Μοχάμεντ Αλ Φαγιέντ: 5 γυναίκες καταγγέλλουν τον βιασμό τους – «Τέρας, ένας σεξουαλικός θηρευτής χωρίς ηθική πυξίδα»

Μια ανατριχιαστική και συναισθηματικά φορτισμένη έκθεση του BBC, μέσα από το ντοκιμαντέρ και το podcast «Al-Fayed: Predator at Harrods» (Αλ-Φαγιέντ: Αρπακτικό στα Χάροντς), αποκαλύπτει σοκαριστικές μαρτυρίες περισσότερων από 20 γυναικών που κατηγορούν το πρώην αφεντικό του πολυτελούς πολυκαταστήματος, Μοχάμεντ Αλ Φαγιέντ, για σεξουαλική κακοποίηση, συμπεριλαμβανομένων πέντε περιστατικών βιασμού.

Οι κατηγορίες αφορούν συμβάντα που φέρεται να συνέβησαν σε διάφορες πόλεις (Λονδίνο, Παρίσι, Σεν Τροπέ, Αμπού Ντάμπι), με τις κατηγορίες να περιλαμβάνουν και την πιθανή συγκάλυψη των περιστατικών από την επιχείρηση.

Ο Αλ Φαγιέντ, ο οποίος απεβίωσε το 2022 σε ηλικία 94 ετών, είχε απασχολήσει στο παρελθόν την επικαιρότητα για τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες και την εμπλοκή του στην τραγική ιστορία της πριγκίπισσας Νταϊάνα και του γιου του, Ντόντι. Ωστόσο, οι νέες κατηγορίες παρουσιάζουν μια ζοφερή πλευρά της ζωής του, αποκαλύπτοντας ένα σύστημα εκμετάλλευσης και κακοποίησης γυναικών, το οποίο φέρεται να συνέβαινε για δεκαετίες.

Οι κατηγορίες και οι μαρτυρίες των γυναικών

Περισσότερες από 20 γυναίκες έχουν βγει μπροστά και καταγγέλλουν ότι έπεσαν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης από τον Αλ Φαγιέντ, με 5 από αυτές να ισχυρίζονται ότι βιάστηκαν από τον μεγιστάνα. Τα περιστατικά φέρεται να συνέβησαν σε διάφορες πόλεις όπου είχε περιουσιακά στοιχεία ή δραστηριότητες. Όλες οι γυναίκες που μίλησαν για την εμπειρία τους δήλωσαν ότι εργάζονταν για τον Αλ Φαγιέντ όταν συνέβησαν οι κακοποιήσεις.

Μία από τις γυναίκες περιγράφει το τραύμα που της άφησε ο βιασμός από τον Αλ Φαγιέντ στο διαμέρισμά του στην Park Lane του Λονδίνου: «Έκανα σαφές ότι δεν ήθελα να συμβεί αυτό. Δεν έδωσα τη συγκατάθεσή μου. Απλά ήθελα να τελειώσει».

Πολλές από τις γυναίκες που κατήγγειλαν τον Μοχάμεντ Αλ Φαγιέντ επέλεξαν να παραμείνουν ανώνυμες ή να χρησιμοποιήσουν ψευδώνυμα, ενώ κάποιες παραιτήθηκαν εν μέρει από το δικαίωμα της ανωνυμίας τους για να μιλήσουν ανοιχτά για τα περιστατικά βιασμού και σεξουαλικής παρενόχλησης. Το BBC συμφώνησε να μην χρησιμοποιήσει επώνυμα στις μαρτυρίες των γυναικών, καταγράφοντας τις αφηγήσεις τους με τρόπο που προστατεύει την ταυτότητά τους.

Οι περισσότερες από τις καταγγέλλουσες δήλωσαν ότι ήταν αδύνατο να ξεφύγουν από τη «φυλακή» που δημιούργησε ο Αλ Φαγιέντ. Μια από αυτές, η Σοφία, που εργαζόταν ως προσωπική του βοηθός, είπε: «Δεν μπορούσα να φύγω. Δεν είχα σπίτι να γυρίσω, έπρεπε να πληρώσω ενοίκιο».

Η «Τζέμα», προσωπική βοηθός του Αλ Φαγιέντ στο διάστημα 2007-2009, δήλωσε ότι η συμπεριφορά του έπαιρνε τρομακτικές διαστάσεις κατά τη διάρκεια των επαγγελματικών ταξιδιών στο εξωτερικό. Η κορύφωση των πράξεων του αφεντικού της ήρθε στη βίλα Ουίνδσορ στο Παρίσι.

Εκείνο το πρωί, η Τζέμα ξύπνησε και, προς έκπληξή της, είδε τον Αλ Φαγιέντ δίπλα της, φορώντας μόνο μια μεταξωτή ρόμπα. Καθώς αυτός προσπάθησε να ξαπλώσει δίπλα της, εκείνη του είπε: «Όχι, δεν θέλω να το κάνεις». Παρ’ όλα αυτά, το αφεντικό της συνέχισε ατάραχος τις προσπάθειές του ώσπου τελικά πήρε αυτό που ήθελε…

Μετά τον βιασμό της, εκείνος σηκώθηκε από το κρεβάτι και της είπε με επιθετικό τόνο να πλυθεί με Dettol. «Προφανώς ήθελε να σβήσω κάθε ίχνος ότι βρισκόταν κοντά μου», εξηγεί η Τζέμα.


Η «Σοφία» και άλλες γυναίκες περιγράφουν τον Αλ Φαγιέντ ως ένα άτομο που καλλιεργούσε τον φόβο και τη σιωπή.

Μια άλλη γυναίκα, η οποία ήταν έφηβη όταν δέχτηκε την επίθεση, χαρακτηρίζει τον Αλ Φαγιέντ ως «τέρας, έναν σεξουαλικό θηρευτή χωρίς ηθική πυξίδα», προσθέτοντας ότι το προσωπικό των Χάροντς αντιμετωπιζόταν από τον ίδιο ως «παιχνίδια».

«Όλες ήμασταν τόσο φοβισμένες», δήλωσε, εξηγώντας πώς ο Αλ Φαγιέντ καλλιεργούσε μια κουλτούρα φόβου, όπου οι υπάλληλοι υπάκουαν χωρίς καμία αμφισβήτηση.

Η κουλτούρα του φόβου

Η κουλτούρα του φόβου ήταν κυρίαρχη στους κόλπους των Χάροντς κατά την εποχή της διοίκησης του Αλ Φαγιέντ. Σύμφωνα με μαρτυρίες πρώην εργαζομένων, οι γυναίκες ζούσαν με την απειλή της κακοποίησης και της επαγγελματικής καταστροφής, καθώς όσες εργάζονταν για αυτόν είχαν υποχρεωθεί σε απόλυτη σιωπή.

Η «Σάρα», ένα ψευδώνυμο που χρησιμοποιεί μία από τις καταγγέλλουσες, εξηγεί: «Υπήρχε αναμφισβήτητα μια κουλτούρα φόβου σε όλο το κατάστημα – από τον πιο χαμηλόβαθμο υπάλληλο έως τον πιο υψηλόβαθμο διευθυντή».

Άλλες γυναίκες περιγράφουν πως πίστευαν ότι τα τηλέφωνα του πολυκαταστήματος παρακολουθούνταν και πως φοβόντουσαν να μιλήσουν για την κακοποίηση, καθώς πίστευαν ότι καταγράφονταν από κρυφές κάμερες.


Το ντοκιμαντέρ του BBC αποκαλύπτει ότι, ως μέρος του διακανονισμού για την υπόθεση της Τζέμα, η γυναίκα έπρεπε να υπογράψει συμφωνητικό εχεμύθειας και εμπιστευτικότητας (NDA), για να διασφαλιστεί ότι η υπόθεση δεν θα έβλεπε το φως της δημοσιότητας. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της, η Τζέμα επικοινώνησε με δικηγόρο ο οποίος είπε στα Χάροντς ότι θα φύγει από τη δουλειά λόγω σεξουαλικής παρενόχλησης. Η γυναίκα, σε εκείνο το χρονικό σημείο, δεν είχε τη δύναμη να αποκαλύψει την πλήρη έκταση των επιθέσεων του Αλ Φαγιέντ.

Τα Χάροντς συμφώνησαν ότι θα μπορούσε να φύγει και ότι θα της κατέβαλαν ένα χρηματικό ποσό, ωστόσο, ως αντάλλαγμα, θα κατέστρεφε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία της υπόθεσης και η Τζέμα θα έπρεπε να υπογράψει NDA. Όπως αποκαλύπτει το BBC, ένα μέλος από την ομάδα του ανθρώπινου δυναμικού (HR) της επιχείρησης ήταν παρών στη διαδικασία.

Επιπλέον, γυναίκες που μίλησαν στο BBC, ανέφεραν ότι δέχθηκαν απειλές και εκφοβισμό από τον Τζον ΜακΝαμάρα, τότε διευθυντή ασφαλείας του Χάροντς, για να μη μιλήσουν.

Μια μακρά ιστορία καταγγελιών

Ο Αλ Φαγιέντ αντιμετώπισε κατηγορίες για σεξουαλική κακοποίηση και κατά τη διάρκεια της ζωής του, αλλά το ρεπορτάζ του BBC φέρνει στο φως νέες μαρτυρίες και καινούργια στοιχεία. Το 1995, το περιοδικό Vanity Fair δημοσίευσε άρθρο που κατηγορούσε τον Αλ Φαγιέντ για ρατσισμό, παρακολούθηση του προσωπικού και σεξουαλική παρενόχληση. Αυτό οδήγησε σε μήνυση για δυσφήμιση, η οποία τελικά διευθετήθηκε με συμβιβασμό. Στο πλαίσιο του συμβιβασμού, όλα τα στοιχεία που είχε συγκεντρώσει το περιοδικό για τη σεξουαλική παρενόχληση του Αλ Φαγιέντ αποσύρθηκαν από τη δημοσιότητα.

Τα χρόνια που ακολούθησαν, διάφορες εκπομπές όπως το «The Big Story» του ITV το 1997 και το «Dispatches» του Channel 4 το 2017 έφεραν στο φως νέες καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση, μερικές από τις οποίες αφορούσαν γυναίκες που για πρώτη φορά παραιτήθηκαν από το δικαίωμά τους στην ανωνυμία.

Το πολυκατάστημα Χάροντς και οι κατηγορίες συγκάλυψης

Ένα από τα πιο ανησυχητικά στοιχεία της υπόθεσης είναι η υποτιθέμενη συγκάλυψη των κατηγοριών από το πολυκατάστημα Χάροντς, το οποίο ανήκε στον Αλ Φαγιέντ από το 1985 έως το 2010. Σύμφωνα με τις καταγγελίες, το HR του πολυκαταστήματος γνώριζε για τα περιστατικά κακοποίησης, αλλά δεν έκανε καμία κίνηση για να τις αποτρέψει. Αντίθετα, φέρεται να συμμετείχε στη συγκάλυψη των περιστατικών, είτε μέσω της σιωπής είτε μέσω του εκφοβισμού των γυναικών.

Ο πρώην υποδιευθυντής ασφαλείας των Χάροντς, Έιμον Κόιλ, επιβεβαίωσε ότι ο ίδιος είχε εντολές να καταγράφει τις συνομιλίες των υπαλλήλων, ενώ τοποθετήθηκαν και κάμερες σε διάφορα σημεία του πολυκαταστήματος, συμπεριλαμβανομένων των διευθυντικών γραφείων. «Ο Αλ Φαγιέντ παρακολουθούσε όποιον ήθελε να παρακολουθεί», δήλωσε, και πρόσθεσε: «Γνωρίζαμε ότι είχε πολύ έντονο ενδιαφέρον για τα νεαρά κορίτσια».

Φωτογραφία: Tommao Wang / Unsplash

Όποιος λέει ότι δεν το ήξερε, λέει ψέματα, λυπάμαι»

«Τις κακοποιήσεις των γυναικών τις είχα αντιληφθεί όταν ήμουν στο κατάστημα», λέει ο Τόνι Λέμινγκ, διευθυντής τμήματος του Χάροντς από το 1994 έως το 2004. «Δεν ήταν καν μυστικό», θυμάται, ο οποίος δήλωσε ότι δεν γνώριζε για πιο σοβαρές καταγγελίες, για επιθέσεις ή βιασμούς. «Και νομίζω ότι αν το ήξερα εγώ, το ήξεραν όλοι. Όποιος λέει ότι δεν το ήξερε, λέει ψέματα, λυπάμαι».

Σε δήλωσή του προς το BBC, το Χάροντς αναγνώρισε τα λάθη του παρελθόντος, υπογραμμίζοντας ότι πρόκειται για «ενέργειες ενός ατόμου αποφασισμένου να καταχραστεί την εξουσία του», και πρόσθεσε ότι το Χάροντς του σήμερα είναι μια «εντελώς διαφορετική επιχείρηση», που δίνει προτεραιότητα στην ευημερία των υπαλλήλων του.

Οι πρόσφατες αποκαλύψεις για τη σεξουαλική κακοποίηση από τον Αλ Φαγιέντ έχουν πυροδοτήσει νέες συζητήσεις για τον ρόλο της δικαιοσύνης στην προστασία των θυμάτων. Δικηγόροι που εκπροσωπούν ορισμένα από τα θύματα έχουν προχωρήσει σε μηνύσεις για αποζημίωση, ενώ υπάρχουν ενδείξεις ότι οι κατηγορίες μπορεί να προκαλέσουν νέες έρευνες για το ιστορικό των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων.

 

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ

ENIKOS NETWORK