Όταν η Σοφία Βέμπο -που πέθανε 11 Μαρτίου 1978- με το «Κορόιδο Μουσολίνι…» εμψύχωνε τον Στρατό μας στο Μέτωπο και τον λαό το 1940, και πώς την εκδικήθηκαν μετά οι Ιταλοί για τα αντιμουσολινικά τραγούδια της.
του Τάσου Κ. Κοντογιαννίδη
Τέτοια μέρα, 11 Μαρτίου του 1978, έφυγε από τη ζωή η μεγάλη αοιδός Σοφία Βέμπο και στην κηδεία της μια απέραντη λαοθάλασσα την συνόδευε στην τελευταία της κατοικία στο Α’ Νεκροταφείο με το τραγούδι – ύμνο «Παιδιά της Ελλάδος Παιδιά»…
«Όταν τραγουδούσα στο “θέατρο Μακέδου” το ’40 το “Παιδιά της Ελλάδος παιδιά” σηκώνονταν όλοι ορθοί και τραγουδούσαν μαζί μου, λες και ψάλαμε τον εθνικό μας ύμνο. Και στο τέλος στα μάτια όλων έτρεχαν ποτάμια τα δάκρια…»
Λόγια της μεγάλης Ελληνίδας Σοφίας Βέμπο, σε μια συνέντευξη που μου έδωσε όταν την επισκέφθηκα στο σπίτι της απέναντι από το Πολυτεχνείο στις αρχές της δεκαετίας του ’70, παραμονές επετείου του «ΟΧΙ». Και πάντα τέτοιες μέρες του Οκτώβρη, έρχεται στη μνήμη μας η μεγάλη «τραγουδίστρια της νίκης», ο σύγχρονος Τυρταίος, που εμψύχωνε τους στρατιώτες μας στο Μέτωπο για να φέρουν τη Νίκη.
Γεννήθηκε στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης το 1910. Το πραγματικό της όνομα ήταν Έφη Μπέμπο, και ήλθε με την οικογένειά της μετά τη Μικρασιατική καταστροφή στην Τσαριτσάνη, κοντά στην Ελασσόνα, όπου ο πατέρας της δούλευε εκεί ως καπνεργάτης, και κατόπιν στον Βόλο.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’30 εγκαθίσταται στην Θεσσαλονίκη όπου ξετυλίγει το ταλέντο της στο τραγούδι, σ’ ένα ζαχαροπλαστείο. Προσλαμβάνεται το 1933 από το θεατρικό επιχειρηματία Φώτη Σαμαρτζή στο θέατρο «Κεντρικόν» και μετέχει στην επιθεώρηση «Παπαγάλος 1933», ενώ το 1938 παίρνει μέρος στην ελληνική ταινία η «Προσφυγοπούλα».
Η Βέμπο θα καθιερωθεί στη συνείδηση των Ελλήνων με την κήρυξη του πολέμου το ’40, αφού τότε όλα τα θέατρα της Αθήνας, άρχισαν να ανεβάζουν πολεμικές επιθεωρήσεις. Το θέατρο αυτοεπιστρατεύτηκε τότε στην υπηρεσία του μεγάλου αγώνα, και όλοι ανέβαζαν πολεμικές σάτιρες.
Η Βέμπο τραγουδά σατιρικά και πολεμικά τραγούδια και η φωνή της γίνεται η εθνική φωνή που εμψυχώνει τους Έλληνες με τις πολεμικές παρωδίες «Στον πόλεμο βγαίν’ ο Ιταλός» και «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του». Η φωνή της γεμάτη παλμό και ειρωνεία συγκλονίζει το πανελλήνιο και ξευτελίζει τον «φοβερό» Μουσολίνι.
Με την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα, πολλοί διέφυγαν στην Μέση Ανατολή. Η Βέμπο με τον σύντροφό της Μίμη Τραϊφόρο δεν τα κατάφεραν. Η Σοφία είχε ανοιχτό μέτωπο με τους Ιταλούς που την κυνηγούσαν επαγγελματικά και δεν της επέτρεπαν να βγαίνει στη σκηνή.
Στις 9/8/1941, το ιταλικό Φρουραρχείο Αθηνών εκδίδει την υπ’ αριθ. Πρωτ. 13/2 της 9-8-41 Διαταγή που υπέγραφε ο αντισυνταγματάρχης Κ. Μεόλι, που αναφέρει για τη Βέμπο: «κατά την διάρκεια του παρελθόντος πολέμου εις το θέατρον “Μακέδου” ετραγουδούσε χιουμοριστικά και υβριστικά δια το Ιταλικόν έθνος τραγούδια». Και τόνιζε ότι «ο κόσμος την θαυμάζει, την χειροκροτεί και την εκθειάζει για τα αντιϊταλικά της τραγούδια. «Να κληθεί από την Αστυνομία να παύση την δράσιν της και να της αφαιρεθή η άδεια ασκήσεως επαγγέλματος και να της απαγορευθή εφεξής να ανέλθη επί της σκηνής» καταλήγει η διαταγή.
Δυο μήνες μετά, στις 15/10/41 θα της επιστραφεί η άδεια ασκήσεως επαγγέλματος.
Αποκαλυπτικό είναι το έγγραφο του αστυνομικού διευθυντή Αγγέλου Έβερτ έπειτα από σχετική θετική απάντηση της Ιταλικής Στρατιωτικής Διοικήσεως:
«Αρ. Πρωτ. 40965 Φ. 84/27 προς την επιτροπή Ασκήσεως του Επαγγέλματος του ηθοποιού, Ν. 5736: “Εχομεν την τιμήν να παρακαλέσωμεν υμάς όπως ευαρεστούμενοι επιστρέψητε την άδειαν ασκήσεως επαγγέλματος εις την Σοφίαν Βέμπο, καθ’ όσον επετράπη εις ταύτην να συνεχίση υπό ορισμένους περιορισμούς δια τους οποίους υπέγραψεν σχετικήν δήλωσιν, ήτις διεβιβάσθη εις την Διοίκησιν των Βασιλικών Καραμπινιέρων. Ο διευθυντής της Αστυνομίας, Άγγελος Έβερτ, Αστυνομικός Διευθυντής Β΄»
Φυσικά η Βέμπο δεν πρόλαβε να την χρησιμοποιήσει, γιατί έπειτα από λίγο καιρό έφυγε για το Κάϊρο, όπου μετείχε στο Συγκρότημα Ψυχαγωγίας των Ενόπλων Δυνάμεων, το οποίο διηύθυνε ο προϊστάμενος της Γενικής Διευθύνσεως Τύπου Γεώργιος Σεφέρης.
«Στον πόλεμο του ΟΧΙ» είχε δηλώσει η Βέμπο «όλοι έδωσαν τη ζωή τους. Τα πόδια τους, τα μάτια τους, τα χέρια τους, την υγειά τους. Εγώ τι έδωσα; Τη φωνή μου… Δεν μου χρωστάει λοιπόν κανείς, ούτε η Ελλάδα μας. Εγώ τους χρωστάω τα πάντα, γιατί αυτά με κάνανε Βέμπο».
Η πανελλήνια συνείδηση της απένειμε το εύσημο και την ονόμασε «τραγουδίστρια της νίκης» και η ίδια, στα μεταπολεμικά χρόνια, θα δείξει και την φιλοπατρία της με την γενναία δωρεά της στο Έθνος. Πρόσφερε σε μια συμβολική πράξη για ενίσχυση του Βασιλικού Ναυτικού το εκπληκτικό ποσό των δύο χιλιάδων χρυσών λιρών!
Το 1949 η Βέμπο θ’ αποκτήσει δική της θεατρική στέγη στο Μεταξουργείο, το «Θέατρον Βέμπο» και θα παντρευτεί έπειτα από μακροχρόνιο δεσμό με το Μίμη Τραϊφόρο το 1957, ο οποίος έγραψε πολλά τραγούδια για την αγαπημένη του, όπως και άλλοι δημιουργοί (Σουγιούλ, Οικονομίδης κ.λ.π.).
Ευτυχώς η Βέμπο τιμήθηκε εν ζωή από το ελληνικό κράτος με πλήθος παρασήμων για τις υπηρεσίες που προσέφερε γιατί είθισται οι εκπρόσωποι του πάντα να λησμονούν τους μεγάλους αγωνιστές…
