Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που προσπαθούν να μη δυσαρεστήσουν κανέναν, να τα έχουν καλά με όλους ακόμα κι όταν οι ίδιοι καταπιέζονται. Απαντούν καταφατικά σε ό,τι πρόταση τους γίνει και είναι πρόθυμοι οι ίδιοι να κάνουν θυσίες για να ικανοποιήσουν ανάγκες άλλων. Δε διεκδικούν τίποτα, αντιθέτως υποχωρούν πάντα (ακόμα και ενάντια στα συμφέροντά τους) ώστε να αποφεύγουν καυγάδες. Έτσι αποκτούν μια ψευδαίσθηση ηρεμίας (μέχρι την επόμενη φορά που θα χρειαστεί να υποχωρήσουν). Οι υποχωρήσεις γίνονται διότι νιώθουν άβολα στη σκέψη πως κάποιος είναι “στραβωμένος” μαζί τους, δε μπορούν να το διαχειριστούν καθώς θέλουν να είναι αρεστοί σε όλους. Αυτή η συμπεριφορά (η οποία είμαι σίγουρος πως σε αρκετούς κάτι θυμίζει) αποκαλείται σύνδρομο του “καλού παιδιού”. Η νοοτροπία αυτή δημιουργείται κατά τα παιδικά χρόνια όταν για να είναι κάποιος “καλό παιδί” πρέπει να έχει συγκεκριμένη αποδεκτή συμπεριφορά.
Προφανώς το σύνδρομο του “καλού παιδιού” δεν αφορά μόνο μεμονωμένα άτομα αλλά και κοινωνίες ολόκληρες. Από αυτό το σύνδρομο πάσχει ένα κομμάτι του πολιτικού συστήματος και της ελίτ της χώρας. Τις τελευταίες δεκαετίες αυτό είναι κάτι παραπάνω από εμφανές. Το “δεν διεκδικώ τίποτα” που αντιβαίνει κάθε κανόνα στρατηγικής αγοράς και διαπραγματεύσεων απορρέει από αυτή την νοοτροπία. Το ίδιο και η φράση “και τι θέλετε, πόλεμο;” που είναι η απάντηση κάποιων σε όσους αντιδρούν στη διαχρονική υποχωρητικότητα της χώρας απέναντι στις απαιτήσεις της Τουρκίας. Η μετάφραση και των δύο είναι: “θέλω ηρεμία και θα πληρώσω όποιο κόστος για αυτήν”. Η νοοτροπία του “καλού παιδιού” οφείλεται για την πληθώρα θετικών αντιδράσεων από την πλευρά της Ελλάδος υπέρ του “να τα βρούμε και ας κάνουμε υποχωρήσει, να έχουμε ηρεμία στην περιοχή” κάθε φορά που η Τουρκία δείχνει ψήγματα καλής θέλησης. Βεβαίως, δεν τίθεται θέμα υποχωρήσεων από την Τουρκία καθώς η Ελλάς, ως “καλό παιδί”, δε διεκδικεί τίποτα εδώ και δεκαετίες.
Ακόμα ένα χαρακτηριστικό δείγμα συμπεριφοράς “καλού παιδιού” από τη χώρα μας είναι η υπεράσπισης της συμφωνίας των Πρεσπών με το επιχείρημα “πίεζαν οι ξένοι”. Αφού πίεζαν οι ξένοι πως θα μπορούσαμε εμείς να πούμε όχι; Να τους δυσαρεστήσουμε; (γεγονός που δείχνει πόσο αξιοθαύμαστο ήταν το μεγάλο όχι του Προέδρουν Τάσσου Παπαδόπουλου κόντα σε όλους απέναντι στο σχέδιο Ανάν για την υιοθέτηση του οποίου πίεζε όλη η διεθνής κοινότητα). Η ουσία με τις Πρέσπες είναι ότι, πλην μερικών ακραίων που συνέδεσαν τις Πρέσπες με το 1949, οι περισσότεροι δε μπορούσαν να διανοηθούν να δυσαρεστήσουμε τους “ξένους”. Και έτσι υπογράψαμε μια συμφωνία που μόνο προς το συμφέρον της χώρας δεν ήταν. Όλα τα επιχειρήματα που ακούστηκαν (περί σταθερότητας Βαλκανίων, απομάκρυνση της Τουρκίας από αυτά) δημιουργήθηκαν για να ουδετεροποιήσουν την υπογραφή της συμφωνίας.
Πιο πρόσφατο θέμα που δείχνει τη νοοτροπία “καλού παιδιού” ορισμένων είναι η φυλάκισης Μπελέρη στην Αλβανία. Ένα μέλος της εθνικής ελληνικής μειονότητας της γείτονος χώρας και εκλεγμένος δήμαρχος φυλακίζεται. Κι εδώ τα “καλά παιδιά” βρήκαν επιχείρημα για να μην κάνουμε τίποτα υπέρ των Ελλήνων της βορείου Ηπείρου. “Θέλετε να δημιουργήσουμε πρόβλημα στο ΝΑΤΟ;” μας λένε. Πάλι ζητάνε δηλαδή να κινηθούμε ενάντια στα συμφέροντα της χώρας για να έχουμε ηρεμία. Δεν κοιτούν ότι στην ουσία το πρόβλημα το δημιουργεί η κυβέρνηση της Αλβανίας με τη φυλάκιση Μπελέρη, δεν τους απασχολεί. Θέλουν εμείς να μην κάνουμε φασαρία, να είμαστε ήσυχοι, να μην ενοχλήσουμε.
Δυστυχώς, εάν επικρατήσει, που σε ένα βαθμό το έχει κάνει, αυτή η νοοτροπία σε θέματα εξωτερικής πολιτικής δε μπορούμε να πάμε μπροστά. Όταν η επεκτατική Τουρκία βλέπει την Ελλάδα να υπογράφει Πρέσπες με τα Σκόπια και να μη μπορεί να αντιδρά αποφασιστικά στην Αλβανία είναι απολύτως λογικό να βάλει κι άλλες διεκδικήσεις στο τραπέζι. Κι όσο δεν αλλάζουμε νοοτροπία τόσο θα ζητά περισσότερα δίχως ρίσκο. Όχι μόνο η Τουρκία, ο οποιοσδήποτε μπορεί. Διότι δεν έχει τίποτα να χάσει (αφού δε διεκδικούμε τίποτα) και ξέρει πως στο τέλος κάτι θα πάρει από όσα ζητάει αφού το “καλό παιδί” έχει ως στόχο όχι την υπεράσπιση των συμφερόντων του αλλά την, έστω παροδική, ηρεμία των σχέσεων. Ας αλλάξουμε πριν βουλιάξουμε.
Γράφει ο Απόστολος Πιστόλας, αναλυτής εκλογικής συμπεριφοράς