Όσκαρ Ουάιλντ: Η κρυφή ερωτική ζωή, η καταδίκη για ομοφυλοφιλία και το τέλος στην αυτοεξορία

Επιμέλεια: Ελένη Καραμήτσου

Το δράμα και η τραγωδία επηρέασαν την προσωπική ζωή αυτού του σπουδαίου Ιρλανδού μυθιστοριογράφου, ποιητή, δραματουργού και κριτικού. Γνωστός για το οξυδερκές πνεύμα, τις εξεζητημένες εμφανίσεις και τους πνευματώδεις διαλόγους του, ο Όσκαρ Ουάιλντ έγινε μια από τις διασημότερες προσωπικότητες της εποχής του. Έχοντας περάσει από διάφορα είδη γραπτού λόγου καθ’ όλη τη δεκαετία του 1880, έγινε πασίγνωστος ως θεατρικός συγγραφέας στο Λονδίνο στις αρχές της επόμενης δεκαετίας, ενώ σήμερα τον γνωρίζουμε για τα ευφυολογήματά του και κυρίως το μοναδικό του μυθιστόρημα, “Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ”, αλλά και τα σπουδαία θεατρικά έργα του, Το τέλος ήρθε πρόωρα γι’ αυτήν τη μεγάλη μορφή των γραμμάτων, που “έφυγε” από μηνιγγίτιδα στις 30 Νοεμβρίου 1900. Η υγεία του είχε υποστεί ισχυρό πλήγμα στη διετή φυλάκισή του, αφού καταδικάστηκε σε καταναγκαστικά έργα λόγω σοδομισμού.

Ο γάμος και η κρυφή ερωτική ζωή

Το 1881 ο Ουάιλντ είχε γνωρίσει την Κόνστανς Λόυντ, κόρη του Οράσιο Λόυντ, ενός πλουσίου συμβούλου της Βασίλισσας. Το 1884, η Κόνστανς έτυχε να επισκεφτεί το Δουβλίνο, όπου ο Ουάιλντ έδινε διαλέξεις στο θέατρο Gaiety. Εκείνος τη ζήτησε σε γάμο, και παντρεύτηκαν στις 29 Μαΐου 1884 στην Αγγλικανική εκκλησία του Αγίου Ιακώβου στο Πάντινγκτον του Λονδίνου. Το ετήσιο εισόδημα της Κόνστανς ανερχόταν σε 250 λίρες, ποσό αξιοπρεπέστατο για γυναίκα εκείνης της εποχής (αντιστοιχεί σε 22.100 λίρες με σημερινή αξία)., ο Ουάιλντ είχε ιδιαιτέρως ακριβά γούστα και το ζευγάρι μιλούσε διαρκώς για την αξία της διακόσμησης, κάτι που τους οδήγησε σε μια πλήρη ανακαίνιση στην οικία τους στον αριθμό 16 της οδού Τάιτ, με αρκετά υψηλό κόστος. Απέκτησαν δύο γιους, τον Κύριλλο και τον Βίβιαν.

Ο Ρόμπερτ Ρος, 17 χρονών τότε, είχε διαβάσει τα ποιήματα του Ουάιλντ πριν συναντηθούν και εναντιωνόταν στη βικτωριανή απαγόρευση της ομοφυλοφιλίας σε τέτοιο βαθμό ώστε είχε αποξενωθεί από την οικογένεια του. Σύμφωνα με τις περιγραφές του Έλμαν, βιογράφου του Ουάιλντ, ο Ρος ήταν “…τόσο νέος και τόσο γνώστης, αποφασισμένος να γοητεύσει τον Ουάιλντ”. Ο Ντάνιελ Μέντελσον, Αμερικανός συγγραφέας και κριτικός, θεωρεί ότι ο Ουάιλντ, ο οποίος έκανε συχνά αναφορές στον “ελληνικό έρωτα” (κατ’ ευφημισμό η ομοφυλοφιλία), μυήθηκε στον ομοφυλοφιλικό έρωτα από τον Ρος, σε μια εποχή που “ο γάμος του είχε αρχίσει να περνάει κρίση μετά τη δεύτερη εγκυμοσύνη της συζύγου του, η οποία πλέον τον απωθούσε ερωτικά». Να σημειωθεί, ωστόσο, ότι ο σοδομισμός/ομοφυλοφιλία εκείνη την εποχή ήταν σοβαρό κοινωνικό ταμπού και ποινικό αδίκημα στη Βρετανία, που επέσυρε ποινή φυλάκισης αν αποδεικνυόταν η κατηγορία.

Η πρώτη δίκη

Στο απόγειο της φήμης του, και ενώ το αριστούργημά του, “Η σημασία του να είναι κανείς σοβαρός”, παιζόταν στο Λονδίνο, ο Ουάιλντ μήνυσε τον Μαρκήσιο του Κουίνσμπερι, Τζον Ντάγκλας, για συκοφαντία. Ο Μαρκήσιος ήταν ο πατέρας του εραστή του Ουάιλντ, του Λόρδου Άλφρεντ Ντάγκλας . Οι κατηγορίες μπορούσαν να επιφέρουν κάθειρξη έως και δύο έτη.

Στα μέσα του 1891, ο ποιητής και φίλος του Ουάιλντ Λάιονελ Τζόνσον του σύστησε τον ξάδελφό του Άλφρεντ Ντάγκλας, φοιτητή στην Οξφόρδη. Γνωστός με το ψευδώνυμο «Μπόζι», ο 22χρονος νεαρός ήταν ένας όμορφος και κακομαθημένος αριστοκράτης. Μία στενή φιλία ξεκίνησε τότε ανάμεσα στους δύο άντρες, με τον Ουάιλντ έως το 1893 να έχει ξελογιαστεί από τον νεαρό λόρδο και τη σχέση τους να ακολουθεί θυελλώδη και καταστροφική πορεία για τον μυθιστοριογράφο. Ο εβδομαδιαίος μισθός του Ουάιλντ έφτανε μέχρι και τις 100 λίρες, κυρίως από τα θεατρικά του και το περιοδικό στο οποίο εργαζόταν ως εκδότης, έτσι ο συγγραφέας μπορούσε να ικανοποιεί κάθε καπρίτσιο του νεαρού προστατευόμενού του, υλικό, καλλιτεχνικό, ίσως και ερωτικό.

Ο Ντάγκλας σύντομα μύησε τον Ουάιλντ στον υπόγειο κόσμο της ανδρικής πορνείας, όπου με την αρωγή του Άλφρεντ Τέιλορ γνώρισε δεκάδες νεαρούς – συνήθως από τις εργατικές τάξεις – από το 1892 κι έπειτα. Αυτά τα συχνά ραντεβού είχαν συνήθως ίδια χαρακτηριστικά. Αρχικά ο Ουάιλντ συναντούσε το αγόρι, του έδινε δώρα, δειπνούσε μαζί του και στην συνέχεια κατέληγαν μαζί σε κάποιο δωμάτιο ξενοδοχείου. Σε αντίθεση με τις ωραιοποιημένες σχέσεις “δασκάλου – προστατευόμενου” που διατηρούσε με τον Ρος, τον Τζον Γκρέυ ή τον Ντάγκλας, οι οποίοι αποτελούσαν μέρος του αισθητικού κύκλου του, οι νεαροί που συναντούσε τις νύχτες ήταν συνήθως αμόρφωτοι και τις περισσότερες φορές δεν γνώριζαν ούτε αυτόν ούτε το έργο του. Σύντομα ο Ουάιλντ ζούσε δύο παράλληλες ζωές κρατώντας απόλυτα κρυφή τη μία από την άλλη.

Ωστόσο, ο πατέρας του Ντάγκλας, ο 9ος Μαρκήσιος του Κουίνσμπερι, ήταν δηλωμένος άθεος, είχε βάρβαρους τρόπους και ήταν ο δημιουργός των σύγχρονων κανόνων του μποξ. Ο Μαρκήσιος, ο οποίος είχε συνεχείς αντιμαχίες με τον γιό του, είχε απαιτήσει πολλές φορές να μάθει την φύση της σχέσης του Ντάγκλας με τον Ουάιλντ, αλλά κάθε φορά ο ποιητής κατάφερνε να τον κατευνάζει. Τον Ιούνιο του 1894, ο Μαρκήσιος επισκέφτηκε τον Ουάιλντ στο σπίτι του, στην οδό Τάιτ, και ξεκαθάρισε τη στάση του: “Όχι μόνο το δείχνεις μα το φωνάζεις κιόλας, και τα δύο είναι εξίσου άθλια”, και ορκίστηκε πως θα τον “έλιωνε” αν τον έβρισκε ξανά με τον Μπόζι σε κάποιο εστιατόριο. Η περίφημη απάντηση του Ουάιλντ σε αυτήν την απειλή ήταν: “Δεν ξέρω τους κανόνες Κουίνσμπερι αλλά ο κανόνας του Όσκαρ Ουάιλντ είναι να χτυπά επί τη εμφανίσει”. Ο ίδιος ο Ουάιλντ είχε περιγράψει το περιστατικό στο “Εκ Βαθέων”: “Αυτό έγινε όταν, στη βιβλιοθήκη μου στην οδό Τάιτ, είχε έρθει ο πατέρας σου και κουνώντας τα μικρά του χέρια στον αέρα με μανία επιληπτικού… προφέροντας κάθε αισχρή λέξη που μπορούσε να σκεφτεί το αισχρό του μυαλό, ουρλιάζοντας τις σιχαμερές απειλές, που πραγματοποίησε αργότερα με τόσην επιδεξιότητα”. Ο Μαρκήσιος αναφέρθηκε στη συνάντηση μόλις μία φορά, χαρακτηρίζοντας τη συμπεριφορά του συγγραφέα δειλή. Σύντομα ο Ουάιλντ αντιλήφθηκε ότι είχε εγκλωβιστεί στην αψιμαχία του εραστή του με τον πατέρα του κι ενώ ήθελε να θέσει τέλος στις προσβολές του Μαρκησίου ανησυχούσε ότι μπορούσε να αποβεί καταστροφικό για τον ίδιο, καθώς θα μαθαίνονταν οι προσωπικές σχέσεις του.

Πράγματι, ο Μαρκήσιος είχε αποφασίσει να εξευτελίσει τον διάσημο συγγραφέα. Κάποια στιγμή είχε σχεδιάσει να πετάξει ανθοδέσμη με σάπια λαχανικά στη σκηνή, κάτι που είχε μάθει ο Ουάιλντ και κατάφερε να του απαγορεύσει την είσοδο στο θέατρο. Στις 18 Φεβρουαρίου 1895, ο Μαρκήσιος επισκέφτηκε την ιδιωτική λέσχη Albermarle, στην οποία ο Ουάιλντ ήταν μέλος, απαιτώντας να τον δει. Όταν του απαγορεύτηκε η είσοδος, άφησε την προσωπική του κάρτα, με την επιγραφή: “Προς τον Όσκαρ Ουάιλντ, τον σοδομίτη (sic)” ένα σημείωμα που ισοδυναμούσε με δημόσια κατηγορία για σοδομισμό. Ο Ουάιλντ, επηρεασμένος από τον Ντάγκλας, και ενάντια στις συμβουλές των φίλων του, κινήθηκε νομικά εναντίον του Μαρκησίου, καταθέτοντας αγωγή για συκοφαντία.

Πράγματι, ο Κουίνσμπερι συνελήφθη με την κατηγορία της συκοφαντικής δυσφήμησης, η οποία μπορούσε να επιφέρει ποινή κάθειρξης έως και δύο έτη. Σύμφωνα με νόμο του 1843, ο Μαρκήσιος μπορούσε να αποφύγει την καταδίκη αν αποδείκνυε ότι η κατηγορία του είχε πραγματική βάση, και, επιπλέον, υπήρχε “κοινωνικό όφελος” από την δημοσιοποίησή της. Έτσι, οι δικηγόροι του προσέλαβαν ιδιωτικούς ντετέκτιβ για να βρουν αποδείξεις της ομοφυλοφιλίας του Ουάιλντ και να επιβεβαιώσουν τις κατηγορίες. Αποφάσισαν να παρουσιάσουν τον Ουάιλντ ως έναν έκφυλο μεσήλικα, ο οποίος δελέαζε τακτικά αφελείς νεαρούς και τους μυούσε σε μία ζωή ανήθικης ομοφυλοφιλίας, για να αποδείξουν ότι η δημοσιοποίηση της κατηγορίας ήταν προς το δημόσιο συμφέρον, ενημερώνοντας με αυτόν τον τρόπο τους νέους για τους κινδύνους που ελλόχευαν πίσω από τους επιτηδευμένους λόγους του συγγραφέα. Ο φίλος του Ουάιλντ, Φρανκ Χάρις, σε συνάντησή τους στο καφέ Ρουαγιάλ προσπάθησε μαζί με άλλους φίλους να τον αποτρέψουν από την αγωγή: “Θα αποδείξουν ότι οι κατηγορίες του σοδομισμού έχουν βάση” του είπε, αλλά ο Ουάιλντ δεν επείσθη: “Είναι στιγμές σαν κι αυτές που κανείς μαθαίνει ποιοι είναι οι πραγματικοί του φίλοι” είχε πει”.

Η δίκη ξεκίνησε στις 3 Απριλίου 1895, εν μέσω γενικευμένης υστερίας, τόσο από τον Τύπο όσο και από το κοινό. Το πλήθος των αποδείξεων που είχαν μαζευτεί κατά του Ουάιλντ ήταν τέτοιο, που ο συγγραφέας υποχρεώθηκε να υπενθυμίσει σε όλους, μειλίχια, πως “εγώ είμαι ο ενάγων σε αυτήν τη δίκη”, όπως γράφει το Βικιπαίδεια. Ο δικηγόρος του Ουάιλντ, ο Σερ Έντουαρντ Τζορτζ Κλαρκ, ξεκίνησε τη διαδικασία ρωτώντας τον Ουάιλντ για δύο προκλητικά γράμματα του ποιητή προς τον Ντάγκλας, τα οποία είχε στην κατοχή της η υπεράσπιση. Ο Ουάιλντ χαρακτήρισε το πρώτο ως “πεζό σονέτο” και παραδέχτηκε ότι η “ποιητική του γλώσσα” μπορεί να ξενίσει αρκετούς στο ακροατήριο, αλλά ισχυρίστηκε ότι ο σκοπός του ήταν αθώος. Επιπλέον, ο ποιητής ισχυρίστηκε ότι τα γράμματα κατέληξαν στην κατοχή της υπεράσπισης μέσω κλεπταποδόχων, οι οποίοι προσπάθησαν να τον εκβιάσουν για χρήματα, τα οποία ποτέ δεν τους έδωσε. Αντιθέτως, τους προσέφερε 60 λίρες (περίπου 5.900 σε σημερινή ισοτιμία), ποσό το οποίο ήταν “ασυνήθιστο για ένα πεζογράφημα αυτού του μήκους”. Δήλωσε ότι θεωρεί τα συγκεκριμένα γράμματα έργα Τέχνης και όχι κάτι για το οποίο θα έπρεπε να ντρέπεται.

Οι ερωτήσεις του Κάρσον στον Ουάιλντ επικεντρώθηκαν κυρίως στο πώς ο τελευταίος αντιλαμβάνεται το ηθικό υπόβαθρο των έργων του. Η απάντηση του Ουάιλντ ήταν ότι τα έργα τέχνης δεν είναι ούτε ηθικά ούτε ανήθικα, παρά μόνο καλά ή κακά φτιαγμένα, και συμπλήρωσε ότι μόνο “βάρβαροι και αμόρφωτοι” των οποίων οι απόψεις για την τέχνη είναι “ανυπέρβλητα ηλίθιες”, θα μπορούσαν να διατυπώσουν τέτοιες κρίσεις για έργα Τέχνης. Ο Κάρσον, εξέχων νομικός, παρέκκλινε από τη συνήθη τακτική των ερωτήσεων κλειστού τύπου, και στρίμωχνε τον Ουάιλντ σε κάθε θέμα, από κάθε διαφορετική οπτική γωνία, με στόχο να απομονώσει λεπτές αποχρώσεις προκλητικής παρακμής στις απαντήσεις του, να ξεγυμνώσει τον Αισθητισμό του και να τον κάνει να μοιάζει decadant.

Επίσης, προχώρησε στην εξέταση των πραγματικών αποδεικτικών στοιχείων και ανέκρινε τον Ουάιλντ σχετικά με τις συναντήσεις του με νεότερους άνδρες χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων. Ο συγγραφέας παραδέχθηκε ότι τους γνώριζε και ενίοτε τους προσέφερε δώρα, αλλά επέμεινε ότι δεν συνέβαινε τίποτα περισσότερο μεταξύ τους και ότι ήταν απλώς καλοί φίλοι του. Ο Κάρσον επανειλημμένα επισήμανε την αφύσικη σχέση μεταξύ του Ουάιλντ και των νεαρών, και υπαινίχθηκε ότι αυτοί ήταν, στην πραγματικότητα, ιερόδουλοι. Σε αυτό ο Ουάιλντ απάντησε ότι δεν πίστευε στον διαχωρισμό των τάξεων, και ότι απλά απολάμβανε τη συντροφιά νεότερων ανδρών. Έπειτα ο Κάρσον τον ρώτησε ευθέως αν είχε φιλήσει ποτέ ένα συγκεκριμένο αγόρι υπηρέτη, για να πάρει την απάντηση από τον Ουάιλντ: “Ω, όχι! Ήταν ιδιαίτερα απλοϊκό αγόρι – δυστυχώς άσχημο – και τον λυπόμουν γι’ αυτό”. Ο Κάρσον βρήκε την αφορμή που έψαχνε, επέμεινε στην απάντηση του Ουάιλντ και πίεζε να μάθει γιατί η ασχήμια του αγοριού ήταν σχετική με την ερώτησή του. Ο Ουάιλντ δίστασε, και, για πρώτη φορά, φάνηκε να σαστίζει: “Μου επιτίθεστε και με προσβάλετε και προσπαθείτε να με πανικοβάλετε, σε τέτοιες στιγμές ένας άνθρωπος μπορεί να πει πράγματα επιπόλαια, ενώ θα όφειλε να μιλήσει προσεκτικά”.

Κατά την αγόρευση της υπεράσπισης, ο Κάρσον δήλωσε ότι είχε εντοπίσει αρκετούς άνδρες ιερόδουλους, οι οποίοι ήταν διατεθειμένοι να καταθέσουν ότι είχαν κάνει σεξ με τον Ουάιλντ. Κατόπιν υποδείξεως των δικηγόρων του, ο Ουάιλντ απέσυρε τη μήνυση εις βάρος του Κουίνσμπερι. Ο Μαρκήσιος κρίθηκε αθώος, αφού αποδείχθηκε ότι η κατηγορία του για τον Ουάιλντ ήταν δικαιολογημένη, “υπαρκτή τόσο στην ουσία της όσο και ως γεγονός”. Μάλιστα, ο ίδιος νόμος του 1843, που καθιστούσε τον Ουάιλντ υπόχρεο στην κάλυψη των – ιδιαιτέρως διογκωμένων – νομικών εξόδων του Κουίνσμπερι, οδήγησε τον συγγραφέα στην πτώχευση.

Δεύτερη δίκη και φυλάκιση

Εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης του Ουάιλντ με τις κατηγορίες του σοδομισμού και της προσβολής των χρηστών ηθών. Ο Ρόμπερτ Ρος, μαζί με τον Ρέτζιναλντ Τέρνερ, Βρετανό συγγραφέα, αισθητιστή και καλό φίλο του ποιητή, συναντήθηκαν με τον Ουάιλντ στο ξενοδοχείο όπου είχε καταφύγει ο τελευταίος, στο Knightsbridge στο δυτικό Λονδίνο. Και οι δύο συμβούλεψαν τον ποιητή να πάει μεμιάς στο Ντόβερ και να πάρει ένα πλοίο με προορισμό τη Γαλλία. Η μητέρα του όμως, τον συμβούλεψε να μείνει και να πολεμήσει σαν άνδρας. Ο Ουάιλντ, βυθισμένος στην αδράνεια, το μόνο που ψέλλισε ήταν: “Το τρένο έχει φύγει. Είναι πολύ αργά”. Ο Ουάιλντ συνελήφθη στις 6 Απριλίου 1895, στο δωμάτιο 118 του ξενοδοχείου Cadogan, για απρεπή συμπεριφορά μεταξύ ανδρών (κατ’ ευφημισμό ο ομοφυλοφιλικός έρωτας), σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα του 1885. Κατόπιν εντολής του, ο Ρος και ο υπηρέτης του Ουάιλντ, μάζεψαν προσωπικά αντικείμενα, έγγραφα και γράμματα από το διαμέρισμα του στην οδό Τάιτ 16. Ο Ουάιλντ στην συνέχεια κρίθηκε προφυλακιστέος και μεταφέρθηκε στη γυναικεία φυλακή Χόλογουεϊ στο βόρειο Λονδίνο, όπου ο Ντάγκλας τον επισκεπτόταν καθημερινά.

Οι διαδικασίες κινήθηκαν πολύ γρήγορα και στις 26 Απριλίου 1895 ξεκίνησε η δίκη, αυτήν τη φορά με κατηγορούμενο τον Ουάιλντ, ο οποίος δήλωσε “αθώος”. Είχε παρακαλέσει τον Ντάγκλας να εγκαταλείψει το Λονδίνο για το Παρίσι, αλλά ο νεαρός αρνιόταν πεισματικά . Ήθελε μάλιστα να καταθέσει υπέρ του Ουάιλντ στη δίκη. Ύστερα από πολλές πιέσεις κατέφυγε στο ξενοδοχείο Hotel du monde στη γαλλική πρωτεύουσα. Φοβούμενοι πιθανή δίωξη, ο Ρος κι άλλοι στενοί φίλοι του ποιητή εγκατέλειψαν τη Μεγάλη Βρετανία εκείνη την εποχή. Κατά την ανάκρισή του στο δικαστήριο, ο Ουάιλντ ήταν αρχικά διστακτικός, έπειτα όμως μίλησε με τη γνωστή του άνεση:

Τσαρλς Γκιλ (κατήγορος): Τι είναι η αγάπη που δεν τολμάει να πει το όνομά της;

Ουάιλντ: Η αγάπη που δεν τολμάει να πει το όνομά της στον αιώνα μας είναι αυτή η τρυφερότητα που αισθάνεται ένας μεγαλύτερος για έναν νεότερο άνδρα, όπως ένιωθε ο Δαβίδ για τον Ιωνάθαν, εκείνη που ο Πλάτωνας έκανε βάση της φιλοσοφίας του κι ο Μιχαήλ Άγγελος και ο Σαίξπηρ εξύμνησαν στα σονέτα τους. Είναι ένας πνευματικός δεσμός τόσο αγνός και τόσο τέλειος. Υπαγορεύει και ορίζει τα μεγάλα έργα τέχνης, όπως αυτά του Μιχαήλ Αγγέλου και του Σαίξπηρ, αλλά και τα δύο γράμματά μου, κάνοντας τα αυτό που είναι. Στον αιώνα μας είναι τόσο παρεξηγημένος, που καλείται η αγάπη που δεν τολμάει να πει το όνομά της, και εξαιτίας αυτής της στενομυαλιάς βρίσκομαι εδώ. Είναι όμορφη, είναι καθάρια, είναι η τελειότερη μορφή τρυφερότητας. Δεν υπάρχει τίποτα αφύσικο πάνω της. Είναι πνευματική, και δημιουργείται μεταξύ ενός ώριμου κι ενός νεότερου άνδρα, όταν ο μεγαλύτερος διαθέτει το πνεύμα, και ο νεαρός όλη την χαρά, την αισιοδοξία και τη γοητεία της ζωής μπροστά του. Το ότι θα έπρεπε να είναι έτσι, ο κόσμος δεν το καταλαβαίνει· το περιφρονεί, το κατηγορεί, και καμία φορά στέλνει κάποιον στον κύφωνα.

Αυτή η απάντηση ήταν αντιπαραγωγική από νομικής άποψης, καθώς ενίσχυε τις κατηγορίες για ομοφυλοφιλική συμπεριφορά. Η δίκη ολοκληρώθηκε με τους ενόρκους να μην μπορούν να καταλήξουν σε ετυμηγορία. Ο συνήγορος του Ουάιλντ, ο Σερ Έντουαρντ Κλαρκ, κατάφερε να πείσει έναν ειρηνοδίκη να επιτρέψει στον Ουάιλντ να αφεθεί με εγγύηση. Ο κληρικός Στιούαρτ Χέντλαμ (Stewart Headlam, 1847 – 1924) κατέβαλε το μεγαλύτερο μέρος από τις 5.000 λίρες που είχαν οριστεί ως εγγύηση, όντας αντίθετος με την αντιμετώπιση του Ουάιλντ από τον Τύπο και τους δικαστές. Έτσι, μετά την αποφυλάκισή του από το Χόλογουεΐ, κατέφυγε, με άκρα μυστικότητα, στο σπίτι των πολύ καλών του φίλων Έρνεστ και Άντα Λέβερσον. Την τελευταία μάλιστα ο ποιητής συνήθιζε να την αποκαλεί χαϊδευτικά Σφίγγα. Τότε ήταν που ο Κάρσον, ο κατήγορος του Ουάιλντ, προσέγγισε τον Νομικό Σύμβουλο της Βασίλισσας (Solicitor General) και τον ρώτησε: “Δεν μπορούμε να τον αφήσουμε στην ησυχία του τώρα;”, για να πάρει την απάντηση ότι, παρόλο που και ο Σύμβουλος επιθυμούσε το ίδιο, η υπόθεση είχε πάρει μεγάλη δημοσιότητα και δεν γινόταν να κλείσει έτσι.

Η ετυμηγορία στην τελευταία δίκη, υπό την προεδρία του δικαστή Ουίλς, στις 25 Μαΐου 1895, ήταν καταδικαστική για τον Ουάιλντ και τον Τέιλορ – κρίθηκαν ένοχοι για προσβολή των χρηστών ηθών και καταδικάστηκαν σε δύο χρόνια καταναγκαστικά έργα. Ο Δικαστής έκρινε την ποινή, τη μέγιστη δυνατή από τον νόμο, ως “εντελώς ανεπαρκή για μία υπόθεση σαν κι αυτή” και την χαρακτήρισε μάλιστα “τη χειρότερη υπόθεση που έχω χειριστεί”. Η απάντηση του Ουάιλντ “Κι εγώ; Να μην πω τίποτα, άρχοντά μου;” πνίγηκε μέσα στις οργισμένες ιαχές “Ντροπή” από το ακροατήριο.

Η φυλάκιση και η παρακμή

Αρχικά κρατήθηκε στις φυλακές Πέντονβιλ και εν συνεχεία μεταφέρθηκε στο Ουάντσγουορθ, και οι δύο στα περίχωρα του Λονδίνου. Οι τρόφιμοι ακολουθούσαν πρόγραμμα “σκληρής δουλειάς, κακής σίτισης και κακού ύπνου”, το οποίο έφθειρε πολύ έντονα τον Ουάιλντ, καθώς ήταν συνηθισμένος σε όλες τις υλικές ανέσεις. Η υγεία του επιδεινώθηκε απότομα και, τον Νοέμβριο του 1895, κατά τη διάρκεια του εκκλησιασμού, κατέρρευσε από την αδυναμία και την ασιτία. Από την πτώση αποκόμισε ρήξη τυμπάνου του δεξιού αυτιού, η οποία αργότερα θα αποδεικνυόταν μοιραία. Τους επόμενους δύο μήνες τους πέρασε στο αναρρωτήριο.

Ο περίφημος Άγγλος ρεφορμιστής, μέλος του Φιλελεύθερου κόμματος και μετέπειτα Υπουργός Πολέμου της Βρετανίας για επτά χρόνια (1905 – 1912), Ρίτσαρντ Χάλντεϊν, επισκέφτηκε τον Ουάιλντ στην φυλακή και κατάφερε να πετύχει τη μεταφορά του στη φυλακή Ρήντινγκ , 50 χλμ. δυτικά του Λονδίνου. Κατά τη μεταφορά του, στην αποβάθρα του τρένου, πλήθος κόσμου τον χλεύαζε και τον έφτυνε. Γνωστός πλέον ως κρατούμενος C.3.3, στην αρχή δεν είχε ούτε χαρτί ή μολύβι. Μόνο έπειτα από παρέμβαση του Χάλντεϊν απέκτησε πρόσβαση στη βιβλιοθήκη και τη γραφική ύλη της φυλακής. Ο Ουάιλντ ζήτησε, μεταξύ άλλων: τη Βίβλο στα γαλλικά, ιταλικές και γερμανικές γραμματικές, κάποια κείμενα Αρχαίας Ελληνικής γραμματείας, τη Θεία Κωμωδία του Δάντη, το πιο πρόσφατο μυθιστόρημα του Ζορίς-Καρλ Υσμάν με τίτλο En route, καθώς και δοκίμια του Αυγουστίνου Ιππώνος, του Καρδιναλίου Τζον Νιούμαν και του Ουόλτερ Πέιτερ.

Από τον Ιανουάριο έως τον Μάρτιο του 1897 ο Ουάιλντ έγραψε μια επιστολή 50.000 λέξεων στον Ντάγκλας, την οποία δεν μπόρεσε να στείλει, αλλά πήρε μαζί του κατά την αποφυλάκισή του. Με στοχαστική διάθεση, ο Ουάιλντ εξέταζε ψύχραιμα τη μέχρι τότε καριέρα του, το ότι υπήρξε ένας γραφικός προβοκατόρικος παράγοντας στο Βικτωριανό Λονδίνο, την τέχνη του στην οποία – όπως και στα ευφυολογήματά του – αναζητούσε ταυτόχρονα την ανατροπή και την αποθέωση. Το πρώτο μέρος της επιστολής καταλήγει με τον Ουάιλντ να συγχωρεί τον Ντάγκλας, για το καλό και των δύο. Το δεύτερο μέρος ακολουθεί το πνευματικό ταξίδι του συγγραφέα στην εξιλέωση και την ολοκλήρωση μέσω της μελέτης του στην φυλακή. Συνειδητοποίησε ότι ο Γολγοθάς του τού προσέφερε τον καρπό της εμπειρίας, όσο πικρή γεύση κι αν είχε εκείνη τη στιγμή.

…ήθελα να δοκιμάσω όλα τα φρούτα απ’ όλα τα δέντρα του κήπου του κόσμου… Και πραγματικά έτσι βγήκα κι έτσι έζησα. Το μόνο μου λάθος ήταν ότι περιορίστηκα τόσο αποκλειστικά στα δέντρα εκείνα που μου φαίνονταν να ‘ναι η ηλιοφώτιστη πλευρά του κήπου και απέφευγα την άλλη, επειδή ήταν γεμάτη σκιές και σκοτάδι.

Με την αποφυλάκισή του ο Ουάιλντ έδωσε το χειρόγραφο στον Ρος, με την οδηγία να το στείλει στον Ντάγκλας (ο Μπόζι αργότερα αρνήθηκε ότι το είχε λάβει ποτέ). Το Εκ Βαθέων δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 1905, με αρκετές ελλείψεις. Το βιβλίο εκδόθηκε τελικά στην πλήρη μορφή του το 1962, στη συλλογή “Μια ζωή επιστολές”.

Η αυτοεξορία και το πρόωρο τέλος

Ο Ουάιλντ αποφυλακίστηκε στις 19 Μαΐου 1897, δύο χρόνια μετά την καταδίκη του, και παρόλο που η υγεία του είχε κλονιστεί σημαντικά, είχε μια αίσθηση ανανέωσης στη δημιουργικότητά του. Έγραψε άμεσα στην Εταιρία του Ιησού, τη γνωστή αδελφότητα των Ιησουιτών, ζητώντας καταφύγιο για έξι μήνες, αλλά του το αρνήθηκαν. Έφυγε την επόμενη κιόλας για την Ευρώπη, περνώντας τα τελευταία τρία χρόνια της ζωής του σε μια εξαθλιωμένη εξορία. Άλλαξε το όνομά του σε Σεβαστιανός Μέλμοθ, εμπνευσμένος από τον Άγιο Σεβαστιανό, καθώς και τον ομώνυμο πρωταγωνιστή της γοτθικής νουβέλας Μέλμοθ ο περιπλανώμενος , του μακρινού θείου εξ’ αγχιστείας του Ουάιλντ, Τσάρλς Ματούριν. Έγραψε δύο μακροσκελείς επιστολές στον συντάκτη της εφημερίδας Daily Chronicle, περιγράφοντας τις απάνθρωπες συνθήκες στις Αγγλικές φυλακές, προτείνοντας ολική αναμόρφωση του σωφρονιστικού συστήματος. Η αναφορά του μάλιστα στην απόλυση του φύλακα Μάρτιν επειδή έδωσε ένα μπισκότο σε έναν αναιμικό ανήλικο τρόφιμο, επανέφερε στο προσκήνιο τα θέματα της διαφθοράς και του εκφυλισμού του σωφρονισμού, που είχε υπογραμμίσει πριν από μερικά χρόνια και στο έργο του “Η ψυχή του ανθρώπου στον Σοσιαλισμό”.

Πέρασε την υπόλοιπη χρονιά με τον Ρόμπερτ Ρος στο Μπερνεβάλ-λε-Γκραν, στις νορμανδικές ακτές, όπου έγραψε την Μπαλάντα της φυλακής του Ρήντινγκ. Το ποίημα αναφέρεται την εκτέλεση του Τσαρλς Τόμας Γούλντριτζ, ο οποίος δολοφόνησε τη γυναίκα του υποπτευόμενος ότι τον απατούσε.· η αφήγηση σταδιακά μετατοπίζεται από την αντικειμενική καταγραφή των γεγονότων σε μία συμβολική ταύτιση με όλους τους κρατούμενους. Ο ποιητής δεν ενδιαφέρεται να αναλύσει την ορθότητα των νόμων που τους καταδίκασαν, αντ’ αυτού επιλέγει να εμβαθύνει στην κτηνωδία της τιμωρίας, που βιώνουν όλοι οι κρατούμενοι – και με μία πιο ευρεία έννοια, οι αμαρτωλοί. Ο Ουάιλντ στέκεται πλάι στον καταδικασμένο άνδρα, συγκρίνεται μαζί του με τον στίχο «Καθένας μας σκοτώνει την αγάπη του» , και καταλήγει ότι «Μα δεν τονε σκοτώνουνε γι’ αυτό». Και ο ίδιος ο ποιητής είχε βιώσει την απώλεια: είχε χωριστεί από την σύζυγο και τα παιδιά του, τα οποία δεν θα ξαναέβλεπε ποτέ. Υιοθέτησε την μπαλάντα, πιο λαϊκή από τα πρότερα έργα του, και αντί για το όνομά του, στο εξώφυλλο φιγούραρε το «C.3.3» – ο αριθμός του κελιού του. Προτίμησε να δημοσιευτεί στο περιοδικό Reynold’s Magazine, επειδή «είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στις κατώτερες τάξεις, των εγκληματιών – εκεί όπου πλέον ανήκω. Για πρώτη φορά θα με διαβάσουν οι όμοιοί μου – πρωτόγνωρη εμπειρία για μένα». Σημείωσε μεγάλη εμπορική επιτυχία, φτάνοντας τις επτά εκδόσεις σε λιγότερο από δύο έτη – τότε μόνο εμφανίστηκε το όνομα του ποιητή στο εξώφυλλο, αν και μεταξύ των λογοτεχνικών κύκλων της εποχής ήταν κοινό μυστικό ότι το έργο ήταν του Ουάιλντ. Δεν του απέφερε πολλά έσοδα.

Αν και ο Ντάγκλας υπήρξε η αιτία των δεινών του, ξανασμίξανε με τον Ουάιλντ τον Αύγουστο του 1897 στη Ρουέν. Οι συγγενείς και οι φίλοι και των δύο ανδρών εξέφρασαν την δυσαρέσκειά τους για αυτή την επανένωση. Η σύζυγός του είχε αρνηθεί να συναντηθεί με τον Ουάιλντ ή να του επιτρέψει να δει τα παιδιά του, αλλά του παρείχε τα απαραίτητα για να τα βγάζει πέρα. Άλλωστε, μετά την καταδίκη του είχε πάρει τα παιδιά και είχε φύγει για την Ελβετία αλλάζοντας το όνομά της σε “Χόλαντ”. Το δεύτερο μισό του 1897, ο Ουάιλντ κι ο Ντάγκλας πέρασαν μερικούς ξένοιαστους μήνες μαζί κοντά στη Νάπολη, μέχρι που οι οικογένειές τους τούς χώρισαν υπό την απειλή της διακοπής χρηματοδότησης.

Τους τελευταίους μήνες της ζωής του ο Ουάιλντ τους πέρασε στο Παρίσι, στο φτηνιάρικο ξενοδοχείο Hôtel d’Alsace – γνωστό πλέον ως το πολυτελές L’Hôtel. Επεξεργαζόταν και επανεξέδωσε τον Ιδανικό σύζυγο και τη Σημασία του να είναι κανείς σοβαρός. Περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας περιπλανώμενος μονάχος στους παριζιάνικους δρόμους, και ό,τι λίγα λεφτά είχε τα ξόδευε στο ποτό. Μια σειρά από ντροπιαστικές συναντήσεις με Βρετανούς επισκέπτες, ή Γάλλους που γνώριζε από τις μέρες της δόξας του, καταρράκωσαν κι άλλο το ηθικό του. Σταδιακά ο Ουάιλντ περνούσε όλο και περισσότερο χρόνο στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του, και, σε μια από τις ελάχιστες εξόδους του, φημολογείται ότι δήλωσε, με το χαρακτηριστικό του φλέγμα,”Η ταπετσαρία μου και εγώ παλεύουμε μέχρι θανάτου. Ένας από τους δύο πρέπει να φύγει”. Στις 12 Οκτωβρίου 1900 έστειλε τηλεγράφημα στο Ρος: “Τρομερά αδύναμος. Παρακαλώ έλα”. Η διάθεσή του είχε τρομερές διακυμάνσεις.

Έως τις 25 Νοεμβρίου ο Ουάιλντ είχε ήδη αναπτύξει μηνιγγίτιδα. Ο Ρόμπερτ Ρος έφτασε στις 29 Νοεμβρίου κι αμέσως έστειλε να φωνάξουν έναν ιερέα, κι έτσι ο συγγραφέας βαπτίστηκε Ρωμαιοκαθολικός, από τον Ιρλανδό αιδεσιμότατο Κούθμπερτ Νταν, μέλος του Τάγματος των Πασιονιστών. Ο αιδεσιμότατος Νταν θυμάται: “Καθώς η άμαξα διέσχιζε τους σκοτεινούς παριζιάνικους δρόμους εκείνη την κρύα νύχτα του χειμώνα, η θλιβερή ιστορία του Όσκαρ Ουάιλντ μου φανερώθηκε ξανά εν μέρει… Ο Ρόμπερτ Ρος στεκόταν γονατιστός δίπλα στο κρεβάτι, βοηθώντας με όσο καλύτερα μπορούσε, καθώς εγώ τελούσα τη βάπτιση, και εν συνεχεία απαγγέλοντας τη δοξολογία του μυστηρίου όσο ο Ουάιλντ, ξαπλωμένος μπρούμυτα, λάμβανε το Χρίσμα των αρρώστων και εγώ του έψελνα την επιθανάτια δέηση. Καθώς ο άνθρωπος ήταν σε ημικωματώδη κατάσταση, δεν επιχείρησα να του προσφέρω τη Θεία Ευχαριστία· εδώ πρέπει να επισημάνω ξανά ότι μπορούσε να συνέλθει από αυτή την κατάσταση και συνήλθε κατά την παρουσία μου. Όταν ήταν ξύπνιος, έδειχνε σημάδια ενδόμυχης συνείδησης… Είμαι πλήρως πεπεισμένος ότι με κατάλαβε όταν του είπα ότι θα γινόταν δεκτός στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και του διάβασα το έσχατο μυστήριο επί επιθανάτιας κλίνης… Κι όταν έγειρα στο αυτί του και ψιθύρισα τα Άγια Ονόματα, τη Μετάνοια, την Ελπίδα και την Ελεημοσύνη, προσπάθησε να ψελλίσει τα λόγια μετά από μένα, δείχνοντας ταπεινά υποταγμένος στο Θέλημα του Θεού“.

Στα 46 του χρόνια ο Ουάιλντ έφυγε από τη ζωή, υποκύπτοντας στη μηνιγγίτιδα. Ήταν 30 Νοεμβρίου 1900. Δίνονται διαφορετικές ερμηνείες σχετικά με τα αίτια της μηνιγγίτιδας: ο βιογράφος Ρίτσαρντ Έλμαν ισχυριζόταν ότι οφειλόταν σε σύφιλη· ο εγγονός του Ουάιλντ, Μέρλιν Χόλαντ , πίστευε πως η ερμηνεία αυτή αποτελεί παρανόηση, αφού, σημείωνε, η μηνιγγίτιδα του Ουάιλντ εμφανίστηκε ύστερα από μια χειρουργική επέμβαση, πιθανώς μαστοειδεκτομή· σύμφωνα με τις αναφορές των θεραπόντων ιατρών του Ουάιλντ η κατάστασή του προερχόταν από μια παλαιά μόλυνση στο δεξί αυτί και δεν σχετιζόταν με πιθανή σύφιλη.

Ο Ουάιλντ αρχικά κηδεύτηκε στο κοιμητήριο Bagneux, έξω από το Παρίσι· μεταφέρθηκε στο Περ Λασαίζ εννέα χρόνια αργότερα, το 1909. Το μνήμα του σχεδιάστηκε από τον Αμερικανό με βρετανικές ρίζες γλύπτη Τζέικομπ Έπσταϊν, κατόπιν ανάθεσης από τον Ρόμπερτ Ρος, ο οποίος ζήτησε να δημιουργηθεί στο μνήμα ένας χώρος για να τοποθετηθούν οι στάχτες του μετά τον θάνατό του, όπως κι έγινε, το 1950. Ο μοντερνιστικός άγγελος που υψώνεται πάνω από τον τάφο, έχει επιρροές από την αιγυπτιακή και την ινδική τέχνη, και είχε σκανδαλίσει τα παριζιάνικα ήθη εξαιτίας της γύμνιας του, με αποτέλεσμα να έχει πέσει θύμα βανδαλισμού – μέχρι και σήμερα, τα γεννητικά όργανα του αγγέλου που είχαν αφαιρεθεί, δεν έχουν εντοπιστεί.

Το επίγραμμα στο τάφο του είναι ένα τετράστιχο από την Μπαλάντα της φυλακής του Ρήντινγκ:

Του ελέους το λαγήνι θα γεμίσουνε

Ξένοι με το δάκρυ το αλμυρό.

Οι απόκληροι γι’ αυτόνε θα θρηνήσουνε

Αυτοί που ‘χουν το θρήνο αδελφό.

Το 2017, ο Όσκαρ Ουάιλντ ήταν ανάμεσα στους περίπου 50.000 άνδρες στους οποίους χορηγήθηκε μετά θάνατον χάρη για τις καταδίκες τους για ομοφυλοφιλία. Το πρόγραμμα χορήγησης χάριτος είναι γνωστό ως «Νόμος του Τούρινγκ», αναφορά στον διάσημο Άγγλο κρυπτογράφο ο οποίος κατάφερε να σπάσει τον κρυπτογραφικό κώδικα των ναζί κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και αυτοκτόνησε το 1954, ύστερα από καταδίκη του για προσβολή της δημοσίας αιδούς εξαιτίας των ομοφυλοφιλικών σχέσεων που διατηρούσε.

Με πληροφορίες από Βικιπαίδεια, Britannica, History.com

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ