«Προσωπικά» με την Έλενα Κατρίτση: Αφιέρωμα στον Λουκιανό Κηλαηδόνη

«ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ με την Έλενα Κατρίτση»

«Αφιέρωμα στον Λουκιανό Κηλαηδόνη»

Εκπομπή 7η (νέος κύκλος)

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου, στις 23.00, ΕΡΤ1

Ένας δύσκολος χρόνος τελειώνει σε λίγες ημέρες και δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να τον αποχαιρετήσουμε από την δύναμη της απλότητας και της ειλικρίνειας που έχουν τα τραγούδια του Λουκιανού Κηλαηδόνη και την ηρεμία και τη σιγουριά που αποπνέει η φωνή του. Ο «μοναχικός καουμπόι της μουσικής», που διάβαζε κόμικ και Μικρό Ήρωα, που του άρεσαν τα πάρτι και τα θερινά σινεμά, θα είναι κοντά μας με τα τραγούδια του, κυρίως όμως μέσα από τις εικόνες, τα λόγια και τις στιγμές που μοιράζονται μαζί μας η σύζυγος και οι κόρες του, οι φίλοι και οι συνεργάτες του.

Η γνωριμία της Άννας Βαγενά και του Λουκιανού, έγινε στις αρχές του ‘70, με δική της πρωτοβουλία, όταν και οι δύο βρίσκονταν στα πρώτα τους βήματα. Αυτό που την έκανε να τον προσέξει; «Η ομορφιά του!» Αυτό που αγάπησε περισσότερο; «Την εντιμότητά του. Την εξυπνάδα του βεβαίως και το χιούμορ του αλλά κυρίως ότι σε όλη του τη ζωή υπήρξε έντιμος… Πριν φύγει ο Λουκιανός, μου φαινόταν αδιανόητο ότι θα ζήσω μετά από αυτόν. Τώρα είναι σαν να μην έχει φύγει. Στο σπίτι μας, όλες οι γωνιές που ήταν ο Λουκιανός, είναι όπως ήταν. Στην κουζίνα έχουμε ένα καναπεδάκι κι ένα τραπέζι. Έχω βάλει ένα μαξιλάρι, δεν κάθεται κανείς στο σημείο εκείνο, είναι τα χαρτάκια του όπως τα άφησε, δεν ξεσκονίζεται εκείνο το κομμάτι, είναι όπως τα άφησε, τα γυαλιά του, όλα. Και το δωμάτιό του είναι όπως ακριβώς το άφησε απέναντι από την πόρτα του δικού μου. Ακόμα αγοράζω πουκάμισα του Λουκιανού. Και τα βάζω στο δωμάτιο του».

44 χρόνια ζωής μοιράστηκαν και απέκτησαν 2 κόρες, τη Γιασεμί, που είναι ηθοποιός και τη Μαρία, η οποία εργάσθηκε λίγο καιρό ως κοινωνική λειτουργός και τελικά στράφηκε στη μουσική. Σε φορτισμένη συγκινησιακά ατμόσφαιρα ερμηνεύει με την κιθάρα της το τραγούδι που έγραψε για τον πατέρα της, όταν εκείνος έφυγε από τη ζωή, και λέει: «Ο Λουκιανός είναι εδώ. Κάπως το έχει καταφέρει. Αυτό που λέει ο κόσμος ότι τον αισθάνεται, τον έχει δίπλα του… Δεν νομίζω ότι θα φύγει ποτέ. Μπορεί να ακούγεται λίγο μεταφυσικό, δεν είναι όμως περίεργο. Και τώρα που μιλάμε είναι κάπου εδώ».

«Μπορεί τα τραγούδια του, να ακούγονται απλά, είχαν όμως πολύ κόπο και πολλή δουλειά για να βγει αυτό το αποτέλεσμα που ο κόσμος εύκολα θα το τραγουδήσει, θα το αγαπήσει και θα το κάνει δικό του. Ένα από τα πολλά που ασχολήθηκε αυτός ο φοβερός μπαμπάς μας στη ζωή του ήταν το πρότζεκτ με τα χρωματιστά τραγούδια», λέει η Γιασεμί, «Το βραχιόλι που φοράω είναι το Τζιν Τζιν Τζιν, το τραγούδι που έγραψε για μένα όταν ήμουν πολύ μικρούλα. Κάθε νότα είναι και ένα χρώμα, μια χάντρα».

Για αυτά τα τραγούδια, αλλά και για τον Κώστα, τον αδελφό του που ζωγράφιζε, μιλά ο φίλος του Λουκιανού, ζωγράφος, Μάριος Σπηλιόπουλος. Ο πρώτος του δίσκος βγήκε το 1970, με τίτλο «Η πόλη μας». Ο Μανώλης Μητσιάς, ο οποίος ερμήνευσε και στη συνέχεια πολλά από τα τραγούδια του Λουκιανού Κηλαηδόνη, μιλά για την συνεργασία και την φιλία που τους συνέδεε, όλα αυτά τα χρόνια. Υπέγραψε τη μουσική για μια σειρά από επιθεωρήσεις, που άλλαξαν την εικόνα του ελληνικού θεάτρου και που μέχρι σήμερα τραγουδιούνται από μικρούς και μεγάλους. Ο Σταμάτης Φασουλής, από τους πρωτεργάτες του «ελεύθερου θεάτρου», θυμάται τον Λουκιανό εκείνων των χρόνων… Ένα από τα πρώτα που έρχονται στο μυαλό όλων, είναι το θρυλικό πάρτι που διοργάνωσε στη Βουλιαγμένη, τον Ιούλιο του 1983. Η Άννα Βαγενά θυμάται πώς ξεκίνησε αυτή η ιδέα, αλλά και πώς αυτό που συνέβη, ξεπέρασε κάθε προσδοκία.

Στον Λουκιανό, άρεσε να δοκιμάζει και να κάνει πράξη ό τι πίστευε, ακόμα κι αν αυτό ήταν αντίθετα με το ρεύμα της εποχής. Έγραψε μουσική για τον «Θίασο» του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, τα «Μικροαστικά», το «Media Luz», το «Αχ πατρίδα μου γλυκειά», όπου συγκέντρωσε διαφορετικά είδη τραγουδιών από τον χώρο της προφορικής λαϊκής παράδοσης. Είχε το δικό του προσωπικό ύφος που τον έκανε τόσο ξεχωριστό και αγαπητό.

Όταν τελείωνε μια δουλειά ήταν χαρούμενος, ενώ οι άλλοι ήταν στεναχωρημένοι. Έφευγε και χανόταν προς τη Δύση, όπως ο Λούκι Λουκ, που έλεγε: «Είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόι». Είχε τελειώσει την αποστολή, είχε βάλει τους Ντάλτον στα κελιά και ξεκινούσε για καινούργιες περιπέτειες. Έτσι του αξίζει και έτσι θέλουμε όλοι να τον θυμόμαστε.

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ