Ιταλία: Πώς ο φόβος για «νέο Μουσολίνι» διαμόρφωσε το εκλογικό σύστημα και έστρωσε τον δρόμο για μόνιμη πολιτική αστάθεια

Τα βασικά πολιτικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης, μεταπολεμικής Ιταλίας, είναι οι συχνές εκλογές και οι βραχύβιες κυβερνήσεις, και είναι χαρακτηριστικά που προσδίδουν στη χώρα το κεντρικό πολιτικό της γνώρισμα,  την πολιτική αστάθεια.

Το πολιτικό σύστημα της Ιταλίας,  χτίστηκε στη βάση της βούλησης,  μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο να μην ξαναπέσει η τύχη της χώρας, στα χέρια ενός ανθρώπου, όπως ήταν ο Μπενίτο Μουσολίνι. Η ανάμνηση του φασίστα δικτάτορα ήταν τότε ακόμα νωπή. Για το λόγο αυτό οι ιδρυτές της μεταπολεμικής Ιταλικής Δημοκρατίας πρόσεξαν ιδιαίτερα να αποφύγουν  την υπερσυγκέντρωση εξουσιών σε ένα και μόνο πρόσωπο.  Και το κατάφεραν. Προίκισαν τη χώρα με δύο νομοθετικά σώματα, Βουλή και Γερουσία και με έναν εκλογικό νόμο (εκλογικό σύστημα) που περιέχει χαρακτηριστικά απλής αναλογικής  και πλειοψηφικού. Αυτό σημαίνει ότι τα κόμματα δύσκολα εξασφαλίζουν πλειοψηφία και άρα είναι υποχρεωμένα να σχηματίζουν κυβερνήσεις συνεργασίας.  Στατιστικά αυτό αποτυπώνεται στο γεγονός ότι η Ιταλία έχει γνωρίσει 67 κυβερνήσεις, από τότε που ιδρύθηκε, δηλαδή  από το 1946.

Η ιστορία

Η πρώτη κυβέρνηση της νεαρής Ιταλικής Δημοκρατίας ήταν  η κυβέρνηση του Αλτσίντε ντε Γκάσπερι ΙΙ. Η κυβέρνηση απαρτίστηκε από τέσσερα κόμματα και έφερε  τους σπόρους της χρόνιας πολιτικής αστάθειας που σημάδεψε τα επόμενα χρόνια την πολιτική ζωή της Ιταλίας: αν κανένα κόμμα δεν είναι αρκετά ισχυρό για να κυβερνήσει μόνο του, αυτό σημαίνει ότι θα είναι όμηρος των κυβερνητικών του εταίρων.  Αν ο Αλτσίντε ντε Γκάσπερι, με ρεκόρ 8 πρωθυπουργικών θητειών, χρειάσθηκε να συνεργασθεί με τέσσερα κόμματα, τι να πει κανείς για την κυβέρνηση Ρομάνο Πρόντι ΙΙ, το 2006, που μετρούσε 14 κόμματα στον συνασπισμό του και, παρά ταύτα, δεν διέθετε παρά ισχνή πλειοψηφία δύο εδρών στην Γερουσία;

Το «Σκουπίδι»

Η ειρωνεία είναι ότι ο εκλογικός νόμος που επέτρεψε στον Ρομάνο Πρόντι να κερδίσει τις εκλογές του 2006, έστω με αυτή την ισχνή πλειοψηφία, συντάχθηκε από την ιταλική δεξιά κατά την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο, με στόχο να εμποδίσει μία νίκη της αριστεράς…  Τι κι αν η χρήση της λατινικής του ονομασίας porcellum θέλει να τον εξωραΐσει, ο εκλογικός εκείνος νόμος που συντάχθηκε κατά παραγγελία του Σίλβιο Μπερλουσκόνι έμεινε στην ιστορία ως «σκουπίδι».

Ακόμα μία ιδιαιτερότητα του ιταλικού συστήματος είναι η αλλαγή κομματικού μανδύα των βουλευτών: ένας βουλευτής που έχει εκλεγεί με τα χρώματα ενός κόμματος μπορεί ήσυχα ήσυχα να αλλάξει κόμμα στο κοινοβούλιο και να γίνει μέλος άλλης κοινοβουλευτικής ομάδας και μπορεί να το κάνει αυτό όσες φορές το θεωρήσει αναγκαίο ή βολικό.  «Την ιταλική πολιτική δεν την πολυκαταλαβαίνω. Μόνο αυτές οι 20 κυβερνήσεις σε 20 χρόνια, είναι λίγο περίεργο, αλλά καθένας έχει τον τρόπο του χορεύει το τάνγκο», σχολίασε πρόσφατα ο πάπας Φραγκίσκος.

Οι αλλαγές σήμερα

Οι Ιταλοί θα συναντήσουν πολλές καινοτομίες κατά την ψηφοφορία της 25ης Σεπτεμβρίου, καρπούς του τελευταίου εκλογικού νόμου και της τροποποίησης του Συντάγματος: η Βουλή περνά από τα 630 στα 400 μέλη και η Γερουσία από τα 315 στα 200. Δηλαδή μειώθηκαν οι βουλευτές και οι γερουσιαστές.  Για πρώτη φορά, οι Ιταλοί μπορούν να εκλέξουν γερουσιαστές από την ηλικία των 18 ετών, την ώρα που μέχρι σήμερα οι ψηφοφόροι θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον 25 ετών. Για να εκλεγεί κάποιος στην Γερουσία πρέπει να είναι τουλάχιστον 40 ετών, ηλικιακό όριο που δεν ισχύει στην Βουλή.

Στα δύο σώματα του Κοινοβουλίου, που διαθέτουν ακριβώς τις ίδιες εξουσίες, το 61% των εδρών κατανέμεται βάσει αναλογικού εκλογικού συστήματος, αλλά με διαφορετικά εκλογικά όρια,  το 37% εκλέγεται βάσει πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος και το 2% ανήκει στους Ιταλούς που διαμένουν στο εξωτερικό.

Πάντως η συμμετοχή στις βουλευτικές εκλογές είναι σχετικά υψηλή στην Ιταλία, ακόμη και τώρα που η τάση στην Ευρώπη, είναι να μειώνεται ο αριθμός των ψηφοφόρων που σηκώνεται από τον καναπέ. Το 2008 περισσότερο του 80% των ψηφοφόρων είχε συμμετάσχει στην ψηφοφορία, το 2013 περισσότερο του 75% και το 2018 το 73% είχε πάει να ψηφίσει.

 

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ