίας Πριάμου, επειδή θεωρούνταν ο πιο όμορφος εν ζωή άνδρας. Η Ήρα υποσχέθηκε στον Πάρι ανυπολόγιστη εξουσία, σε περίπτωση που αυτός επέλεγε εκείνη ως ομορφότερη. Η Αθηνά και η Αφροδίτη, αντίστοιχα, τον δελέασαν με στρατιωτική ισχύ και με την αγάπη της ομορφότερης γυναίκας του κόσμου. Ο Πάρις αποφάσισε να δώσει το χρυσό μήλο στην τελευταία και εκείνη του πρόσφερε την Ελένη, σύζυγο του Μενέλαου της Σπάρτης.

Έτσι, λοιπόν, ο νεαρός διάδοχος ταξίδεψε στη Σπάρτη για να βρει την αγαπημένη του και, μόλις έφτασε στον προορισμό του, έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές στο βασιλικό ανάκτορο. Ενόσω, όμως, ο Μενέλαος έλειπε από το σπίτι σε μια κηδεία, ο Πάρις και η Ελένη διέφυγαν στην Τροία, παίρνοντας μαζί τους σημαντικό μέρος από τα βασιλικά πλούτη.  Όταν επέστρεψε, ο βασιλιάς εξοργίστηκε από τη διαπίστωση της συζυγικής εγκατάλειψης και της υπεξαίρεσης των θησαυρών του. Συγκάλεσε αμέσως σε συμβούλιο τους παλαιούς μνηστήρες της Ελένης, οι οποίοι είχαν στο μεταξύ ορκιστεί να προασπίζουν τη βασιλική σύζευξη. Το συμβούλιο αποφάσισε τη συγκέντρωση και αποστολή στρατεύματος στην Τροία. Έτσι γεννήθηκε ο μύθος του Τρωικού πολέμου.

Οι ετοιμασίες και ο πόλεμος

Ύστερα από διετή προπαρασκευή, ο ελληνικός στόλος (απαρτιζόμενος από χίλια και πλέον πλοία υπό την ηγεσία του βασιλιά των Μυκηνών Αγαμέμνονα) συγκεντρώθηκε στο λιμάνι της Αυλίδας, έτοιμος να πλεύσει προς την Τροία. Δυστυχώς, ελλείψει ανέμου, ο απόπλους ήταν αδύνατος. Τότε παρενέβη ο Κάλχας, ο οποίος συμβούλευσε τον Αγαμέμνονα να θυσιάσει τη θυγατέρα του, την Ιφιγένεια, στη θεά Αρτέμιδα, προκειμένου να ενεργοποιηθούν οι αιολικές δυνάμεις. Με την τέλεση της βαρβαρικής –αλλά αναγκαίας – θυσίας, οι Έλληνες μπόρεσαν επιτέλους να αναχωρήσουν για την Τροία. Κατά τη διάρκεια του λυσσαλέου εννιάχρονου πολέμου σφαγιάστηκαν και από τις δύο πλευρές ένδοξοι ήρωες, μεταξύ των οποίων και ο Αχιλλέας, που φονεύθηκε από τον Πάρι.

Μολαταύτα, οι Έλληνες δεν κατόρθωσαν να διασπάσουν τα θεόρατα τείχη της Τροίας ώστε να εισβάλουν στο εσωτερικό της. Κατά το δέκατο έτος των εχθροπραξιών, όμως, ο πολυμήχανος Οδυσσέας συνέλαβε το ιδιοφυές σχέδιο της κατασκευής ενός γιγάντιου αλόγου, στο κούφιο εσωτερικό του οποίου κρύφτηκαν Έλληνες πολεμιστές και ο ίδιος. Ο Δούρειος Ίππος τοποθετήθηκε έξω από τις πύλες της πόλης, την ίδια στιγμή που ο ελληνικός στόλος απέπλεε, φαινομενικά ηττημένος, από το λιμάνι της Τροίας.

Η άλωση της Τροίας

Όταν οι Τρώες είδαν τα πλοία να απομακρύνονται και αντίκρισαν το θηριώδες κατασκεύασμα, θεώρησαν πως η νίκη είχε κατακτηθεί και έσπευσαν να σύρουν το κολοσσιαίο άλογο εντός των τειχών. Την ίδια νύχτα, οι Έλληνες μαχητές βγήκαν από το ξύλινο άλογο και άνοιξαν τις πύλες της Τροίας για να εισέλθει ο κύριος όγκος του ελληνικού στρατού. Ο αιφνιδιασμός ήταν κεραυνοβόλος. Οι Τρώες, ανήμποροι να αντιδράσουν, σφαγιάστηκαν. Η Πολυξένη, θυγατέρα του Πριάμου, θυσιάστηκε πάνω στο μνήμα του Αχιλλέα, ενώ ο Αστυάναξ, γιος του Έκτορα, είχε ανάλογη τύχη. Ο Μενέλαος, που σκόπευε αρχικά να θανατώσει την άπιστη Ελένη, δεν μπόρεσε να αντισταθεί στα κάλλη της και αποφάσισε τελικά να της χαρίσει τη ζωή.

Το μύθο της Τροίας αφηγήθηκε για πρώτη φορά ο Όμηρος στην Ιλιάδα, ποιητικό έργο που συντάχθηκε περί το 750 π.Χ.  Μεταγενέστεροι συγγραφείς διάνθισαν, αργότερα, την αφήγηση με περισσότερες λεπτομέρειες. Σε αυτούς συγκαταλέγονται ο Ρωμαίος ποιητής Οβίδιος, εμπνευστής της Αινειάδας, και ο Βιργίλιος, δημιουργός των Μεταμορφώσεων. Οι περισσότεροι αρχαίοι Έλληνες ιστορικοί, όπως ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης, ήταν πεπεισμένοι για το ιστορικό υπόβαθρο του Τρωικού πολέμου.

Πού ήταν η Τροία;

Έτσι, με οδηγό τα γραφόμενα του Ομήρου τοποθέτησαν την Τροία πάνω σ’ ένα λόφο, υπεράνω του Ελλήσποντου στα σύγχρονα Δαρδανέλια,  τον στενό δίαυλο μεταξύ Αιγαίου και Μαύρης Θάλασσας. Επρόκειτο για μια θέση ύψιστης στρατηγικής σημασίας για τον τομέα του εμπορίου. Επί αιώνες, πολλοί εξερευνητές και αρχαιολάτρεις, συνεπαρμένοι από το θρύλο της Τροίας, αποδύθηκαν σε μια εξαντλητική ανίχνευση της περιοχής, η οποία σήμερα αποτελεί έδαφος του σύγχρονου τουρκικού κράτους.

Ο πιο διάσημος και επιτυχημένος από αυτούς τους ερευνητές ήταν ο Γερμανός επιχειρηματίας Ερρίκος Σλίμαν, ο οποίος με γνώμονα την Ιλιάδα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η χαμένη πόλη υπήρξε εγκατεστημένη σ’ ένα ύψωμα του Χισαρλίκ, σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από τα Δαρδανέλια.

Ο αρχαιολογικός χώρος του Χισαρλίκ

Οι ανασκαφές του Σλήμαν

Εκεί, δρομολόγησε το 1870 την έναρξη εργασιών αρχαιολογικής σκαπάνης, οι οποίες συνεχίστηκαν με αδιάπτωτο ρυθμό ως το 1890. Ο Σλίμαν εντόπισε τα ίχνη μιας σειράς αρχαίων πόλεων, αναγόμενων σε μια χρονική ζώνη από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (3η χιλιετία π.Χ.) ως την περίοδο της ρωμαϊκής κατάκτησης. Επειδή φρονούσε ότι η Τροία βρισκόταν στα κατώτερα επίπεδα, ο Γερμανός χειρίστηκε με βιασύνη και απερισκεψία τα ανώτερα στρώματα, με αποτέλεσμα να προκληθούν στην πορεία ανεπανόρθωτες ζημιές σε ζωτικά αρχαιολογικά στοιχεία. Το 1873, οι ανασκαφές έφεραν στο φως μια διαδοχή χρυσών τεχνουργημάτων, στα οποία ο ρηξικέλευθος αρχαιολάτρης έδωσε την ονομασία «Θησαυρός του Πριάμου». Ταυτόχρονα, εξέδωσε ανακοινωθέν μέσω του οποίου ισχυρίστηκε ότι είχε εντοπίσει την ομηρική Τροία.

Βρήκε πράγματι ο Σλίμαν τα χρυσά τεχνουργήματα στο σημείο όπου ισχυρίζεται ότι τα ξέθαψε, ή μήπως τα τοποθέτησε εκεί ώστε να ενισχύσει τη θεωρία του; Οι απόψεις διίστανται. Είναι γνωστό ότι η χάλκευση στοιχείων για τη δικαίωση προσωπικών εικασιών ήταν κοινή πρακτική για το Γερμανό ερευνητή. Στην προκειμένη περίπτωση, ισχυρίστηκε ότι ανακάλυψε μόνος την Τροία στο Χισαρλίκ, αν και στην πραγματικότητα είχε προηγηθεί χρονικά, στον ίδιο τόπο, σημαντική ανασκαφική δραστηριότητα υπό την ηγεσία του Άγγλου αρχαιολόγου και διπλωμάτη Φρανκ Κάλβερτ, καθότι η περιοχή υπαγόταν στην ακίνητη περιουσία της οικογένειάς του.

Η άποψη Κάλβερτ για την Τροία

Ο Κάλβερτ φρονούσε ότι η αρχαία Τροία εδραζόταν στο Χισαρλίκ. Συμμεριζόταν δηλαδή την άποψη του Σλίμαν, με τον οποίο συνεργάστηκε στο πλαίσιο των πρώτων ανασκαφών που διενεργήθηκαν στο λόφο. Ωστόσο, όταν ο Γερμανός έλαβε αργότερα τα εύσημα για την ανεύρεση της ομηρικής πόλης, διέψευσε κατηγορηματικά τη συμμετοχή του Κάλβερτ στο όλο εγχείρημα. Πρόσφατα, Αμερικανοί και Άγγλοι κληρονόμοι του Κάλβερτ έχουν εμπλακεί στη διεκδίκηση μερίδας από τα πολύτιμα ευρήματα που ανέκυψαν από τη συνεργασία του Άγγλου και του Γερμανού στο Χισαρλίκ.

Σύμφωνα με τις τρέχουσες επιστημονικές εκτιμήσεις, τα εντυπωσιακά χρυσά αντικείμενα που ξέθαψε ο Σλίμαν στο λόφο Χισαρλίκ προέρχονται από ένα αστικό μόρφωμα, πολύ προγενέστερο της Τροίας. Η πολιτεία που ο Σλίμαν ταύτισε με την ομηρική πόλη ανάγεται χρονικά στο διάστημα μεταξύ 2400 και 2200 π.Χ., προηγείται δηλαδή κατά μία και πλέον χιλιετία της εποχής στην οποία τοποθετείται ιστορικά ο Τρωικός πόλεμος. Παρά τον εγωκεντρισμό του, ο Σλίμαν πιστώνεται την ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου του Χισαρλίκ, τον οποίο έφερε στο προσκήνιο της παγκόσμιας προσοχής.

Οι ύστερες ανασκαφές

Το ανασκαφικό έργο του συνεχίστηκε από τον Βίλχελμ Ντόρπφελντ (1893-1994) και τον Αμερικανό αρχαιολόγο Καρλ Μπλέγκεν (1932-1938), ενώ το 1988 τη σκυτάλη ανέλαβε μία ομάδα αρχαιολόγων από τα πανεπιστήμια Τούμπινγκεν και Σινανάτι, υπό τη διεύθυνση του εκλιπόντος καθηγητή Μάνφρεντ Κούμαν, ο οποίος δραστηριοποιήθηκε στο χώρο ως το 2000. Από τις ανασκαφές στην Τροία καταδείχθηκε ότι μεσολάβησαν εννέα πρωτεύουσες και αρκετές δευτερεύουσες οικοδομικές φάσεις στην περιοχή. Η δόμηση εγκαινιάστηκε την 3η χιλιετία π.Χ. (Πρώιμη Εποχή του Χαλκού), με τη συγκρότηση της Τροίας 1, και ολοκληρώθηκε κατά την ελληνιστική περίοδο (323-31 π.Χ.) με την ανέγερση της Τροίας ΙΧ.

Η Τροία VII, της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (περ. 1300-1180 π.Χ.), είναι εκείνη που προβάλλεται ως επικρατέστερη υποψήφια για ταυτοποίηση με τη μυθική ομηρική πόλη, λόγω χρονικής συνάφειας, επειδή ταιριάζει με τις περιγραφές του Έλληνα ποιητή, αλλά και επειδή εντοπίστηκαν ίχνη φωτιάς, που μαρτυρούν ότι η πόλη παραδόθηκε στις φλόγες συνεπεία πολεμικής αντιπαράθεσης.

Η Τροία VIIa

Η επαφή μεταξύ ηπειρωτικής Ελλάδας και Τροίας VIIa πιστοποιείται με τη μορφή εισαχθέντων μυκηναϊκών τεχνουργημάτων, έργων κεραμοποιίας ως επί το πλείστο. Στα ευρήματα από την Τροία VΠa, που ήταν ιδιαίτερα εκτεταμένη πόλη, περιλαμβάνονται επίσης ανθρώπινα λείψανα και χάλκινες αιχμές βελών. Εντούτοις, σημαντικό τμήμα της πόλης παραμένει θαμμένο και ανεξερεύνητο, ενώ τα μάλλον πενιχρά ευρήματα δεν επαρκούν για την πιστοποίηση της θεωρίας περί ισοπέδωσης του τόπου από ανθρώπινη παρέμβαση, καθώς παραμένει ανοιχτό το ενδεχόμενο του φυσικού ολέθρου, που μπορεί κάλλιστα να προήλθε από τη δράση του Εγκέλαδου.

Πάντως, στο βαθμό που συντάσσεται κανείς με την άποψη περί της ύπαρξης υπόβαθρου ιστορικής αλήθειας γύρω από την ομηρική πόλη, η Τροία VIIa προβάλλει, με τα υπάρχοντα αρχαιολογικά δεδομένα και ως η επικρατέστερη για τον τίτλο της θρυλικής πολιτείας. Εσχάτως, δύο γεωλόγοι, ο Τζον Κραφτ του πανεπιστημίου του Ντελαγουέρ και ο Τζον Λους του κολεγίου Τρίνιτι, παρουσίασαν στοιχεία που ενισχύουν φαινομενικά την υποψηφιότητα του λόφου Χισαρλίκ. Οι δύο επιστήμονες, που ανέλαβαν τη γεωλογική μελέτη του χώρου, αλλά και της ακτογραμμής γύρω από το Χισαρλίκ, απέδειξαν ότι τα ιζηματικά και γεωμορφολογικά στοιχεία συνάδουν με εκείνα που περιγράφονται στην Ιλιάδα.

Ο Δούρειος Ίππος

Ιστορική αλήθεια ενδέχεται να υπάρχει επίσης στην πιο εξωπραγματική λεπτομέρεια της ομηρικής αφήγησης – που συνδέεται με τον κολοσσιαίο Δούρειο Ίππο. Ο Άγγλος ιστορικός Μαικλ Γουντ πιθανολογεί ότι ο Δούρειος Ίππος δεν ήταν ένα μεγαλοφυές τέχνασμα για την είσοδο των Ελλήνων στην πόλη, αλλά ένας ευμεγέθης πολιορκητικός κριός ή κάποιου είδους πρωτόγονη μηχανή πολιορκίας, με μορφή αλόγου.

Τέτοια κατασκευάσματα ήταν συνήθη στην κλασική αρχαιότητα. Το 429 π.Χ., λόγου χάρη, κατά την πολιορκία των Πλαταιών, οι Σπαρτιάτες έκαναν χρήση πολιορκητικών κριών. Εξάλλου, είναι ευρέως γνωστό ότι ο ίππος ήταν ένα από τα σύμβολα του Ποσειδώνα, του τρομερού θεού της θάλασσας και των σεισμών. Ίσως, λοιπόν, ο Δούρειος Ίππος να συνιστά μεταφορά κάποιας ολέθριας σεισμικής δραστηριότητας που συγκλόνισε την πόλη, αποδυνάμωσε τις αμυντικές οχυρώσεις και κατέστησε ευχερή την πρόσβαση των ελληνικών στρατευμάτων στο ανοχύρωτο άστυ.

Αμφιλεγόμενες ομολογουμένως, ενδείξεις για την ιστορική ύπαρξη της Τροίας αντλούμε από επιστολές στα αρχεία της αυτοκρατορίας των Χετταίων, που είχαν ως έδρα την Ανατολία (στη σύγχρονη Τουρκία). Οι επιστολές, που χρονολογούνται περί το 1320 π.Χ. αναφέρονται σε στρατιωτικές και πολιτικές εντάσεις που καθόριζαν την σχέση του βασιλείου της Ανατολίας με μια πανίσχυρη αυτοκρατορία, τους Αχιγιάβα, και είχαν ως αντικείμενο τη διεκδίκηση του ελέγχου την επικράτειας των Βιλούζα. Οι Βιλούζα έχουν αόριστα, ταυτιστεί με τους κατοίκους του Ιλίου, δηλαδή της Τροίας. Οι Αχιγιάβα, μάλιστα, φαίνεται πως έλκουν ετυμολογικά την καταγωγή τους από τους Αχαιούς, δηλαδή τους Έλληνες, αφού αυτό τον όρο χρησιμοποιεί ο Όμηρος στην Ιλιάδα, όταν αναφέρεται στους εισβολείς της Τροίας.

Προφορική παράδοση 4 αιώνων

Οι ανωτέρω ταυτοποιήσεις, μολονότι παραμένουν αναπόδεικτες, προϊόντος του χρόνου, κερδίζουν ολοένα έδαφος στη συνείδηση μελετητών, όσο διευρύνεται η έρευνα για τις σχέσεις της Ελλάδας με τη Μέση Ανατολή. στη φάση της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Δυστυχώς, δεν υπάρχουν διαθέσιμα χειρόγραφα των Χετταίων, με σαφείς αναφορές σε πολεμικές συγκρούσεις στην επίμαχη ζώνη, ώστε να θεμελιωθεί το ιστορικό υπόβαθρο του Τρωικού πολέμου.

Σημειώθηκε όντως στο Χισαρλίκ, περί το 1200 π.Χ. μακροχρόνια σύρραξη, δυνάμενη να αντιστοιχιστεί με τον Τρωικό πόλεμο; Η απάντηση στο ερώτημα είναι μάλλον αρνητική. Στο αριστουργηματικό έπος του, ο Όμηρος πραγματεύτηκε μια ημι-μυθική γενεά ηρώων, οι λεπτομέρειες της οποίας μεταβιβάστηκαν μέσω της προφορικής παράδοσης, επί τέσσερις και πλέον εκατονταετίες.

Ακόμη κι αν έλαβε όντως χώρα αυτός ο πόλεμος, τα στοιχεία από τις συνθήκες διεξαγωγής του έχουν κατά πάσα πιθανότητα χαθεί ή διαστρεβλωθεί με το πέρασμα του χρόνου. Ομολογουμένως, υφίστανται κάποια δεδομένα στις διηγήσεις του Ομήρου αναγόμενα στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού, όπως οι διάφοροι τύποι πανοπλιών και οπλισμού που φαίνεται να ανήκουν στο 1200 π.Χ. και όχι στο 750 π.Χ., περίοδο κατά την οποία έζησε και μεγαλούργησε ο Έλληνας ποιητής.

Οι αναφορές του Ομήρου

Ο Όμηρος αναφέρει επίσης ορισμένες ελληνικές πόλεις – αμυδρά ίχνη των οποίων διατηρούνταν στην εποχή του- με βαρύνουσα σημασία κατά τη διάρκεια του Τρωικού πολέμου. Από ανασκαφές που διενεργήθηκαν σ’ αυτές τις περιοχές, καταδείχθηκε ότι οι εν λόγω πόλεις διαδραμάτισαν πράγματι μείζονα ρόλο κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Πάντως, λόγω της νευραλγικής θέσης της, δεσπόζουσα πάνω τον Ελλήσποντο και στο σύνορο της χεττιτικής αυτοκρατορίας με τον ελληνικό κόσμο, η Τροία ήταν μοιραίο να μετατραπεί σε πεδίο πολυάριθμων ένοπλων συγκρούσεων κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού.

Ίσως τελικά το έπος του Ομήρου να αποτελεί μνημόνιο των πολεμικών συρράξεων ανάμεσα στους εκπροσώπους του ελληνικού κόσμου και τους κατοίκους της επίμαχης στρατηγικής ζώνης, συμπυκνωμένο σε μια τελική επική αντιπαράθεση, έναν καταληκτικό πόλεμο που θα έθετε τέρμα σε όλους τους προηγούμενους.

Συμπέρασμα

Κατά μία έννοια, επομένως, το αφήγημα της Τροίας είναι ιστορικά θεμελιωμένο, αφού βασίζεται σε υπαρκτά γεγονότα, διανθισμένα με εξωραϊστικά στοιχεία, απόρροια μακραίωνων διηγήσεων, στο πλαίσιο των οποίων εισήχθησαν βαθμιαία στο ιστόρημα δεδομένα από τη σφαίρα του υπερφυσικού. Ίσως ακόμη και ο χαρακτήρας της Ωραίας Ελένης να υπήρξε φανταστική προσθήκη κάποιου μεταγενέστερου αφηγητή, με σκοπό τον εμπλουτισμό του αρχικού διηγήματος.

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ