Ευκαιρίες και παγίδες για το 2024 – 16 «σοφοί» της οικονομίας καταθέτουν τις προβλέψεις τους για τη νέα χρονιά

Η διατήρηση αλλά και η περαιτέρω ανάπτυξη της οικονομίας αποτελούν το μεγάλο «στοίχημα» για το 2024. Η ελληνική οικονομία κατέγραψε σημαντική πρόοδο το 2023 και μπορεί να αναπτυχθεί ακόμη περισσότερο τη νέα χρονιά. 16 καθηγητές Οικονομικών και εκπρόσωποι της αγοράς καταθέτουν τις απόψεις τους στη Realnews για τις προοπτικές της, τονίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι «τίποτα δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο και σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να υπάρξει εφησυχασμός».

Σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της οικονομίας τη νέα χρονιά θα διαδραματίσουν η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας μετά από 12 χρόνια, οι μεταρρυθμίσεις, η απορρόφηση των κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ, αλλά και οι επενδύσεις σε δυναμικούς κλάδους, όπως είναι ο τουρισμός, η βιομηχανία και ο πρωτογενής τομέας. Επίσης, σημειώνεται ότι τόσο η οικονομία όσο και οι επιχειρήσεις θα πρέπει να αποκτήσουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα σε κρίσεις και εξωτερικές αναταράξεις.

Γράφουν οι: Αλέξανδρος Βασιλικός, Νίκος Βέττας, Λευτέρης Θαλασσινός, Αλέξανδρος Θάνος, Σταύρος Καφούνης, Βασίλης Κορκίδης, Σοφία Κουνενάκη – Εφραίμογλου, Παναγιώτης Λιαργκόβας, Ναπολέων Μαραβέγιας, Γιάννης Μασούτης, Δημήτρης Παπαλεξόπουλος, Παναγιώτης Πετράκης, Χριστίνα Σακελλαρίδη, Λουκία Σαράντη, Παναγιώτης Σχίζας, Ιωάννης Χαλικιάς.

Οι ελληνικές εξαγωγές μπορούν να πάνε ακόμη πιο ψηλά

Ισχυρό χαρτί αποτελούν οι εξαγωγές, οι οποίες, μαζί με τον τουρισμό, συνιστούν τις δύο ατμομηχανές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Δύο κλάδοι που διαχρονικά τροφοδοτούν και στηρίζουν τα δημόσια ταμεία με πολύτιμο συνάλλαγμα, ενώ συντηρούν χιλιάδες θέσεις εργασίας. Οι εξαγωγές, παρά την επιβράδυνση που παρουσιάζουν λόγω της ραγδαίας επιδείνωσης του κλίματος στο εξωτερικό, διατηρούν τη δυναμική τους. Και, με την κατάλληλη στήριξη, μπορούν να πάνε ακόμη πιο ψηλά. Σε καμία περίπτωση, ωστόσο, δεν επιτρέπεται εφησυχασμός. Ειδικά όταν βαδίζουμε σε ένα τοπίο που δεν θα ήταν υπερβολή να το χαρακτηρίζαμε… κινούμενη άμμο. Τίποτα δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο. Αντίθετα, χρειάζεται να βρισκόμαστε σε διαρκή εγρήγορση. Τα κολακευτικά λόγια που ακούγονται από τα πλέον επίσημα χείλη ξένων αξιωματούχων θα πρέπει να λειτουργούν ως κίνητρο για περαιτέρω βελτίωση. Γι’ αυτό και χρειάζεται να συνεχιστεί ο δρόμος των μεταρρυθμίσεων. Είναι μονόδρομος η άρση των όποιων εμποδίων που εξακολουθούν να υπάρχουν στην υγιή επιχειρηματικότητα. Ο εκσυγχρονισμός και η εξάλειψη της δαιδαλώδους γραφειοκρατίας στο Δημόσιο χρειάζεται να τεθούν στον πυρήνα των πολιτικών που χαράσσει η κεντρική διοίκηση, ενώ ιδιαίτερο βάρος πρέπει να δοθεί στην ανασυγκρότηση της εγχώριας παραγωγής. Σαφέστατα και γίνονται προσπάθειες για την τόνωση των παραγωγικών μονάδων. Ωστόσο, είναι ανάγκη να ενισχυθούν με τέτοιο τρόπο, ώστε να παράγουν διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα, ικανά να σταθούν επάξια στα ράφια των ξένων σούπερ μάρκετ και όχι μόνο. Οφείλουμε να κλείσουμε όσο μπορούμε το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο. Αυτή ήταν άλλωστε η «αχίλλειος πτέρνα» μας και ο βασικός λόγος που «μπήκαμε στα μνημόνια». Η οικοδόμηση μιας ισχυρής και ανθεκτικής οικονομίας περνά μέσα από την τόνωση της εγχώριας παραγωγής.

Νέο έτος ελπίδων και προκλήσεων

Ανακάμπτοντας όχι μόνο από τις πληγές της πανδημίας αλλά και από αυτές της βαθιάς κρίσης χρέους και της μεγάλης ύφεσης, η ελληνική οικονομία βαδίζει σε θετικό μονοπάτι. Θα είναι αυτή η αρχή μιας ισχυρής ανάπτυξης, ώστε να ξεφύγει επιτέλους η χώρα από τις τελευταίες θέσεις των ευρωπαϊκών κατατάξεων και να υπάρξει σημαντική αύξηση της ευημερίας των πολιτών; Ή μήπως μπορεί να ξανακυλήσει η οικονομία σε περιοχή κινδύνου, λόγω εξωτερικών διαταραχών ή εσωτερικών αδυναμιών; Δεδομένου του παρελθόντος, ούτε οι εξωτερικοί κίνδυνοι ούτε οι δομικές αδυναμίες επιτρέπεται να αγνοηθούν. Αλλωστε, συνδέονται μεταξύ τους σε δύο επίπεδα. Το πρώτο αφορά τη δημοσιονομική ισορροπία. Καθώς σταδιακά η εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους θα γίνεται μια πιο σημαντική έγνοια, εφόσον θα εξαντλείται η περίοδος χάριτος και τα επιτόκια θα αυξάνονται διεθνώς, είναι κρίσιμο, όσον αφορά τα έσοδα και τις δαπάνες, να υπάρχει αποτελεσματικός μεσοπρόθεσμος σχεδιασμός. Ετσι, το δημόσιο ταμείο είναι κρίσιμο να υποστηρίζει νέες προτεραιότητες, συμπεριλαμβάνοντας τις νέες ανάγκες στα συστήματα Παιδείας και Υγείας, ενώ θα δημιουργούνται μικρά αλλά σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα. Ειδικότερα, το Ταμείο Ανάκαμψης είναι αναγκαίο να χρησιμοποιείται ως ένα στρατηγικό εργαλείο μετασχηματισμού και να μη γίνει ευκαιρία κάλυψης πρόσκαιρων αδυναμιών. Το δεύτερο επίπεδο αφορά την παραγωγή στη χώρα. Η ανεργία μειώνεται, οι επενδύσεις αυξάνονται, η χρηματοδότηση αποκτά σταθερότερα χαρακτηριστικά και πολλές επιχειρήσεις είναι ισχυρότερες από παλαιότερα. Το ουσιώδες, σε βαθμό υπαρξιακής σημασίας, ερώτημα όμως για την οικονομία μας είναι αν και πώς στρέφεται η παραγωγή σε δραστηριότητες υψηλής αξίας. Αυτή είναι και η αναγκαία εξέλιξη που θα προσελκύει και νέο φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο. Καθώς μέσα στους κινδύνους υπάρχει η βάσιμη ελπίδα μιας γενικά θετικής χρονιάς για την οικονομία μας, η ευκαιρία να μπουν οι βάσεις γι’ αυτή τη στροφή δεν θα πρέπει να πάει χαμένη.

Τα «στοιχήματα» των επιχειρήσεων

Παρά τις αβεβαιότητες που σχετίζονται με τις γεωπολιτικές εξελίξεις, την πορεία των επιτοκίων και τις συνθήκες επιβράδυνσης στην ευρωζώνη, το 2024 μπορεί να είναι μία ακόμη καλή χρονιά για την ελληνική οικονομία. Σύμφωνα με τις πρόσφατες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο ρυθμός ανάπτυξης του ελληνικού ΑΕΠ θα συνεχίσει να είναι υψηλότερος του μέσου όρου της ευρωζώνης μέχρι και το 2025, με κινητήριο δύναμη τις επενδύσεις και την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας ενισχύει αυτή τη δυναμική, βελτιώνοντας τις συνθήκες χρηματοδότησης του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα και διευρύνοντας τις δυνατότητες για την προσέλκυση περισσότερων επενδύσεων. Σε αυτό το περιβάλλον, οι ελληνικές επιχειρήσεις καλούνται το 2024 να διατηρήσουν την ανθεκτικότητά τους και να επιταχύνουν τον βηματισμό τους. Καλούνται να αξιοποιήσουν νέες ευκαιρίες και εργαλεία, προκειμένου να αναβαθμίσουν την παραγωγικότητά τους, να ενισχύσουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητά τους, να επιταχύνουν τον πράσινο και ψηφιακό τους μετασχηματισμό. Ο επιχειρηματικός κόσμος αναγνωρίζει την πρόοδο που έχει σημειωθεί στην ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια. Ζητά, ωστόσο, να προχωρήσουν ακόμη ταχύτερα και πιο αποφασιστικά οι μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές, ώστε η Ελλάδα να απαγκιστρωθεί από χρόνιες παθογένειες, που εμποδίζουν μέχρι σήμερα το κράτος, τους θεσμούς, τις αγορές και τις επιχειρήσεις να λειτουργήσουν με διαφάνεια και αποτελεσματικότητα. Ζητά τη διατήρηση πολιτικών φιλικών προς την επιχειρηματικότητα, την καινοτομία, την εξωστρέφεια. Η πρόκληση για την ελληνική οικονομία τη χρονιά που ξεκινά είναι να συνεχίσει να κινείται θετικά σε ένα αρνητικό περιβάλλον. Να παραμείνει σε τροχιά μετασχηματισμού, ποιοτικής και βιώσιμης ανάπτυξης. Μπορούμε να ανταποκριθούμε, με ακόμη πιο τολμηρή μεταρρυθμιστική ατζέντα και πολιτικές που απελευθερώνουν τις παραγωγικές και δημιουργικές δυνάμεις του τόπου.

Βιομηχανία: Θετικές προοπτικές, παρά τις προκλήσεις

Η ελληνική βιομηχανία βρίσκεται σε τροχιά ανάπτυξης. Το πιστοποιούν οι δείκτες των τελευταίων ετών, αλλά και το αυξανόμενο αποτύπωμα της βιομηχανίας στις επενδύσεις, στις εξαγωγές και στις θέσεις εργασίας. Η βελτίωση σε ορισμένες περιπτώσεις είναι εντυπωσιακή. Είναι όμως διατηρήσιμη μεσοπρόθεσμα; Με μια λέξη, ναι. Αλλά ο δρόμος είναι ανηφορικός. Το ύψος και η έλλειψη προβλεψιμότητας των τιμών ενέργειας συνεπάγονται υπαρξιακούς κινδύνους για τις ενεργοβόρες επιχειρήσεις όλων των κλάδων. Η νέα ύφεση στην Ευρώπη φρενάρει τις εξαγωγές. Η εθνική μας υστέρηση σε καινοτομία και ψηφιακό μετασχηματισμό ενέχει κινδύνους. Οι γεωπολιτικές συνθήκες δεν εμπνέουν σιγουριά. Παρ’ όλα αυτά, η βιομηχανία μπορεί να αυξήσει ακόμα περισσότερο τη συνεισφορά της στο ΑΕΠ. Από το 10%, που ήταν πρόσφατα, στο 15% μέχρι το 2030. Δημιουργώντας παράλληλα ακόμα περισσότερες καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας, βελτιώνοντας το εμπορικό ισοζύγιο και επενδύοντας στους ανθρώπους και στην τεχνολογία. Σε αυτή την κατεύθυνση υποστηρικτικά λειτουργούν η αναπτυξιακή ορμή της οικονομίας, η βελτίωση της εικόνας της χώρας μας διεθνώς, η πράσινη μετάβαση, η διαθεσιμότητα χρηματοδοτικών πόρων, οι μεταρρυθμίσεις που συνεχίζονται. Περιθώρια εφησυχασμού, όμως, δεν υπάρχουν. Οι τεχνολογικές εξελίξεις καλπάζουν, οι ανταγωνιστές μας επενδύουν και αυτοί μαζικά, δεν μένουν στάσιμοι. Χρειάζεται να επιταχύνουμε τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Ομως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, παρά τις δυσκολίες, κινούμαστε προς τη σωστή κατεύθυνση.

Οι επενδύσεις «κλειδί» για την ανάπτυξη

Οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για το 2024 είναι εξαιρετικά ευοίωνες, παρόλο που μαίνονται οι πληθωριστικές πιέσεις, τα επιτόκια συνεχίζουν να βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα και οι πόλεμοι στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή συνεχίζονται. Ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, την απορρόφηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης, τη μείωση της γραφειοκρατίας και της ανεργίας και, φυσικά, από την αύξηση των εισοδημάτων. Το «κλειδί», όμως, για τη βιώσιμη και διαρκή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας είναι οι επενδύσεις, τόσο από Ελληνες όσο και από ξένους επιχειρηματίες, μικρούς, μεσαίους αλλά και μεγάλους. Επενδύσεις στον πρωτογενή τομέα, στη μεταποίηση και στη βιομηχανία, στη ναυτιλία, στο εμπόριο, αλλά και σε άλλους δυναμικούς κλάδους της εγχώριας αγοράς, αποτελούν τη βασική προϋπόθεση για να συνεχίσει η ελληνική οικονομία να αναπτύσσεται, να παράγει πλεονάσματα και κυρίως να αυξάνονται τα εισοδήματα των εργαζομένων. Οι ελληνικές επιχειρήσεις, από την πλευρά τους, θα συνεχίζουν να επενδύουν, να καινοτομούν, να γίνονται όλο και περισσότερο πιο εξωστρεφείς, να προσφέρουν σύγχρονες υπηρεσίες με τη βοήθεια και της τεχνολογίας, έχοντας πάντα στο επίκεντρο της στρατηγικής τους εργαζομένους και, φυσικά, τους καταναλωτές. Ως επιχειρηματίες είμαστε πάντα αισιόδοξοι ότι οι ημέρες που θα έρθουν θα είναι καλύτερες από αυτές που μπαίνουν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας για όλους. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται εφησυχασμός και φυσικά επ’ ουδενί δεν θα πρέπει να γίνουν τα λάθη του παρελθόντος. Η Ελλάδα έχει μια μεγάλη ευκαιρία να πρωταγωνιστήσει τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Και αυτή η ευκαιρία δεν θα πρέπει να χαθεί.

Μονόδρομος η ενίσχυση της περιφερειακής βιομηχανίας

Σήμερα, η ελληνική βιομηχανία δημιουργεί το 9% του ΑΕΠ της χώρας, συμβάλλει στο 85% της αξίας των εξαγωγών αγαθών, εισφέρει με ποσοστό 40% στις συνολικές εξαγωγές, ενώ καταβάλλει ετησίως το 41% του συνολικού φόρου εισοδήματος των νομικών προσώπων και το 12% των αμοιβών των εργαζομένων στην Ελλάδα. Αυτά τα αντικειμενικά δεδομένα δημιουργούν μια ξεκάθαρη εικόνα: η βιομηχανία στηρίζει σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη, αλλά και την κοινωνική συνοχή της χώρας. Στον ΣΒΕ είναι πεποίθησή μας ότι μπορούμε να προσφέρουμε ακόμα περισσότερα. Πιστεύουμε στις θετικές προοπτικές της ελληνικής βιομηχανίας για το 2024, αλλά και για τα επόμενα χρόνια, αρκεί να υποστηριχθεί με έμπρακτο τρόπο. Δηλαδή, η κυβέρνηση να συνεχίσει αποφασιστικά το μεταρρυθμιστικό της έργο, το οποίο θα εισφέρει θετικά σε κρίσιμους για τις επιχειρήσεις μας τομείς, όπως είναι η δημιουργία ακόμη φιλικότερου περιβάλλοντος για επενδύσεις, η απλοποίηση του ρυθμιστικού πλαισίου για την επιχειρηματικότητα και, κυρίως, η επιτάχυνση των διαδικασιών απονομής δικαιοσύνης. Πρέπει να δουλέψουμε εντατικά μαζί με την πολιτεία για την εξεύρεση και την εκπαίδευση του κατάλληλου προσωπικού και ειδικότερα των τεχνικών επαγγελμάτων . Επίσης, να βοηθήσουμε τις επιχειρήσεις στη χώρα μας για την παραγωγή τεχνολογίας και τη μείωση του τεχνολογικού χάσματος και να τις προστατεύσουμε από τις μεγάλες διακυμάνσεις του κόστους ενέργειας και του υψηλού κόστους δανεισμού. Επιπλέον, η δημιουργία θετικών προοπτικών για τη βιομηχανία αποτελεί ικανή και αναγκαία συνθήκη στην προσπάθεια της χώρας για την άμβλυνση των περιφερειακών ανισοτήτων. Η μελέτη διαχρονικών στοιχείων, όπως το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, το ποσοστό ανεργίας, οι δείκτες καινοτομίας και ανταγωνιστικότητας των περιφερειών μας, αποδεικνύει ότι έως τώρα οι περιφερειακές ανισότητες συνεχώς διευρύνονται. Αυτή η πορεία μπορεί και πρέπει να αντιστραφεί. Η ενίσχυση της περιφερειακής βιομηχανίας είναι μονόδρομος, τόσο για την περιφερειακή σύγκλιση όσο και για την κοινωνική ευημερία. Οσο περισσότερα βήματα προόδου κάνει η Ελλάδα προς αυτές τις κατευθύνσεις μέσα στο 2024, τόσο περισσότερα μπορεί να προσφέρει με τη σειρά της και η βιομηχανία στην πατρίδα μας και ειδικά στη νέα γενιά.

Επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων

Από την πλευρά της οικονομίας, το 2024 αναμένεται να είναι ένα καλύτερο έτος από το 2023. Δεν φαίνεται στον ορίζοντα κάποια άμεση κρίση και η οικονομία έχει σταθεροποιηθεί. Η πρόβλεψη του Προϋπολογισμού για τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2024 ανέρχεται σε 2,9%. Βάσει αυτής, το πραγματικό ΑΕΠ του 2024 αναμένεται να ανέλθει στο μεγαλύτερο ύψος της περιόδου μετά το 2010 (υπερβαίνοντας τα 200 δισ. ευρώ σε σταθερές τιμές). Σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ε.Ε., ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2024 αναμένεται να αποκλίνει προς τα πάνω κατά 1,7 ποσοστιαίες μονάδες, διατηρώντας σχεδόν εξ ολοκλήρου το μέγεθος της αντίστοιχης θετικής απόκλισης που εκτιμάται σήμερα για το 2023 (1,8%). Το 2024 θα είναι έτος-σταθμός για τα δημόσια οικονομικά, καθώς προβλέπονται σημαντική επιστροφή σε πρωτογενές αποτέλεσμα 2,1% του ΑΕΠ, από 1,1% του ΑΕΠ το 2023, και μια σημαντική αποκλιμάκωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ. Εξαιτίας κυρίως της ανάπτυξης αναμένεται να αποκλιμακωθεί από το 172,6% του ΑΕΠ το 2022 σε 160,3% το 2023 και σε 152,3% το 2024. Η χώρα έχει εισέλθει πλέον σε έναν ενάρετο κύκλο μείωσης του χρέους και οικονομικής ανάπτυξης. Το μεγάλο ζητούμενο είναι η μετατροπή της τρέχουσας οικονομικής ανάκαμψης σε βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης. Ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό είναι η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων.

«Αγκάθι» ο πληθωρισμός

Η νέα χρονιά βρίσκει την Ελλάδα πρωταθλήτρια σε επιδόσεις στην Ευρώπη. Σε σχέση με πέρυσι, τα δεδομένα είναι εντελώς διαφορετικά. Επενδυτική βαθμίδα μετά από 12 χρόνια, κυρίαρχη κυβέρνηση Ν.Δ., με προοπτική τετραετίας, που σημαίνει ευκαιρία για τις μεταρρυθμίσεις που κανείς δεν τόλμησε, ανυπαρξία αξιόλογης αντιπολίτευσης, βελτιωμένοι οικονομικοί δείκτες, απόλυτη ηρεμία στα ελληνοτουρκικά, αλλά σε μια κοινωνία που στενάζει από τις υψηλές τιμές τουλάχιστον στα είδη διαβίωσης, κάτι που ωθεί την κυβέρνηση σε αύξηση μισθών και συντάξεων μετά από μεγάλο διάστημα «παγώματος», μήπως και με αυτόν τον τρόπο αντισταθμίσει τις πιέσεις. Αυτό που σίγουρα απουσιάζει είναι η αποτελεσματική αντιμετώπιση της κερδοσκοπίας, ένα θέμα στο οποίο η κυβέρνηση έχει μείνει μετεξεταστέα. Χρειάζονται άμεσα μέτρα για την πρόληψη και όχι μόνο για την καταστολή του φαινομένου. Με βάση τα παραπάνω, η νέα κυβερνητική θητεία δεν μπορεί παρά να είναι απόλυτα επιτυχής, αν δεν μεσολαβήσουν απρόβλεπτα γεγονότα που έχουν να κάνουν με τις παγκόσμιες εξελίξεις, που, όπως εμφανίζονται μέχρι σήμερα, είναι άκρως αρνητικές. Οι πόλεμοι και οι τρομοκρατικές ενέργειες συνεχίζονται, ενώ η αβεβαιότητα στην εξέλιξη των ακραίων φαινομένων και της πανδημίας αυξάνει τις δαπάνες – σε άλλη περίπτωση τα κεφάλαια θα διατίθεντο στην κοινωνία.? Θα υπάρξουν λοιπόν πιέσεις τόσο στο κόστος διακίνησης των προϊόντων όσο και στο κόστος ενέργειας και κεφαλαίων. Η πολεμική βιομηχανία θα ευνοηθεί ακόμα περισσότερο, όπως και οι εταιρείες ενέργειας και, φυσικά, οι ναυτιλιακές. Νέα μέτρα για τη στήριξη των αδύναμων είναι και πάλι αναγκαία.

Για έναν βιώσιμο τουρισμό

Το 2023, μια χρονιά αναφοράς για τον ελληνικό τουρισμό, φτάνει στο τέλος του, σηματοδοτώντας την έξοδο από τη μεγαλύτερη κρίση που αντιμετώπισε ο τουριστικός τομέας παγκοσμίως. Ηταν η πρώτη χρονιά χωρίς ταξιδιωτικούς περιορισμούς, μετά την πανδημία, παρουσιάζοντας ταυτόχρονα αξιοσημείωτη αύξηση αφίξεων αλλά και εσόδων για τη χώρα, με πρόβλεψη πως το 2024 θα είναι εξίσου θετικό. Εν αναμονή των στοιχείων της ΤτΕ για το διάστημα Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2023 -και βάσει των στατιστικών που έχουν δημοσιευτεί από το ΙΝΣΕΤΕ τον Νοέμβριο αναφορικά με το πρώτο εννεάμηνο του 2023- οι αφίξεις στην Ελλάδα έφτασαν τα 28 εκατομμύρια, καταγράφοντας αύξηση 3% σε σχέση με το 2019, ενώ τα έσοδα άγγιξαν τα 18 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αντίστοιχα αύξηση 11%. Τα συνολικά έσοδα του 2023 εκτιμάται ότι θα φτάσουν τα 20 δισ. ευρώ, ακόμη και αν δεν υπάρξει περαιτέρω αύξηση το τέταρτο τρίμηνο (συγκριτικά με τα έσοδα του τελευταίου τριμήνου του 2019). Ο τουρισμός μπορεί να χαρακτηριστεί και ως ένας «ζωντανός οργανισμός» που αφουγκράζεται τις κοινωνικές, οικονομικές και περιβαλλοντικές περιστάσεις, αντιμετωπίζοντας παράλληλα πολλές προκλήσεις, όπως οι μεγάλες γεωπολιτικές ανακατατάξεις, η κλιματική κρίση και η ανάγκη για την πράσινη μετάβαση και τον σχεδιασμό ενός νέου παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Αν και είναι νωρίς για προβλέψεις, οι προκρατήσεις για το 2024 δείχνουν να κυμαίνονται στα περσινά επίπεδα, με το brand name «Ελλάδα» να παραμένει ισχυρό. Η χώρα μας εξακολουθεί να βρίσκεται στην 5η θέση των παγκόσμιων τουριστικών brands, διατηρώντας την εκτίμηση των ταξιδιωτών, κυρίως λόγω της αποτελεσματικής διαχείρισης της χώρας κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Σύμφωνα με μελέτες, η Ελλάδα διατηρεί την ανταγωνιστικότητά της -ξεπερνώντας και τον ευρωπαϊκό μέσο όρο- ως προς την εμπειρία επίσκεψης. Παράλληλα, η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε αναπτυξιακή τροχιά, με την επενδυτική δραστηριότητα να φτάνει το 2022 περίπου τα 4,5 δισ. ευρώ, με τα 2,8 δισ. εξ αυτών να προέρχονται από ξένες επενδύσεις (μελέτη ΙΝΣΕΤΕ «Η συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία»), μετατρέποντας έτσι την Ελλάδα σε έναν ολοκληρωμένο τουριστικό προορισμό για τους επισκέπτες. Ο ΣΕΤΕ, έχοντας θέσει ως προτεραιότητα τη δημιουργία ενός βιώσιμου και ανθεκτικού τουριστικού προϊόντος, έχει εντάξει στη στρατηγική του την ανάπτυξη ομπρέλας μετάβασης των τουριστικών επιχειρήσεων σε βιώσιμη λειτουργία, με συγκεκριμένα εργαλεία και μεθοδολογία και ορίζοντα υλοποίησης το 2024.

Συνεχίζεται ο δυναμισμός της ελληνικής οικονομίας

Ολες οι προβλέψεις συγκλίνουν στο ότι η αύξηση του ΑΕΠ στη χώρα μας το 2024 θα κυμανθεί μεταξύ 2,4% και 2,9%, έναντι 0,8% έως 1% που είναι ο μέσος όρος της ευρωζώνης. Το σημαντικότερο είναι ότι αυτό δεν θα είναι αποτέλεσμα αυξημένης κατανάλωσης (εκτιμάται μείωση της κατανάλωσης σε σχέση με το 2023 στο 1,3%), αλλά αυξημένων επενδύσεων κατά 15%. Αυτές οι επιδόσεις θα συνυπάρξουν με πολύ χαμηλό δημοσιονομικό έλλειμμα και πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% του ΑΕΠ, ενώ ο πληθωρισμός και η ανεργία εκτιμάται ότι θα μειωθούν στο 2,6% και 9,6% αντιστοίχως. Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών δεν θα ξεπεράσει το 5%-6% του ΑΕΠ, καθώς αναμένεται αύξηση των εξαγωγών προϊόντων και ακόμα μεγαλύτερη αύξηση των υπηρεσιών, με πρώτες τις τουριστικές υπηρεσίες. Αυτές οι προβλέψεις είναι δύσκολο να αμφισβητηθούν, καθώς οι αντίστοιχες προβλέψεις την ίδια εποχή πέρυσι το 2022 για το 2023 σχεδόν όλες επαληθεύτηκαν και μερικές ξεπεράστηκαν, όπως η αύξηση του ΑΕΠ, που έφτασε στο 2,4% ΑΕΠ, ενώ προβλεπόταν αύξηση 1,6%. Συνεπώς, οι προσδοκίες για το 2024 μπορούν να θεωρηθούν βάσιμες και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η σημερινή κυβέρνηση νομοθετεί αυξήσεις στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων (10%), στις συντάξεις και στον κατώτατο μισθό, χωρίς να ανησυχεί για οποιαδήποτε δημοσιονομική υπέρβαση. Εξάλλου, η πρόσφατη απόφαση του Ecofin για εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από την υπέρβαση του ορίου δαπανών αφήνει περιθώρια ώστε η χώρα μας να συνεχίσει το εξοπλιστικό της πρόγραμμα. Οσον αφορά το ζήτημα του εξωτερικού χρέους, η Ελλάδα, χάρη στις αναπτυξιακές της επιδόσεις, επιτυγχάνει σημαντική μείωση ως ποσοστού του ως προς το ΑΕΠ (από 204% ΑΕΠ το 2020, έφτασε στο 161% ΑΕΠ το 2023, με τάση μείωσης τα επόμενα χρόνια). Επίσης, η μείωση του χρέους σε απόλυτους όρους, μετά την πρόσφατη απόφαση στην Ε.Ε., γίνεται περισσότερο εφικτή -δεν θα είναι πλέον το1/20 ετησίως του υπερβάλλοντος 60% του χρέους, αλλά μόνο το 1%- έτσι ώστε να μην τίθεται σε κίνδυνο η αναπτυξιακή προοπτική των υπερχρεωμένων χωρών-μελών. Ακόμη, με τη συνδρομή του Ταμείου Ανάκαμψης, αναμένεται σταδιακή κάλυψη του επενδυτικού κενού σε σχέση με τον μ.ό. της Ε.Ε., μέσω της αύξησης και της στροφής των επενδύσεων σε περισσότερο παραγωγικούς τομείς, πέραν της οικοδομής και των κατασκευών, κάτι που θα αυξήσει την παραγωγικότητα, που σήμερα δεν ξεπερνά το 55% του μ.ό. της Ε.Ε. Μόνο έτσι, βοηθούσης και της βελτίωσης της εκπαίδευσης, μπορεί να επιτευχθεί τα αμέσως επόμενα χρόνια αύξηση των αμοιβών των εργαζομένων, όπως στοχεύει η κυβέρνηση. Η αύξηση των αμοιβών θα βελτιώσει τη θέση της χώρας μας μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. ενώ, ενδυναμώνοντας την αγοραστική δύναμη των πολιτών, θα αντισταθμίσει τον εισαγόμενο πληθωρισμό, ιδίως στην ενέργεια και στα τρόφιμα.

Παραγωγικότητα, ανταγωνιστικότητα, εξωστρέφεια

Παραγωγικότητα, ανταγωνιστικότητα, εξωστρέφεια. Το τρίπτυχο επιτυχίας τους ελληνικού επιχειρείν για το 2024. Τον τελευταίο χρόνο, η αισιοδοξία για την πορεία της ελληνικής οικονομίας συνυπάρχει με τα προβλήματα που εξακολουθεί να δημιουργεί στην αγορά ο δομικός πληθωρισμός. Συνυπάρχει με την αβεβαιότητα για τις γεωπολιτικές εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή μας. Σε αυτό το περιβάλλον, οι επιχειρήσεις της χώρας καλούνται το 2024 να προχωρήσουν μπροστά. Να αποκτήσουν περισσότερη ανθεκτικότητα σε κρίσεις και εξωτερικές αναταράξεις. Να διασφαλίσουν ανάπτυξη σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται. Ο μόνος τρόπος για να πετύχει αυτή η προσπάθεια συνοψίζεται σε τρεις λέξεις: παραγωγικότητα, ανταγωνιστικότητα, εξωστρέφεια. Αυτό το τρίπτυχο θα κρίνει την πορεία των ελληνικών επιχειρήσεων στο επόμενο διάστημα. Θα κρίνει το μέλλον της εθνικής οικονομίας και κάθε περιφέρειας ξεχωριστά. Το 2024 θα εισρεύσουν στη χώρα περισσότερα από 12 δισ. ευρώ επενδύσεων, εγχώριων και ξένων, που θα αυξήσουν και τον δημόσιο πλούτο. Στόχος των επιχειρήσεων είναι να αξιοποιήσουν τα κεφάλαια και να ενισχύσουν πραγματικά το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων, ώστε να τονωθεί η κοινωνική συνοχή, να μειωθούν οι ανισότητες και να βελτιωθεί περαιτέρω η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Το 2024, η ανάπτυξη της οικονομίας επιστρέφει και στους εργαζομένους και στις επιχειρήσεις. Γι’ αυτό το 2024 το ελληνικό επιχειρείν θα πρωτοστατήσει και πάλι στις «κατακτήσεις» της ελληνικής οικονομίας για τη διατήρηση του υψηλότερου ρυθμού ανάπτυξης. Στις επενδύσεις και στις άμεσες ξένες επενδύσεις που προσελκύουμε από το εξωτερικό. Στις εξαγωγές και στο εγχώριο εμπόριο. Στη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών στον τουρισμό και στη βιομηχανία. Στη βιοτεχνία και σε επαγγελματικούς κλάδους που πρωτοστατούμε.

Πληθωρισμός χρήματος και επενδύσεων

Οι οικονομικές επιπτώσεις των πακέτων ελάφρυνσης που δόθηκαν επί COVID είναι πανομοιότυπες με εκείνες κατά την περίοδο του πολέμου στο Βιετνάμ, όταν αυξήθηκε και εδραιώθηκε ο πληθωρισμός. Ωστόσο, η άμεση ανταπόκριση των κεντρικών τραπεζών με την απότομη αύξηση των επιτοκίων περιόρισε τις πληθωριστικές πιέσεις και προσγείωσε ήπια την παγκόσμια οικονομία, δηλαδή βγήκε από αυτή την κατάσταση χωρίς ύφεση, ωστόσο με πληθωρισμό πάνω από 4% και ανεργία κάτω από 4%. Θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με τον πληθωρισμό, όπως σηματοδοτούν θεμελιώδεις δείκτες της οικονομίας, η μείωση της πιστωτικής επέκτασης, οι ανεστραμμένες καμπύλες των ομολόγων, η πολύ χαμηλή ανεργία… Η συγκράτηση του πληθωρισμού και οι προσδοκίες μείωσης των επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών σε καμία περίπτωση δεν σηματοδοτούν την επιστροφή στο προ COVID περιβάλλον των μηδενικών επιτοκίων. Τα κρίσιμα ερωτήματα για το ποσοστό μείωσης των επιτοκίων και για τη διάρκεια της μείωσης αυτών είναι κατά πόσο έχει αποπληθωριστεί η παγκόσμια οικονομία, ποιο είναι το ονομαστικό διαθέσιμο εισόδημα αφαιρουμένων των υψηλών τόκων και ποια είναι η ζήτηση των βασικών αγαθών. Και όλα τα ανωτέρω σε περιβάλλον χαμηλής ανεργίας, όπου δεν υπάρχει οικονομικό ιστορικό προηγούμενο, με την καμπύλη Phillips να φαίνεται ανεπαρκής για οποιαδήποτε άσκηση πρόβλεψης και οικονομικής πολιτικής. Για την Ελλάδα, τα επόμενα έτη, αρχής γενομένης από το 2024 και με δεδομένο ότι δεν θα αντιστραφεί το θετικό momentum αξιοπιστίας και μεταρρυθμίσεων, η μείωση των επιτοκίων, σε συνδυασμό με τις επενδύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης, αναμένεται να αποτελέσει ορόσημο, καθώς οι φθηνές αποτιμήσεις των ελληνικών assets και η αντιστροφή της αύξησης των επιτοκίων θα ωθήσουν τις νέες επενδύσεις κεφαλαίου στον ευρωπαϊκό μ.ό., ήτοι από το 14,88% του ΑΕΠ να φτάσουν στο 22,38% του ΑΕΠ της ευρωζώνης, με όλες τις θετικές επιπτώσεις στην περαιτέρω μείωση της ανεργίας, του δημοσίου χρέους, και εν γένει στην ευημερία του ελληνικού λαού.

Τα «κλειδιά» για τη δυναμική της σεζόν

Κατά την περίοδο της πανδημίας ο ελληνικός τουρισμός έδωσε διαπιστευτήρια προσαρμοστικότητας και ανθεκτικότητας, δοκιμαζόμενος από τη μεγαλύτερη κρίση στη σύγχρονη ιστορία του. Και αμέσως μετά, κλήθηκε να προσαρμοστεί στις συνέπειες ενός πολέμου μέσα στην ίδια την Ευρώπη, με το ενεργειακό κόστος να εκτινάσσεται σε δυσθεώρητα ύψη, συμπαρασύροντας και όλη την αλυσίδα μεταφορών και προμηθειών. Τα γρήγορα ανακλαστικά που επέδειξε ο τουρισμός, το «rebound» του 2022 και το θετικό πρόσημο με το οποίο κλείνει και η χρονιά του 2023 αποδεικνύουν ξεκάθαρα την ικανότητα του τουρισμού να ανακάμπτει γρήγορα και να συνεχίζει τη μεγάλη προσφορά του στην οικονομία και στην κοινωνία. Σε ό,τι αφορά τη νέα χρονιά του 2024, φαίνεται θετική ως προς τη ζήτηση για το ελληνικό τουριστικό προϊόν, χωρίς όμως να πρέπει να υποτιμηθεί μια σειρά από εξωγενείς παράγοντες, από τη γεωπολιτική ρευστότητα έως τις πληθωριστικές πιέσεις που επηρεάζουν την αγοραστική δύναμη των ευρωπαϊκών νοικοκυριών, τα οποία αποτελούν και τη βασική αγορά μας. Ετσι, θα είναι τελικά η πορεία του χειμώνα αυτή που θα προσδιορίσει τη δυναμική της σεζόν που έχουμε μπροστά μας. Γι’ αυτό και κάθε πρόβλεψη είναι παρακινδυνευμένη όταν ανά πάσα στιγμή ενδέχεται να δημιουργηθούν ανατροπές μέσα σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον στο οποίο κυριαρχούν μεγάλες αβεβαιότητες και προκλήσεις. Το θετικό κεκτημένο από την εμπειρία των τελευταίων χρόνων είναι η αναγνώριση της αξίας της προετοιμασίας. Συνακόλουθα και η μετακίνηση της δημόσιας συζήτησης για τον τουρισμό από την παρακολούθηση της ζήτησης από χρονιά σε χρονιά στη διαμόρφωση της δικής μας προσφοράς, έτσι ώστε να είμαστε εμείς αυτοί που θα δημιουργήσουμε ένα πλαίσιο ποιότητας και μακροπρόθεσμης βιώσιμης ανάπτυξης του τουρισμού. Το να καταγράφουμε τις αυξομειώσεις της ζήτησης σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί πραγματικό δείκτη. Η συζήτηση που πρέπει να κάνουμε είναι για το σχέδιο βιώσιμης τουριστικής ανάπτυξης που πρέπει να βάλουμε σε εφαρμογή και να επεξεργαστούμε σωστά και υπεύθυνα τον Οδικό Χάρτη που θα οδηγήσει κάθε προορισμό να πετύχει τους στόχους του.

Ανάπτυξη πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. το 2024

Πέρυσι, τέτοια εποχή, Δεκέμβριο του 2022, προσπάθησα να προβλέψω την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας για το 2023. Με βάση τα μέχρι τότε δεδομένα της περιόδου Ιανουαρίου- Σεπτεμβρίου 2022, έδωσα ένα εύρος ποσοστού ανάπτυξης από +1,5% έως +1,8%. Αυτή η περίοδος στο τέλος του έτους έχει το μειονέκτημα ότι μόνο τα στοιχεία των τριών πρώτων τριμήνων είναι διαθέσιμα. Ετσι, με βάση τις προβλεπόμενες μεταβολές των συνιστωσών του Ακαθαρίστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), όπως κατανάλωση, επενδύσεις, εξαγωγές και εισαγωγές, προέκυψε το παραπάνω εύρος ανάπτυξης. Μάλλον ήμουν φειδωλός. Από τα μέχρι σήμερα δεδομένα του 2023 (Ιανουάριος-Σεπτέμβριος) προκύπτει ανάπτυξη +2,2%, σημαντικά υψηλότερη της προβλεπόμενης, που μπορεί να φτάσει και το +2,4%.

Η ελληνική οικονομία διατηρεί τον δυναμισμό της και οι προβλέψεις για το 2024 είναι αισιόδοξες, με σημαντική ανάπτυξη, που προβλέπεται να κυμανθεί πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αυτό προκύπτει από την καλή πορεία των επενδύσεων, λόγω της υλοποίησης του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και την καλή πορεία των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών. Μόνη εξαίρεση είναι η ιδιωτική κατανάλωση, που, όπως και το προηγούμενο έτος, αναμένεται να σημειώσει μικρή αύξηση λόγω της συνεχιζόμενης μείωσης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών λόγω του πληθωρισμού. Με βάση αυτές τις παραδοχές, η ανάπτυξη προβλέπεται το 2024 να κυμανθεί από 2,2% έως 2,6%.

Διαβάστε εδώ το δημοσίευμα της Realnews

Διαβάστε εδώ το δημοσίευμα της Realnews

Διαβάστε εδώ το δημοσίευμα της Realnews

Διαβάστε εδώ το δημοσίευμα της Realnews

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ