Από τα συνθήματα στα πέταλα, στις φονικές επιθέσεις και την φυλακή – Η ιστορία ενός χούλιγκαν στο enikos.gr

Την ώρα που η κοινωνία παρακολουθεί συγκλονισμένη την στυγερή δολοφονία του 29χρονου Μιχάλη Κατσουρή στη Νέα Φιλαδέλφεια, καμία έκπληξη δεν προκαλεί στους κύκλους των οργανωμένων οπαδών, το γεγονός ότι μετρούμε -δυστυχώς- το 13ο θύμα της τυφλής, οπαδικής βίας. «Δεν θα είναι ο τελευταίος» λέει χαρακτηριστικά πρώην χούλιγκαν με τον οποίο συνομίλησε το enikos.gr.

Της Κωνσταντίνας Χαϊνά 

Το φαινόμενο του οπαδισμού στην Ελλάδα σταδιακά μεταμορφώνεται ανά δεκαετίες, με τις διαστάσεις του, πλέον, να χαρακτηρίζονται ανησυχητικές. Και όχι άδικα, αφού ο «άγραφος κανόνας» με την… καφρίλα -όπως συνηθίζεται να ονομάζεται, στις τάξεις των οργανωμένων- κατέληξε πλέον σε «ραντεβού» με άγριες συμπλοκές με μαχαίρια και άλλα αυτοσχέδια όπλα.

«Ξεκίνησα στα 13 μου»

Ο 33χρονος Νίκος (χρησιμοποιείται ψευδώνυμο για λόγους προσωπικής του ασφάλειας) που πλέον ζει στην επαρχία, θυμάται τον εαυτό του στα πέταλα από πολύ μικρή ηλικία, με την αδρεναλίνη να κυλά σαν ναρκωτικό στις φλέβες του. Κάπως έτσι, τόσο εύκολα και αθώα αρχικά, ξεκινάει μία ζωή που ξεπερνά την ανθρώπινη λογική, καθώς η αγάπη για την ομάδα, μετατρέπεται σε «φονικό όπλο», και «πρέπει» να συμβαδίζει απαραίτητα με το μίσος για τις υπόλοιπες, φτάνοντας μέχρι και στις δολοφονίες με πρόσχημα μία φανέλα με χρώματα «αντίπαλης» ομάδας.

Ο ίδιος ξεκίνησε από την ηλικία των 13 ετών να πηγαίνει στον σύνδεσμο της ομάδας του στην πόλη του. Τότε, πρωτοερωτεύτηκε και αγάπησε έντονα την ομάδα του, όμως κάθε μέρα που περνούσε, «έμπαινε» όλο και πιο βαθιά στο κλίμα του οπαδισμού και αργότερα του χουλιγκανισμού. Έγινε, στην ουσία, μέρος ενός άτυπου «στρατού», έτοιμος για μάχη, ανά πάσα ώρα και στιγμή.

«Κανείς που βρίσκεται έξω από αυτό, δεν μπορεί να καταλάβει. Μέρα με τη μέρα, συνήθισα να πηγαίνω στο κλαμπ, και περίμενα πώς και πώς να έρθει η Κυριακή για την επόμενη εκδρομή μας. Τότε, έπρεπε να κερδίσω τον σεβασμό των μεγάλων, και την εκτίμησή τους, για να με πάρουν μαζί τους στο επόμενο λεωφορείο. Αυτό γινόταν είτε με την καθημερινή μου παρουσία στον σύνδεσμο, αλλά και σε όλους τους αγώνες οποιουδήποτε αθλήματος της ομάδας μου, είτε να παίξω ξύλο» τονίζει -προκλητικά-, προσθέτοντας πως όλο αυτό κατέληξε σε έναν -παράλογο- τρόπο ζωής.

Κάθε ομάδα όπως εξηγεί ο ίδιος, έχει τον δικό της κώδικα επικοινωνίας και την δική της ιδεολογία. Όπως συνηθίζεται, σύμφωνα πάντα με αυτόν, στα «κλειστά κλαμπ», ήταν απαραίτητο να δείξει κανείς ότι ανήκει στην ομάδα μέσω της επιβολής, με στόχο, πάντα, τους αντιπάλους του. Ο Νίκος, θεωρεί πως πρέπει να είναι η «ασπίδα» της ομάδας, ακόμη κι αν χρησιμοποιήσει κάθε μέσο, θέτοντας άμεσα σε κίνδυνο την ζωή όσων βρίσκονται γύρω του, αλλά και την δική του.

«”Εμείς είμαστε καλύτεροι”, μας έλεγαν τότε οι μεγαλύτεροι. Έπρεπε να δείχνω κάποια πράγματα, προκειμένου να με υπολογίσουν ακόμη πιο βαθιά, να τους αποδείξω ότι ο χαρακτήρας μου, είναι ο ίδιος με τον δικό τους. “Η ιδεολογία του οπαδισμού είναι να αγαπάς την ομάδα σου και να είσαι η ασπίδα της. Δεν θα αφήσεις κανέναν να σε πειράξει”» ήταν κάποια από τα λόγια τους».

Πόσο δύσκολο είναι τελικά για τα μέλη των συνδέσμων να αυτοχαρακτηρίζονται ως φίλαθλοι αντί για οπαδοί; Πόσο εύκολα, έχουν αποδεχτεί τους όρους «οπαδός» και «χούλιγκαν», με ό,τι συνεπάγεται, και θεωρούν επίτευγμα να τους αντιπροσωπεύουν; Θα ήταν άραγε, λιγότερη η «αγάπη τους για την ομάδα», αν οι ίδιοι, απλώς επέτρεπαν στην… λογική τους, να δεχτεί ότι υπάρχει και αντίπαλος, και ότι εκτός από τη νίκη, υπάρχει και η ήττα;

«Οι εκδρομές, οι νίκες και το ξύλο, ήταν η ζωή μας»

Την πρώτη φορά που βρέθηκε σε συμπλοκή ήταν στην τρυφερή ηλικία των 13, επειδή κάποιος, φορούσε μπλούζα αντίπαλης ομάδας. Κατάφερε, όπως λέει, να την αφαιρέσει και να την μεταφέρει στον σύνδεσμο όπου ανήκε, ως… λάφυρο. Απώτερος σκοπός: Οι επευφημίες από τους υψηλότερους στην ιεραρχία, για όλους τους λάθους λόγους.

«Δεν θα είναι κανένας πάνω από εσένα σε αυτή την πόλη», του ανέφεραν. «Εμένα όλο αυτό με “ανέβασε” και έτσι άρχισα να εκτονώνομαι, με τον οπαδισμό και το ξύλο. Οπότε έτσι ήμασταν και εμείς πριν 20 χρόνια. Εγώ ήμουν ένα κομμάτι τους, ήθελα να γίνω και εγώ ένας μαχητής». Αναφερόμενος στις εκδρομές, οι οποίες συνδυάζονταν με θλιβερά και καταδικαστέα περιστατικά, ο ίδιος, με κυνισμό επισημαίνει πως ήταν το αγαπημένο του κομμάτι, από την οπαδική του ζωή.

«Ήθελα να αποδείξω ότι πρέπει να με πάρουν μαζί τους. Αυτό με γέμιζε. Τότε στα λεωφορεία, έμπαιναν μόνο οι εκλεκτοί. Στο λεωφορείο, στην διαδρομή, περνάς από πολλές πόλεις που θα σου την πέσουν άλλες ομάδες, είτε με πέτρες στο λεωφορείο, ή θα κάνουν οτιδήποτε για να μην φτάσεις στον προορισμό σου, έπρεπε μέσα στο λεωφορείο να είμαστε ένας και ένας». O Νίκος χρησιμοποίησε ακόμη και την λέξη «οικογένεια» μιλώντας για τους όμοιούς του, που για αυτούς ήταν θρίαμβος, αν κατάφερναν να επιβληθούν, με κάθε μέσο, στους αντιπάλους τους, μη λογαριάζοντας τις συνέπειες. Πλέον, φτάσαμε στο σημείο 13 «οικογένειες» να έχουν το πιο θλιβερό κοινό: Τα νεκρά παιδιά τους που δολοφονήθηκαν από θερμοκέφαλους χούλιγκαν… στο όνομα μίας ομάδας.

Ανασύροντας μνήμες από την πρώτη του εκδρομή στη Θεσσαλονίκη, θυμάται -προφανώς- τον εαυτό του σε κίνδυνο, αδιαφορώντας και πάλι, για την σκοτεινή πλευρά του οπαδισμού. Ήταν, άλλωστε, όπως λέει, εκτός έδρας. «Μας περίμεναν 10-15 άτομα, μας έριξαν μολότοφ και πορτοκάλια με ξυράφια. Αυτή είναι η ζωή του οπαδού, ήμασταν αλήτες. Ήμασταν σε μία αρένα, σε έναν πόλεμο και δεν κάναμε βήμα πίσω. Με το ξύλο, επιβάλλαμε τον σεβασμό, ότι έχουμε το καλύτερο κλαμπ και δεν φοβόμαστε κανέναν. Το κλαμπ μας ήταν το κάστρο μας, έτσι το έβλεπα εγώ, κι όσο μεγάλωνα το προστάτευα όλο και περισσότερο».

Η ύπαρξη αναρίθμητων τέτοιων «κλαμπ-κάστρων» που θέλουν να ονομάζονται σύνδεσμοι από τους οπαδούς, σε κάθε «οπαδική συμπλοκή», έρχεται στην επιφάνεια ότι πρόκειται για εγκληματικές γιάφκες, γεμάτες με κάθε είδους παράνομο οπλισμό, που μοναδικό σκοπό έχουν, την ετοιμότητα για τα άγρια επεισόδια μέσα και έξω από τα γήπεδα.

Την στιγμή που θα έμπαιναν στο γήπεδο, λέει ο ίδιος, ήταν… η μεγαλύτερη απόλαυση της ζωής του. Πότε σταματάει όμως ο ενθουσιασμός για το άθλημα και αρχίζει η τρέλα του χουλιγκανισμού; Ποια είναι η λεπτή κόκκινη γραμμή που διαχωρίζει την «αγάπη για την ομάδα» από την ωμή βία και το έγκλημα;

«Σε κάθε γυρισμό, σε συνδυασμό με την νίκη της ομάδας, ένιωθα γεμάτος. Γυρνούσα σπίτι και περίμενα για την επόμενη εκδρομή, η αδρεναλίνη ήταν ακραία. Το να δείξω την υποστήριξή μου στην ομάδα, την αγάπη και την λαχτάρα μου, ήταν το παν. Στο σπίτι δεν μπορούσα να κοιμηθώ, σκεφτόμουν τα πάντα, και ήθελα να τα ξαναζήσω και να τα ξανακάνω. Λέγαμε πως “ήρθαμε, σας δείραμε, σας γλεντήσαμε, σας νικήσαμε και φύγαμε με το κεφάλι ψηλά”». Λες και για να αισθανθείς περισσότερο την νίκη της ομάδας σου, εκτός από τα συνθήματα και τα καρδιοχτύπια εντός γηπέδου, είναι προαπαιτούμενο να χυθεί αίμα. 

«Μπήκα φυλακή και έφαγα σφαίρες για την ομάδα μου»

Μιλώντας για το πιο επικίνδυνο περιστατικό που έχει ζήσει κατά την διάρκεια της έντονης οπαδικής ζωής του, το οποίο αποτέλεσε και την αφορμή ώστε να βάλει ένα οριστικό τέλος σε αυτήν, αναφέρθηκε στο περιστατικό που δέχτηκε ο ίδιος σφαίρα… στο όνομα της ομάδας του.

«Έχω φάει ξύλο, μου έχουν ανοίξει το κεφάλι, όπως πολλές φορές έκανα και εγώ τα ίδια, και μερικές φορές τα πράγματα ήταν ακραία και ξέφευγαν. Κατέληξα όμως, να φάω σφαίρες για την ομάδα μου, από μία ομάδα ατόμων, που πάνω σε διαφωνία, έβγαλαν μαχαίρια και όπλα και με πυροβόλησαν. Τότε κατάλαβα πως πρέπει να σταματήσω να ασχολούμαι με τα οπαδικά.

Σωριάστηκα αιμόφυρτος στο έδαφος, όμως σηκώθηκα και κατάφερα να πάω μόνος μου στο νοσοκομείο. Είμαι ακόμα ζωντανός, όπως ζωντανός βγήκα και όταν έκανα φυλακή τρία χρόνια, πάλι για την ομάδα μου. Πολλοί όμως δεν είναι. Δεν νομίζω πως ο Μιχάλης θα είναι ο τελευταίος, καθώς έχει χαθεί κάθε έλεγχος, και λυπάμαι πολύ που το λέω αυτό. Οι οικογένειες, δεν φταίνε σε τίποτα».

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ