Καφενείο Ζαχαράτου: Το πολιτικό στέκι της Αθήνας που άφησε ιστορία – «Το δεύτερο και ίσως πιο ελεύθερο κοινοβούλιο»

Τη δική του ιστορία στην αθηναϊκή ζωή του 20ου αιώνα είχε γράψει το θρυλικό καφενείο «Ζαχαράτου» στην Πλατεία Συντάγματος. Αν με ένα μαγικό τρόπο κάναμε ένα ταξίδι στον χρόνο, τότε σε ημέρα διεξαγωγής εκλογών, θα ήταν ένα από τα σημεία, έξω από τα οποία θα ήταν στημένες δεκάδες τηλεοπτικές κάμερες, για να καταγράψουν τα “παραπολιτικά” της αναμέτρησης.

Ήταν ένα καφενείο που αποτέλεσε ίσως το διασημότερο στέκι πολιτικών, στρατιωτικών και δημοσιογράφων, εξαιτίας της γειτνίασής του με το Παλάτι και τη Βουλή. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου το αποκαλούσε «το δεύτερο και ίσως πιο ελεύθερο κοινοβούλιο από το πραγματικό», λόγω των έντονων πολιτικών συζητήσεων που γίνονταν εκεί.

Το ιστορικό καφενείο του Σπύρου Ζαχαράτου ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1888.  Ο επιχειρηματίας είχε μαζί με τον Καπερώνη καφενείο στην Ομόνοια και όταν αυτό έκλεισε αποφάσισε να ανοίξει – μόνος του πλέον –μαγαζί στο Σύνταγμα. Νοίκιασε λοιπόν το καφενείο Γιαννόπουλου και άλλαξε τη διαρρύθμιση. Σημειώνεται ότι στο Μέγαρο Γιαννόπουλου, στην αρχή της οδού Καραγιώργη Σερβίας, μέχρι το 1888 στεγαζόταν το ομώνυμο καφενείο το οποίο υπήρξε στέκι λογοτεχνών, όπως του Παλαμά, του Δροσίνη και του Ροΐδη.

Το κυρίως μέρος του καφενείου «Ζαχαράτου» αποτελούνταν από μια μακρόστενη αίθουσα ενώ το πατάρι λειτουργούσε ως… σφαιριστήριο, δηλαδή ήταν μια αίθουσα για άθληση ή ψυχαγωγία με ρίψη σφαίρας ή σφαιρών. Πολύ προσεγμένη ήταν η επίπλωση, καθώς ο Ζαχαράτος είχε επιλέξει μαρμάρινα τραπεζάκια, άνετους καναπέδες και καθρέφτες στους τοίχους.

Στα εγκαίνια του καφενείου η «Εφημερίς» έγραφε: «Ανοίγονται αι θύραι του πολυτελούς και μεγάλου εντευκτηρίου, αθρόον δε το κοινόν και ανυπόμονον εισήρχετο εν αυτώ. Η διακόσμησις των αιθουσών συνδυάζουσα μετά της εκτάκτου πολυτελείας περισσήν κομψότητα και φιλοκαλίαν, σημείοι παρ’ ημίν αληθή πρόοδον. Τράπεζαι κομψαί και ανάκλιντρα αναπαυτικότατα, κάτοπτρα εκτάκτου πολυτελείας, βαρύτιμα παραπετάσματα, υπηρεσία ευπρόσωπος και πρόθυμος, σφαιριστήρια αψόγου εντέλειας, πλούτος εφημερίδων, προς τούτοις δε άπλετος φωτισμός, την ημέραν μεν διά μεγάλων υαλωτών θυρών, τη νύκτα δε διά πολυαρίθμων λαμπτήρων αεριόφωτος. Ταύτα πάντα δύνανται να ικανοποιήσωσιν πλήρως και τον μάλλον ιδιότροπον».

Το καφενείο του «Ζαχαράτου» έγινε πολύ γρήγορα το hot μαγαζί της πόλης, όπως θα λέγαμε σήμερα. Θα μπορούσε να συγκριθεί μόνο με το, επίσης ιστορικό, καφενείο της «Ωραίας Ελλάδος» που είχε ανοίξει το 1839 και συνδέθηκε κυρίως με την περίοδο του Όθωνα και του Γεωργίου Α’.  Το επισκεπτόταν καθημερινά ο Κ.Π. Καβάφης κατά το πρώτο του ταξίδι στην Αθήνα, το καλοκαίρι του 1901, ενώ τακτικοί θαμώνες του ήταν άνθρωποι των γραμμάτων (ο Παλαμάς, ο Ψυχάρης, ο Ξενόπουλος, ο Σουρής).

«Ολίγοι ίσως από τους θαμώνας του καφενείου Ζαχαράτου τους περικυκλούντας το μπιλιάρδο έχουν εννοήσει ότι ένας από τους παίζοντας τρεις τέσσαρες τώρα βραδιές συνεχώς είναι ο έξοχος ζωγράφος Ιακωβίδης, ο δοξάζων με τον Γκύζην το ελληνικόν όνομα εν Ευρώπη. Ο Ιακωβίδης παίζει αδιακόπως μετ’ άλλου θαυμασίου μπιλλιαρδιστού, του ζωγράφου κ. Χατζοπούλου. Ο Λύτρας εξαπλωμένος επί του βελουδίνου καναπέ παρακολουθεί λεπτομερώς τας καραμπόλας των δύο αγαπητών του μπιλλιαρδιστών» έγραφε η εφημερίδα ΣΚΡΙΠ στο φύλλο της 28ης Νοεμβρίου 1895.

«Δεν είναι καφενείο αυτό. Είναι η “συνισταμένη” των νεοελληνικών παλμών. Η κλώσσα όλων ανεξαιρέτως των νεοσσών της πολιτικής. Το να περάσης ένα μέρος της ζωής σου στου Ζαχαράτου, είνε η μόνη ασφαλής εγγύησις για την καρριέρα σου. Άμα ο Ζαχαράτος σε αγνοεί, εχάθηκες. Είσαι απών από την πραγματικότητα και η τυχόν αξία σου προώρισται να παραγνωρισθή οικτρώς, διότι εκεί είνε ο στίβος που θα δοκιμασθής, που θα κριθής και από κει θα ξεκινήσης για να λάβης χαρτοφυλάκιο. Άπαξ σου δώση το δίπλωμα, χωρείς ακατάσχετος προς την κυβέρνησιν. Ετελείωσε. Είνε το φυτώριο των επισήμων θέσεων, ο προθάλαμος των εξουσιών. Ανωτάτη έδρα πολιτικών επιστημών!», έγραφε το «Ελεύθερον Βήμα» τον Μάρτιο του 1928.

καφενείο Ζαχαράτου

Ας πάρουμε όμως αυθεντικό κλίμα Ζαχαράτου με την αξεπέραστη πένα του Δημήτρη Ψαθά. Τι έγραφε στα «Αθηναϊκά Νέα», σύμφωνα με το βιβλίο του Θωμά Σιταρά «Καλό Βόλι»:
«Ένα τραπεζάκι και ολόγυρα ένα μούσι, ένα μονόκλ, ένας τέως υπουργός, ένας τέως στρατηγός, ένας τέως βουλευτής, ένας ναύαρχος εν αποστρατεία. Πολλαπλασιάσατε την παρέα επί πέντε, επί δέκα, επί είκοσι και θα έχετε είκοσι τραπεζάκια ή αν θέλετε τριάντα.

-Γκαρσόν!
-Διαταγάς.
-Βαρύ και όχι
Το γκαρσόνι έχει συνήθως την εμφάνησιν μέλους του συμβουλίου επικρατείας, του ελεγκτικού συνεδρίου ή συνηθέστερα την εμβρίθειαν τμηματάρχου που ετοιμάζεται να εισηγηθή και να υπογράψη. Ο κ. τέως υπουργός δεν πρόκειται να επιβαρύνη τον προϋπολογισμόν του κράτους με καμμίαν πολυέξοδον παραγγελίαν, όπως εις τας ευκλεείς ημέρας της δόξης του. Περιορίζεται σ’ ένα βαρύ-γλυκόν. Ο τέως στρατηγός δεν θα διατάξη επιφυλακήν, ούτε στρατιωτικήν προέλασιν. Επιφυλακήν των μπρικιών να μη δεχθούν ίχνος ζαχάρεως στον «σκέτο» του επιθυμεί και αρκείται από παλαιάν συνήθειαν σε μια νευρική σύσταση.
-Γρήγορα!
-Αμέσως στρατηγέ.
-Χωρίς ελιγμούς.
-Μάλιστα, στρατηγέ.
Τρείς «τέως» και δύο «εν αποστρατεία», πολλαπλασιαζόμενοι επί πέντε, επί δέκα, επί είκοσι, να η πελατεία του Ζαχαράτου.

Η παραγγελία αποτελεί παρένθεσιν σε όλα τα τραπεζάκια. Η συζήτησις είνε η ουσία. Ξαναρχίζει λοιπόν από το σημείον της διακοπής της, πότε έντονος, πότε ήρεμος, πότε νευρική, πότε θυελλώδης, πότε μυστηριακή, με βοηθητικές χειρονομίες, επεξηγηματικά, κλεισίματα ματιών, χτυπήματα χεριών, υπονοούμενα, διφορούμενα, εξυπακουόμενα, υποτιθέμενα, συμπεραινόμενα, προκύπτοντα, αποκλειόμενα, για να επεκταθή σε όλα τα γεγονότα και όλες τις ειδήσεις της ημέρας πού θα περάσουν ασφαλώς από την εξονυχιστικήν διάθεσιν της κριτικής του τραπεζιού.
-Νομίζω, στρατηγέ μου…
-Δεν είνε έτσι, φίλε μου, διότι…
-Μα δεν είνε δυνατόν αυτό, για προσέξτε…
-Μια στιγμή, παρακαλώ.
-Σας παρακαλώ.
-Σας παρακαλώ, ένα λεπτό…
Και… καλά ξημερώματα…

Το λένε καφενείον. Αδικία. Η πελατεία του, του δίδει δικαίωμα άλλου χαρακτηρισμού δικαιοτέρου. Ο τίτλος της ακαδημίας πολιτικών επιστημών θα ήταν ο μόνος που θα εταίριαζε στου Ζαχαράτου. Γιατί δεν πηγαίνει εκεί ο οποιοσδήποτε. Η πελατεία είνε ωρισμένη. Ούτε κάθεται κανείς οπουδήποτε. Οι θέσεις είνε ωρισμένες. Ο στρατηγός θα κάτση εκεί, ο κ. τέως υπουργός θα κάτση παρά πέρα, ο κ. καθηγητής θα πιάση την γωνίτσα του, ο ναύαρχος, ο συγγραφεύς, ο νομάρχης, ο τμηματάρχης, ο πλοίαρχος, η ατελείωτη σειρά των «τέως» που αποτελεί το απόθεμα των διανοητικών δυνάμεων του έθνους, έχουν τα τραπεζάκια τους όπως σε ένα σώμα που λειτουργεί κανονικά.

Είπαν του Ζαχαράτου ακόμη γερουσίαν! Όχι δα! Τι ήταν η γερουσία; Ένα σώμα νομοθετικόν πού ημπορεί να ιδρυθή και να καταργηθή κατά τις περιστάσεις. Φθαρτή υπόθεσις. Ζήτημα κυβερνητικής αντιλήψεως που περιλαμβάνεται σε μίαν συνταγματικήν διάταξιν. Ή υπάρχει ή δεν υπάρχει.

Του Ζαχαράτου όμως αποτελεί σώμα ιδιόρρυθμον, καθαρώς ελληνικόν πού πηγάζει από τα βάθη της πολιτικολογικής ιδιοσυγκρασίας του Έλληνος, όπως πηγάζει ο καφές από το μπρίκι. Δεν μπορεί να περιληφθή τόσον εύκολα σε ένα χαρακτηρισμόν, να υποβληθή εις συγκρίσεις και παραλληλισμούς. Η αρμοδιότης του βγαίνει από τα καθιερωμένα όρια των σωμάτων του είδους. Μάλλον δεν έχει όρια καθώς υψώνεται εις το επίπεδον παναρμοδιότητος. Η αποστολή του είνε πολύπλοκη, συμβουλευτική, εισηγητική, νομοθετική αλλά προ παντός πληροφοριακή.
Η ενδιαφέρουσα είδησις εκεί θα φθάση πρώτα. Μυστηριώδης, γεμάτος πληροφορίας «εξ ασφαλούς πηγής» θα μπή ο κ. τέως πού διατηρεί πάντα άμεσον επαφήν με την πολιτικήν ζωήν, και θα πάρη την θέσιν του στο τραπεζάκι.
-Λοιπόν; Τι μαθαίνεις;
-Ψί-ψί-ψί-ψί…
-Μπά; Τι λές αδελφέ;
-Ψί-ψί-ψί-ψί…
-Δεν είνε δυνατόν. Για στάσου… από πού τώμαθες;
-Ψί-ψί-ψί-ψί…
Πότε αναλαμβάνεις;
-Ψί-ψί-ψί. Γκαρσόν, ένα γλυκύ βραστόν…»

Στα τέλη του 19ου αιώνα  ο Σπύρος Ζαχαράτος άνοιξε ακόμη ένα κατάστημα στην πλατεία Συντάγματος, στη συμβολή των οδών Γεωργίου Α΄ και Αγχέσμου (όπως λεγόταν τότε η οδός Βουκουρεστίου), στο ισόγειο της οικίας Βούρου. Το έκανε ζυθοπωλείο, πωλώντας παράλληλα και είδη ζαχαροπλαστικής (σπεσιαλιτέ του ήταν τα παγωτά, τα κοκ και η πάστα «Κοπεγχάγη») καθώς και καφέδες.

Το 1906 άρχισαν δυστυχώς τα οικονομικά προβλήματα, καθώς και είχε τον φθηνότερο καφέ και είχε πολύ αυξημένα έξοδα (μισθοδοσία και υψηλά ενοίκια). Αυτό ήταν και ο λόγος που αρχικά προανατολίστηκε να μετατρέψει και το παλιό καφενείο του σε ζυθοπωλείο (εφημερίδαΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 6ης Απριλίου 1906).

Το εγχείρημα τελικά δεν πέτυχε και ο Ζαχαράτος αναγκάστηκε να βάλει «λουκέτο» το 1910 στο παλιό καφενείο στην πλατεία Συντάγματος και να κρατήσει αυτό που βρισκόταν στο ισόγειο της οικίας Βούρου.

Σε χρονογράφημα της εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ (φύλλο της 7ης Ιανουαρίου 1910) αναφερόταν: « Αύριον θα κλείση το καφενείον Ζαχαράτου εις την πλατείαν του Συντάγματος. Η μίσθωσίς του τελειώνει και οι κληρονόμοι του ιδρυτού του θεωρούντες ασύμφορον να την ανανεώσουν το εγκαταλείπουν, περιοριζόμενοι και περιορίζοντες την πελατείαν αυτών εις το απέναντι υπό την οικίαν Βούρου κατάστημά των. Η ιστορία οφείλει να απονείμη εις το καφενείον Ζαχαράτου την τιμήν ότι εισήγαγεν ένα πολιτισμόν εις τας Αθήνας, τον πολιτισμόν των καφενείων[.]».

Το καφενείο,  στη συμβολή των οδών Γεωργίου Α΄ και Αγχέσμου, λειτούργησε άλλα 50 χρόνια, παραμένοντας πόλος έλξης κυρίως για ανθρώπους του πνεύματος, καλλιτέχνες, μεγαλοαστούς, στρατιωτικούς και πολιτικούς.  Στα χρόνια του εθνικού διχασμού (1915 – 1917) τα τραπεζάκια του στο πεζοδρόμιο  αντιστοιχούσαν στις πτέρυγες της Βουλής. Οι βενιζελικοί έπιαναν στασίδι στα τραπεζάκια αυτά που βρίσκονταν προς τη σημερινή «Μεγάλη Βρετανία», ενώ οι βασιλικοί στα τοποθετημένα προς την οδό Βουκουρεστίου. Είναι ενδεικτικό ότι τις παραμονές των εκλογών της 1ης Νοεμβρίου 1920, οι οποίες έκριναν εν πολλοίς την έκβαση της Μικρασιατικής εκστρατείας, στην αίθουσα του καφενείου έγιναν σφοδρές πολιτικές αντιπαραθέσεις (εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, φύλλο της 10ης Οκτωβρίου 1920).

Το καφενείο «Ζαχαράτου» έκλεισε οριστικά τον Μάρτιο του 1963, οπότε και κατεδαφίστηκε το μέγαρο όπου στεγαζόταν.

«Κατόπιν δικαστικής αποφάσεως επραγματοποιήθη υπό δικαστικών κλητήρων η κατάσχεσις επίπλων και σκευών του ιστορικού καφενείου Ζαχαράτου και η έξωσις των ενοικιαστών του, διά λογαριασμόν του ιδιοκτήτου κ. Όθωνος Λέφα-Τετενέ» έγραψε η Καθημερινή εκείνης της εποχής.

καφενείο Ζαχαράτου

Σε άρθρο του στην εφημερίδα «Βήμα» ο Παύλος Παλαιολόγος είχε γράψει ένα άρθρο υπό τον τίτλο «Καφενείου Θάνατος»

«Ένα καφενείο κατεδαφίζεται στο τετράγωνο μου, από τα τελευταία. Από τα μπρίκια του βγαλμένη η σύγχρονη ιστορία του Ελληνικού Έθνους. […] Το καφενείο αυτό, προπύργιο της καθαρεύουσας, του ρομαντισμού, της ποιήσεως των παράσχων, αναβατήρας που ύψωνε και κατέβαζε αξίες. Στα τραπεζάκια του Ζαχαράτου, έπεφταν και ανέβαιναν κυβερνήσεις. Στου Ζαχαράτου γινόταν το ρεπορτάζ των πολιτικών συντακτών, έλεγαν «οι έγκυροι κύκλοι» και ήσαν οι κύκλοι του Ζαχαράτου»

Δημοσιογράφος της εφημερίδας ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (φύλλο της 20ηςΜαρτίου 1963) περιέγραψε τι είχε γίνει λίγο πριν από το τέλος εποχής: « Δικαστικοί κλητήρες, συνοδευόμενοι υπό αστυνομικής δυνάμεως, προέβησαν χθες εις την έξωσιν του καφενείου από το ισόγειον τού υπό κατεδάφισιν κτιρίου της Πλατείας Συντάγματος, το δάπεδον του οποίου κατέφθειραν δύο γενεές επιφανών Αθηναίων. Η εκτέλεσις της εξώσεως ήρχισε χθες την μεσημβρίαν. Ταυτοχρόνως εγένετο η εγκατάστασις της εταιρίας του κ. Όθωνος Λέφα – Τετενέ, η οποία (προφανώς μετά την δικαστικήν εκκαθάρισιν της πολυκρότου υποθέσεως περί την κληρονομίαν Βούρου) προτίθεται να ανεγείρη εκεί το διαφημιζόμενον μέγα υπερπολυτελές ξενοδοχείον της (= το Athens Plaza).  Η ιδιοκτήτρια, τελευταία κληρονόμος της οικογενείας των Ζαχαράτων, η κ. Στεφανία χήρα Αγγέλου Ζαχαράτου, δεν παρίστατο κατά την έξωσιν [.]. Τα καθίσματα και τα τραπεζάκια επί των οποίων κατεστρώθησαν τα σχέδια τόσων και τόσων πολεμικών και πολιτικών επιχειρήσεων, πολλαί των οποίων επέρασαν εις την νεοελληνικήν ιστορίαν, ερρίφθησαν χωρίς επισημότητα εις το πεζοδρόμιον. Η ιστορία του «Ζαχαράτου» είναι η ιστορία των Αθηνών κατά τα τελευταία 80 έτη».

 

Πηγή πληροφοριών: Βιβλίο “Καλό Βόλι”, Θωμάς Σιταράς, / chronontoulapo.wordpress.com

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ