Νίκος Κούρκουλος: 2+1 άγνωστες ιστορίες για τον γόη του ελληνικού κινηματογράφου

Ο Νίκος Κούρκουλος, ένας από τους πιο γοητευτικούς ηθοποιούς του ελληνικού κινηματογράφου, γεννήθηκε στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1934. Στα νιάτα του ήταν ποδοσφαιριστής του Παναθηναϊκού, όμως στην πορεία πήρε την απόφαση να γίνει ηθοποιός. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, απ’ όπου και αποφοίτησε το 1958. Στο θέατρο εμφανίστηκε για πρώτη φορά με τον θίασο Λαμπέτη – Χορν, ενώ η τελευταία του εμφάνιση στο θεατρικό σανίδι έγινε το 1993. Το 1957 έκανε το ντεμπούτο του στη μεγάλη οθόνη. Έλαβε σημαντικές διακρίσεις, ενώ το 1993 εξελέγη πρόεδρος του Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου. Έφυγε από την ζωή στις 30 Ιανουαρίου του 2007. Στο βίντεο που ακολουθεί προβάλλονται στιγμιότυπα από τις ωραιότερες εμφανίσεις του στις ταινίες στα οποία πρωταγωνίστησε.

Ο Νίκος Κούρκουλος ήταν το δεύτερο από τα τέσσερα παιδιά του Αλκίνοου Κούρκουλου, ο οποίος ήταν κουρέας στο επάγγελμα. Νέος υπήρξε ποδοσφαιριστής του Παναθηναϊκού, αλλά κάποια στιγμή αποφάσισε να στραφεί στην υποκριτική. Από σύμπτωση, όπως ο ίδιος έλεγε. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου δίπλα στον Μάνο Κατράκη και αποφοίτησε το 1958.

Έκανε την πρώτη του θεατρική εμφάνιση με τον θίασο Λαμπέτη – Χορν στο έργο “Η κυρία με τις καμέλιες”. Στη συνέχεια συνεργάστηκε με τον Θίασο Έλσα Βεργή και με τον Θίασο Μελίνας Μερκούρη.

Το βιντεοληπτικό υλικό προέρχεται από το κανάλι στο YouTube “Χρώμα στο ασπρόμαυρο”.

Στην 35χρονη θεατρική του καριέρα έπαιξε σε πολλές σημαντικές θεατρικές παραστάσεις: “Ποτέ την Κυριακή του Ζυλ Ντασέν” (1967), “Η δίκη του Κάφκα” (1971), “Η Όπερα της πεντάρας του Μπρεχτ” (1975), “Ο γλάρος του Τσέχωφ” (1976), “Οιδίπους τύραννος του Σοφοκλή” (1982), “Στη φωλιά του κούκου” (1987) κ.α.

Το 1972 έφτιαξε τον δικό του Θίασο. Το 1974 απέκτησε τη δική του θεατρική στέγη, το θέατρο Κάππα. Η τελευταία του θεατρική εμφάνιση έγινε το 1993 στην Επίδαυρο στο έργο “Φιλοκτήτης” του Σοφοκλή.

Έκανε την πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση το 1957 με την ταινία “Μπάρμπα Γιάννης κανατάς”.

Στη συνέχεια πρωταγωνίστησε σε πολλά κοινωνικά δράματα όπως: “Όρατότης μηδέν”, “Ο κατήφορος”, “Κοινωνία ώρα μηδέν”, “Ένας μεγάλος έρωτας”, “Λόλα” και “Το χρώμα βάφτηκε κόκκινο”.

Κέρδισε δύο φορές το Α’ βραβείο ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Το 1965 με την ταινία “Οι αδίστακτοι”. Το 1970 με την ταινία “Αστραπόγιαννος”.

Το 1993 εξελέγη πρόεδρος του Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου. Το 1994 ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου ίδρυσε την Πειραματική Σκηνή και το Εργαστήρι Ηθοποιών, ενώ έθεσε σε μόνιμη λειτουργία την παιδική σκηνή του Θεάτρου.

Ο Νίκος Κούρκουλος έκανε δύο γάμους. Το 1966, την εποχή που γυριζόταν η ταινία “Το χώμα βάφτηκε κόκκινο” παντρεύτηκε την βοηθό σκηνοθέτη Μελίτα Κουτσογιάννη με κουμπάρο τον Νότη Περγιάλη. Μαζί της απέκτησε δύο παιδιά, τον μετέπειτα ηθοποιό Άλκη Κούρκουλο και την Μελίτα Κούρκουλου.

Το 1986 γνώρισε την Μαριάννα Λάτση. Εκείνη πήρε διαζύγιο από τον Δήμαρχο Βουλιαγμένης Γρηγόρη Κασιδόκωστα κι εκείνος χώρισε από την Μελίτα Κουτσογιάννη. Από τον γάμο του με την Μαριάννα Λάτση απέκτησε άλλα δύο παιδιά, την Εριέττα Κούρκουλου και τον Φίλιππο Κούρκουλο.

Το 2001 διαγνώσθηκε με καρκίνο. Πάλεψε για 6 χρόνια, αλλά στις 30 Ιανουάριο του 2007 πέταξε για την γειτονιά των αγγέλων.

Η άγνωστη ιστορία για τον Κούρκουλο στην εξέγερση του Πολυτεχνείου
Για τα όσα έζησε στην εξέγερση του Πολυτεχνείου μίλησε ο Γιώργος Κοτανίδης στην εκπομπή της Δημόσιας Τηλεόρασης «on ΕΡΤ». Προέβη μάλιστα στην αποκάλυψη ότι ο αείμνηστος Νίκος Κούρκουλος του έδωσε άσυλο, μάλιστα όχι μόνο στον ίδιο, αλλά και σε άλλους. «Θέλω να πω ένα φόρο τιμής στον Νίκο τον Κούρκουλο που είχε το θέατρο Αλάμπρα, απέναντι, διαγωνίως από το Πολυτεχνείο», είπε ο γνωστός ηθοποιός και πρόσθεσε: «Μου έδωσε άσυλο».

Η οικογενειακή ιστορία που τον σημάδεψε

Στη ζωή του υπήρξε και μία οικογενειακή τραγωδία που τον σημάδεψε. Το 1952 ο πρωτότοκος γιος της οικογένειας, Σπύρος Κούρκουλος, που είχε τελειώσει τη σχολή εμποροπλοιάρχων και ταξίδευε με ένα γκαζάδικο σαν τρίτος πλοίαρχος, χάθηκε για πάντα. Το πλοίο του χτυπήθηκε από τυφώνα ανοιχτά της Βενεζουέλας και κόπηκε στα δύο.

Σύμφωνα με μαρτυρίες, αρχικά, σχεδόν όλοι σώθηκαν. Λέγεται ότι ο καπετάνιος πήρε μαζί του σε μια βάρκα τους πλοιάρχους και τους δύο μηχανικούς. Η βάρκα μετά από περιπλάνηση στη θάλασσα, ξεβράστηκε σε μια ακτή της Βενεζουέλας, όπου οι κάτοικοι βρήκαν το άψυχο σώμα του καπετάνιου. Οι υπόλοιποι που επέβαιναν στη βάρκα δεν βρέθηκαν ποτέ.

Την ημέρα του ναυαγίου, ο Νίκος Κούρκουλος ξύπνησε ξαφνικά και είπε στη μητέρα του: «Μάνα, μεγάλο κακό θα μας βρει». Όταν πληροφορήθηκαν τα δυσάρεστα, όλοι κατέρρευσαν.

Η μητέρα του ηθοποιού, Αυξεντία, δεν αποδέχτηκε ποτέ τον θάνατο του παιδιού της. Το γεγονός ότι το σώμα του δεν βρέθηκε, διατηρούσε μια άσβεστη ελπίδα στην ψυχή της. Καθημερινά περίμενε να ανοίξει η πόρτα και να τον δει μπροστά της, ενώ μιλούσε στους δικούς της για εκείνον, σαν να ήταν ζωντανός. Ο Νίκος Κούρκουλος συγκλονίστηκε από τον χαμό του αδελφού του, με τον οποίο είχαν μικρή διαφορά ηλικίας και ήταν αρκετά δεμένοι.

Πώς γυρίστηκε το «Οχι άλλο κάρβουνο»

Ο σκηνοθέτης Νίκος Φώσκολος είχε διηγηθεί την εξής ιστορία: «Γυρίζουμε το «Ορατότης Μηδέν». Θα θυμάστε, βέβαια, τη σκηνή που λέει «Όχι άλλο κάρβουνο», ο πρωταγωνιστής, κατά την διάρκεια της ανάκρισης από το Λιμενικό. Νομίζω πως ήταν από τις πιο δύσκολες σκηνές στην καριέρα του Νίκου Κούρκουλου, γιατί ήταν ένας τεράστιος μονόλογος, μετά την ανάκριση, που πέφτει σε μια συγκίνηση κορυφώνεται με το πώς έγινε η έκρηξη, στο καζάνι.

Πριν από το γύρισμα, επειδή είχε δυσκολίες για τον ηθοποιό η σκηνή, λοιπόν, έχω πάει στο καμαρίνι του Νίκου και τα ξαναλέμε. Ξεκινάμε γύρισμα σε ένα παλιό εργοστάσιο, ένα ξυλουργείο, κάπου στους Αγίους Αναργύρους, όπου δεν υπήρχαν τα συστήματα που δουλεύουμε στα στούντιο, τα κόκκινα φώτα, τα «προσοχή» και τα λοιπά. Από μένα, η σκηνή είναι εύκολη. Κάνω τράβελινγκ, είμαι πάνω στο πρόσωπο του Νίκου, και τον ζυγώνω κατά τη διάρκεια της σκηνής, ώσπου ακούγονται οι εκρήξεις.

Ο Νίκος, όπως πάντα, επιδιώκει να δώσει το τέλειο. Καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια και είναι απόλυτα συγκεντρωμένος. Τελειώνει η ανάκριση, ολοκληρώνεται ο διάλογος και φτάνει στον εξαιρετικά δύσκολο μονόλογό του. Ξεκινάει από χαμηλά, ανεβαίνει, ανεβαίνει, είναι σε έξαρση όλος -με μια ανάσα όλο αυτό- σε ένα μόλις πλάνο, ιδρωμένος, βουρκωμένος, με τις φλέβες στο πρόσωπό του να σφίγγονται, φτάνει στο τέλος, όταν… ένας τεχνικός γυρίζει από το μπαρ, ανοίγει την πόρτα και μπαίνει μέσα! Έτριξε η πόρτα. Δεν το πήρε το μικρόφωνο και δεν το έγραψε ο φακός και δεν το άκουσα κι εγώ.

Το άκουσε, όμως, ο Νίκος που απ’ την ένταση της σκηνής, ξέσπασε σε κλάματα και έτρεξε στο «κελί» του, δηλαδή στο καμαρίνι του, που ήταν τόσο μικρό ώστε να το αποκαλώ «κελί».

Μια ώρα τουλάχιστον προσπαθούσα να τον ηρεμήσω και να το ξανακάνει. Και φυσικά το έκανε και το αποτέλεσμα το είδαμε όλοι! Σκληρός εργάτης, τελειομανής. Παθιασμένος. Σκληρός στη δουλειά και με τον εαυτό του πιο σκληρός. Ένα αληθινό παλικάρι….».

Και ο ίδιος ο Νίκος Κούρκουλος, ξεχώριζε αυτή την ταινία του -ιδιαίτερα, δε τον μονόλογό του, όπου, όπως έλεγε “έφυγα από τον εαυτό μου”. «Δεν ήμουν ο Νίκος- ήμουν ο ήρωας του έργου, ήταν μια από τις στιγμές που θυμάμαι έντονα». Είχε ταυτιστεί τόσο πολύ με τον ήρωα που -όπως λίγοι ίσως γνωρίζουν – είχε γυρίσει τη σκηνή της διάσωσής του με ελικόπτερο, από το σημείο όπου υποτίθεται ότι είχε ναυαγήσει το πλοίο, μόνος του. Χωρίς κασκαντέρ.

«Είχαν ακροβολιστεί πέντε κάμερες με τηλεφακούς σε σκάφη, γύρω από το μέρος στο οποίο θα έπεφτα. Ο καπετάνιος του λιμενικού που με μετέφερε στον χώρο όπου θα γινόταν το γύρισμα, μου είπε πως είναι επικίνδυνο να πέσω σε εκείνο το σημείο γιατί από εκεί περνούσαν πλοία που πετούσαν φαγητά στη θάλασσα και μαζεύονταν σκυλόψαρα. Εγώ δεν ήμουν κασκαντέρ, ούτε λοκατζής για να κάνω τέτοια σκηνή.

Έπεσα λοιπόν στη θάλασσα, ήρθε το ελικόπτερο αλλά η δίνη που δημιουργούσε ο έλικας του στο νερό σου τρύπαγε το πρόσωπο. Κατάφερα να πιαστώ στο σχοινί, με ανέβασε το ελικόπτερο και έγινε το πλάνο. Γυρίσαμε τη σκηνή τρεις φορές», ανέφερε ο ηθοποιός.

 

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ