Στην παράδοσή του προς τους σπουδαστές του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών του Τομέα Δημόσιου Δικαίου της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με θέμα «“Αλλαγή σκυτάλης” μεταξύ του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας και του Συμβουλίου της Επικρατείας της Γαλλίας στην “διαδρομή” αμφισβήτησης της κανονιστικής υπεροχής του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Σχόλιο στην απόφαση Conseil d’ État, 21.4.2021, “French Data Network et autres”», ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας και Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Προκόπιος Παυλόπουλος επισήμανε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:
«Τα «καταιγιδοφόρα νέφη» αμφισβήτησης της υπεροχής του Ευρωπαϊκού Δικαίου έναντι του Εθνικού Δικαίου όχι μόνο δεν φαίνεται να «διαλύονται» αλλά, όλως αντιθέτως, «πυκνώνουν» επικίνδυνα στο θεσμικό «στερέωμα» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απειλώντας ευθέως πλέον την κανονιστική «στατική και δυναμική ευστάθεια» του όλου οικοδομήματος της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης, αρχής γενομένης από αυτό τούτο το «θεμέλιό» της: Ήτοι την κανονιστική «στατική και δυναμική ευστάθεια» της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), ως εγγυητή της αυξημένης τυπικής ισχύος των διατάξεων του Ευρωπαϊκού Δικαίου, πρωτογενούς και παράγωγου, έναντι των διατάξεων των Εθνικών Έννομων Τάξεων των Κρατών-Μελών.
Α. Τα προαναφερόμενα «καταιγιδοφόρα νέφη» έχουν μακρά προϊστορία στην γενικότερη νομική αντιπαράθεση, θεωρητική αλλά και νομολογιακή, ως προς την ιεράρχηση, από πλευράς κανονιστικής ισχύος, μεταξύ Ευρωπαϊκού Δικαίου και Εθνικού Δικαίου των Κρατών-Μελών. Μολονότι το ΔΕΕ είχε σπεύσει να διευκρινίσει ευθύς εξ αρχής –ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν ακόμη ουδείς μπορούσε να είναι απολύτως βέβαιος ως προς την σταδιακή θετική εξέλιξη των τότε Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την δημιουργία μιας πραγματικής Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως και συνέβη μετέπειτα- τους όρους και τις προϋποθέσεις της κανονιστικής υπεροχής του Ευρωπαϊκού Δικαίου έναντι του Εθνικού Δικαίου των Κρατών-Μελών (βλ., κυρίως, τις «ιστορικές» αποφάσεις του 15.7.1964, Costa c. ENEL, 17.12.1970, Internationale Handelsgesellschaft και 9.3.1978, Simmenthal), οι προς την αντίθετη κατεύθυνση αντιδράσεις του Εθνικού Δικαστή αρκετών Κρατών-Μελών ουδέποτε «σίγησαν», έστω και αν στα πρώτα στάδια εμφανίζονταν από διάσπαρτες έως μεμονωμένες. Την ίδια τακτική υιοθέτησε και ακολούθησε σημαντική μερίδα της θεωρίας στα Κράτη-Μέλη, ιδίως στο πεδίο του Δημόσιου Δικαίου, κατ’ εξοχήν δε στο πεδίο του strictο sensu Συνταγματικού Δικαίου.
Β. Αυτή η, οιονεί «εκ γενετής», κανονιστική «δυστοπία» της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης, σε ό,τι αφορά την πάγια θέση του ΔΕΕ περί της κανονιστικής υπεροχής του Ευρωπαϊκού Δικαίου έναντι του Εθνικού Δικαίου των Κρατών-Μελών, έχει ουσιωδώς επιδεινωθεί κατά τα τελευταία χρόνια καθιστώντας, και λόγω τούτου, εξαιρετικά δυσοίωνες ακόμη και τις προοπτικές της εν γένει Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, με άλλες λέξεις τις προοπτικές ολοκλήρωσης του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος κατά τον προορισμό του. Δηλαδή τις προοπτικές οργάνωσης και λειτουργίας μιας ομοσπονδιακού τύπου Ευρωπαϊκής Ένωσης, πάνω στις θεσμικές και πολιτικές αντηρίδες της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου, με βασική αποστολή την εμπέδωση αποτελεσματικών εγγυήσεων υπεράσπισης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Την ως άνω επιδείνωση καταδεικνύει πρωτίστως το γεγονός, ότι ολοένα και πολλαπλασιάζονται ιδίως τα Ανώτατα Δικαστήρια Κρατών-Μελών τα οποία, έστω και με διαφορετικές μεθόδους και αιτιολογίες, αμφισβητούν, εμμέσως ή και ουσιαστικώς αμέσως, την υπεροχή του Ευρωπαϊκού Δικαίου έναντι του Εθνικού Δικαίου των Κρατών-Μελών.
Γ. Χαρακτηριστικές είναι οι εντελώς πρόσφατες -μεταξύ 2020 και 2021- αποφάσεις από την μια πλευρά του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας (BVerfG) το οποίο, με τις αποφάσεις του «Gauweiler» (21.6.2016) και «Weiss» (5.5.2020), έφθασε στο σημείο του ελέγχου του ΔΕΕ ως προς το αν ασκεί την δικαιοδοσία του «ultra vires», υποκαθιστώντας το έτσι κατ’ ουσίαν στην ερμηνεία του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Και, από την άλλη πλευρά, του Συμβουλίου της Επικρατείας της Γαλλίας (Conseil d’ État ), με ιδιαίτερη έμφαση στην απόφασή του της 21.4.2021 «French Data Network et autres», στην οποία το Conseil d’ État οδηγείται στο συμπέρασμα ότι οι τομείς που αφορούν την «συνταγματική ταυτότητα» της Γαλλίας δεν ανήκουν στην δικαιοδοσία του ΔΕΕ, ακόμη και αν το ισχύον Ευρωπαϊκό Δίκαιο, πρωτογενές και παράγωγο, συμπεριλαμβάνει ανάλογους κανόνες δικαίου στην Ευρωπαϊκή Έννομη Τάξη.
Δ. Υπό όρους μακροσκοπικής ανάλυσης και αντίστοιχου προβληματισμού, αναφορικά με το μείζον ζήτημα της σύγκρουσης μεταξύ Ευρωπαϊκού Δικαίου και Εθνικών Δικαίων των Κρατών-Μελών, καθίσταται προφανές ότι τα οιονεί «θερμά επεισόδια» που έχουν προκαλέσει τόσο το BVerfG, με τις υποθέσεις «Gauweiler» και «Weiss», όσο και το Conseil d’ État, κυρίως με την απόφαση «French Data Network et autres», δεν μπορούν ν’ αντιμετωπισθούν αποκλειστικώς και μόνο δια της συνέχισης της θεωρητικής συζήτησης ως προς την κανονιστική υπεροχή του Ευρωπαϊκού Δικαίου ή του Εθνικού Δικαίου – με κορωνίδα το Σύνταγμα- των Κρατών-Μελών. Για ν’ αντικρίσουμε την αλήθεια κατάματα, η συζήτηση αυτή, η οποία συντηρείται εδώ και πολλές δεκαετίες, όσο γόνιμα επιχειρήματα και αν αναπτύχθηκαν εκατέρωθεν έχει οδηγηθεί πια σε αδιέξοδο. Γι’ αυτό και το ΔΕΕ όφειλε να γνωρίζει ότι τα κατά τ’ ανωτέρω «θερμά επεισόδια», με πρωταγωνιστές το BVerfG και το Conseil d’ État, δεν ήταν «κεραυνός εν αιθρία», αλλά μάλλον «το χρονικό μιας προαναγγελθείσας σύγκρουσης». Αν αναχθούμε σε αμιγώς νομικά επιχειρήματα, είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι ο μόνος δρόμος για να καμφθούν αποτελεσματικώς οι αντιδράσεις ως προς την κανονιστική υπεροχή του Ευρωπαϊκού Δικαίου είναι εκείνος, που οδηγεί στην θέσπιση ενός πραγματικού Ευρωπαϊκού Συντάγματος, γεγονός το οποίο προϋποθέτει μια Ευρωπαϊκή Ένωση δομημένη, όπως τονίσθηκε προηγουμένως, στο θεμέλιο μιας ομοσπονδιακού τύπου Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Υπό το βάρος αλλά και το φως ενός τέτοιου, τυπικώς μάλιστα θεσπισμένου, ενιαίου Ευρωπαϊκού συνταγματικού θεμελίου, κάθε Εθνικό Δικαστήριο θα ήταν απολύτως δέσμιο ως προς τον σεβασμό και την εφαρμογή του, ακόμη και σε περίπτωση σύγκρουσης των διατάξεών του με τις διατάξεις του Συντάγματος του οικείου Κράτους-Μέλους.
Κατά λογική ακολουθία, και έως ότου φθάσουμε στο ορόσημο της θέσπισης ενός πραγματικού Συντάγματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως θεμελίου της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης, μία είναι η ενδεδειγμένη διέξοδος για την αποφυγή συγκρούσεων ως προς την σχέση Ευρωπαϊκού Δικαίου και Εθνικού Δικαίου, ανάλογων μ’ εκείνες που ήδη προκαλεί σήμερα η νομολογία του BVerfG και του Conseil d’ État: Από την μία πλευρά η εκ μέρους του ΔΕΕ όσο το δυνατόν πιο σύμφωνη με τα κατά περίπτωση Συντάγματα των Κρατών-Μελών ερμηνεία και εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Δικαίου, στο σύνολό του. Και, από την άλλη πλευρά και αντιστοίχως, η εκ μέρους του Εθνικού Δικαστή κάθε Κράτους-Μέλους όσο το δυνατό πιο σύμφωνη με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, επίσης στο σύνολό του, ερμηνεία και εφαρμογή των οικείων συνταγματικών διατάξεων, κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών του καθηκόντων. Σημαντική βοήθεια, στην πορεία εντός αυτής της ερμηνευτικής οδού και μεθόδου, μπορούν να παράσχουν οι γενικές αρχές -που συνάγονται συνήθως από το ΔΕΕ αλλά στην διαμόρφωση των οποίων σημαντικός, καίτοι εν πολλοίς συμπληρωματικός, είναι ο ρόλος των Εθνικών Δικαστηρίων των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης- του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Πρόκειται για γενικές αρχές, οι οποίες συνάγονται από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο αλλά και από τις κοινές στα Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνταγματικές παραδόσεις, ενώ ιδιαίτερη είναι και η συμβολή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ως «πηγής έμπνευσης» τέτοιων γενικών αρχών για την Ευρωπαϊκή Έννομη Τάξη εν γένει. Όμως -και δυστυχώς- σήμερα τίποτα δεν δείχνει πως Ανώτατα Δικαστήρια του θεσμικού βεληνεκούς του BVerfG και του Conseil d’ État έχουν την ειλικρινή βούληση να κινηθούν προς μια τέτοια θετική, συμβιβαστική, κατεύθυνση.