Αναστασία Στυλιανίδη στο enikos.gr: Η Αναχίτ από την «Μάγισσα», το «Κάνε ότι Κοιμάσαι» και η θεατρική «Τούνδρα»

Η ηθοποιός που ξεχώρισε στο “Κάνε ότι κοιμάσαι” και κέρδισε τις εντυπώσεις ως “Αναχίτ” στην τηλεοπτική σειρά “Μάγισσα” του Αντ1 μιλά για τις δυσκολίες των γυρισμάτων, το πως μπήκε η τηλεόραση στη ζωή της αλλά και την παράσταση “Τούνδρα” που πρωταγωνιστεί στο Rabbithole.

Της Νάντιας Ρηγάτου

“Η δυσκολία στη “Μάγισσα” έγκειται στο να βρεις τις σωστές ποσοστώσεις στο μαγείρεμα της πραγματικότητας με τη φαντασία”

Πως είναι η καθημερινότητά σας αυτή την περίοδο;

Α.Σ: Θέατρο, γράψιμο, διάβασμα, έρευνα και φαντασιοπληξία.

Φωτογραφία: Άσπα Κουλύρα

Στο θέατρο πρωταγωνιστείτε στο έργο «Τούνδρα». Τι σημαίνει «Τούνδρα» και τι σας αρέσει σε αυτό το έργο;

Α.Σ: Η τούνδρα είναι χερσαίο οικοσύστημα πολικής ζώνης, με μονίμως παγωμένο υπέδαφος και  χαμηλή βλάστηση, μιας και σε αυτές τις θερμοκρασίες δεν μπορεί να επιβιώσει τίποτα πάνω από ένα συγκεκριμένο όριο ύψους. Σε αυτά τα χαρακτηριστικά πατάει και ο συμβολισμός της «Τούνδρας» του Γιώργου Σίμωνα που παίζουμε στο Rabbithole.

Το έργο παρουσιάζει ένα μεσιτικό γραφείο, ένα οίκο-σύστημα δηλαδή, που διαχειρίζεται σπίτια με αυτήν ακριβώς την «παγωμένη» φιλοσοφία της πεπερασμένης ανάπτυξης, την οποία ανάγει σε «τρόπο να βλέπεις τη ζωή». Η κτηματομεσιτική αγορά, βέβαια, στην παράστασή μας δρα περισσότερο ως όχημα, μιας και η έννοια του «σπιτιού» στο έργο επιδέχεται πολλαπλής ερμηνείας και αυτή είναι μία από τις πολλές αρετές που βρίσκω στη γραφή του Γιώργου. Ναι, είναι το σπίτι αυτό καθαυτό, είναι η φύση, το ευρύτερο «σπίτι», δηλαδή, που μας φιλοξενεί ως έμβια όντα, αλλά, σίγουρα είναι και ο ίδιος μας ο εαυτός, το «σπίτι» που μέρα νύχτα κουβαλάει την ύπαρξή μας.

H «Τούνδρα» μας, λοιπόν, είναι μία σαρκαστική αναρώτηση σχετικά με το πόσο ξεζουμίζεις, αλλοτριώνεις, ή εγκαταλείπεις αυτό το πολύτιμο πολυσήμαντο «σπίτι» στο συνεχές κυνήγι της επίδοσης, του κέρδους και της αστείρευτης εκμετάλλευσης. Κατά πόσο, αφήνεις να σου πάρουν το «σπίτι» ή ακόμη χειρότερα το παραχωρείς εσύ ο ίδιος, δίνοντας τα κλειδιά; Κατά πόσο, τελικά, η ανθρωπότητα αγαπάει τον εαυτό της; Για να καταστρέφουμε το περιβάλλον και να πολεμάμε μεταξύ μας, μάλλον όχι και πολύ. Αυτή την αυτοκτονική τάση της ανθρωπότητας κοιτάζουμε κατάματα στην «Τούνδρα», ενώ, συγχρόνως, τραγουδάμε στον εαυτό μας «it’s the end of the world cause you don’t love me anymore». Γιατί; Γιατί «η ανθρωπότητα θέλει να αυτοκτονήσει, αλλά δεν το θέλει πραγματικά, μόνο κατά το ήμισυ. Θέλει και δεν θέλει». Τα έχει πει ωραία ο Ιονέσκο.

Φωτογραφία: Άσπα Κουλύρα

Έχετε κοινά με την ηρωίδα που υποδύεστε στη θεατρική σκηνή;

Α.Σ: Ως άνθρωπος του 21ου αιώνα, προφανώς, λειτουργώ κι εγώ έως έναν βαθμό ως «επιδοσιακό υποκείμενο», όπως μας αποκαλεί ο Χαν στην «Κοινωνία της Κόπωσης». Με αυτό το βιβλίο μας έφερε σε επαφή, πολύ στοχευμένα σε μια πρόβα, ο Ορέστης Τάτσης και διαβάζοντάς το, ένιωσα ότι όντως συμπυκνώνει σε μεγάλο βαθμό τα νοήματα της «Τούνδρας».

Η Ρόζα, όμως, που υποδύομαι, νομίζω ότι βρίσκεται στο στάδιο ενός meta-ανθρώπου που δεν αντιλαμβάνεται πια ούτε τα σύνδρομα, ούτε την ταλαιπωρία που συνοδεύουν αυτή την ιδιότητα. Τα βιώνει όλα ως αναπόσπαστο κομμάτι της νευρωτικής της φύσης, αυτής που έχει υιοθετήσει από τότε που αποχωρίστηκε την αθωότητά της και άρχισε να εκδιώκει καθετί ανθρώπινο προς όφελος της επιτελεστικότητας και της μεγιστοποίησης της αποδοτικότητας. Οπότε, εκεί χωρίζουν οι δρόμοι μας.

Το βασικό μου κοινό μαζί της, στο οποίο πατήσαμε κιόλας, είναι μια κατάσταση ενεργειακής μανίας στην οποία βουτάω, όπως έχει επισημάνει και ο σκηνοθέτης μας Γιώργος Τζαβάρας, όταν εμπνέομαι από κάτι και αρχίζω να φαντάζομαι και να αυτοσχεδιάζω. Η Ρόζα, όμως, δεν εμπνέεται. Μπαίνει σε αυτή την κατάσταση γιατί απλώς εκτελεί, όπως θα εκτελούσε μια καλοσχεδιασμένη μηχανή προγραμματισμένη να παράγει ατελείωτα. Για να εμπνέεσαι πρέπει να ζεις, όχι απλώς να επιβιώνεις. Με τη Ρόζα, συμβαίνει το παράδοξο που αναφέρει ο Χαν: είναι «πολύ ζωντανή για να πεθάνει και πολύ νεκρή για να  μπορεί να ζει».

Ποιο είναι το πιο απρόοπτο που σας έχει συμβεί μέχρι σήμερα εν ώρα παράστασης;

Α.Σ: Μετά από τόσα χρόνια, εξακολουθεί να είναι κάτι που συνέβη πολύ παλιά, πριν καν μπω στη δραματική σχολή. Ήταν σε παράσταση της θεατρικής ομάδας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου φοιτούσα. Είχαμε ανεβάσει την «Όπερα της Πεντάρας» εκείνη τη χρονιά. Κάποια στιγμή, λοιπόν, ενώ τραγουδάω ως «Τζένη των Πειρατών» και λέω την περίφημη φράση «μα δεν ξέρετε σε ποια μιλάτε», μέσα στην ατμοσφαιρική παύση της μουσικής, ακούγεται η φωνή μιας θείας μου να λέει «ξέρουμε, ξέρουμε!». Αριστούργημα. Ίσως, με έσωσε το ότι εκείνη τη μέρα είχα πάθει επιπεφυκίτιδα και έπρεπε να παίξω χωρίς φακούς επαφής, με εφτά βαθμούς μυωπία. Το γεγονός ότι έπαιζα χωρίς να βλέπω τίποτα και η πολλαπλάσια συγκέντρωση που απαιτούσε με γλίτωσαν από την καταστροφή.

Φωτογραφία: Βασίλης Καγκελάρης

Η τηλεόραση πότε μπήκε στη ζωή σας;

Α.Σ: Τον Μάρτιο του 2020, με ένα επεισοδιακό guest στη Μουρμούρα όπου, έσπαγα κάτι πιάτα, τρελαμένη. Με είχε προτείνει ο αγαπημένος μου φίλος και συμπαίκτης τότε στον «Ρινόκερο»,  Στέλιος Ιακωβίδης. Ήμουν πολύ τυχερή όχι μόνο γι’ αυτό αλλά και γιατί, ήδη από το casting με τον Διονύση Φερεντίνο και τη βοηθό του, Εύα Βασιλοπούλου, ένιωσα ότι φιλοξενήθηκα από μια οικογένεια που είχε τη θέρμη, τη φροντίδα και την τρέλα που χρειαζόταν, απ’ ό,τι φαίνεται, η πρώτη μου γνωριμία με την τηλεόραση.

Το επεισόδιο παίχτηκε με καθυστέρηση λόγω της πανδημίας. Αλλά, εξαιτίας αυτής της καθυστέρησης έτυχε να το δει η Μαρία Λαϊνά, την περίοδο που είχε αναλάβει το casting για τη νέα σειρά που θα σκηνοθετούσε ο Αλέξανδρος Πανταζούδης. Επικοινώνησε, λοιπόν, μαζί μου την επόμενη μέρα της προβολής του επεισοδίου για να με προτείνει για τον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Αν και προχωρήσαμε με τα casting και φτάσαμε στην τελική φάση, δεν ήμουν η τελική επιλογή του καναλιού. Δύο χρόνια μετά, όμως, και τον ευχαριστώ θερμά γι’ αυτό, ο Αλέξανδρος μου ξαναέδωσε την ευκαιρία στο «Κάνε Ότι Κοιμάσαι». Την ευκαιρία, όχι μόνο να συνεργαστούμε τελικά, αλλά να ζήσω μια ολοκληρωμένη εμπειρία τηλεοπτικής συμμετοχής σε μια σειρά που έχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου λόγω των ανθρώπων της, των όσων δημιουργήσαμε παρέα και των όσων μοιραστήκαμε. Είμαι πολύ ευγνώμων για όλα τα παραπάνω.

Τι δυσκολίες είχε ρόλος της Αναχίτ, στην τηλεοπτική σειρά «Μάγισσα» του Αντ1; Φαίνεται πολύ απαιτητικός.

Α.Σ: Η βασική δυσκολία, νομίζω, έχει να κάνει με την έλλειψη αναφορών, λόγω της ιδιαίτερης φύσης του ρόλου. Οπότε, η προσέγγιση έπρεπε να γίνει περισσότερο διαισθητικά και επινοητικά. Μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να λειτουργήσει τόσο σαν ευκαιρία, όσο και σαν παγίδα. Η δυσκολία, οπότε, έγκειται στο να βρεις τις σωστές ποσοστώσεις στο μαγείρεμα της πραγματικότητας με τη φαντασία. Αυτή, όμως, είναι έτσι κι αλλιώς μία από τις βασικές προκλήσεις στο παιχνίδι της υποκριτικής και της μυθοπλασίας.

Επόμενα σχέδια; θεατρικά και τηλεοπτικά;

Α.Σ: Έχουν πέσει διάφορα στο τραπέζι αλλά, προς το παρόν, το μόνο βέβαιο είναι η «Οδός Φανταστικής» που θα ανέβει τον Ιούνιο στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, στο πλαίσιο του προγράμματος 3ο Κουδούνι όπερα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής σε μουσική σύνθεση της Σοφίας Καμαγιάννη. Εκεί εμπλέκομαι με τη συγγραφική μου ιδιότητα, μιας και έχω αναλάβει τη σύλληψη και συγγραφή του λιμπρέτου της παράστασης.

“Τούνδρα” Κάθε Δευτέτα και Τρίτη στις 21:15 στο Rabbithole, Γερμανικού 20, Μεταξουργείο

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ