Στη σύγχρονη πολιτεία Ροντόνια της Βραζιλίας, ο πορτογαλικός οικισμός που ήρθε στο φως, λέγεται ότι είχε εμφανιστεί σε κάποιους χάρτες πριν από εκατοντάδες χρόνια, προτού τελικά εξαφανιστεί.
Με την αξιοποίηση της τεχνολογίας Lidar και με ντόπιους από διάφορες ομάδες ιθαγενών, μία ομάδα αρχαιολόγων κατάφερε να ανιχνεύσει την ύπαρξη της αποικίας που τώρα είναι καλυμμένη από το πυκνό δάσος.
Ο Eduardo Neves, διευθυντής του μουσείου αρχαιολογίας και εθνολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο, είπε: «Ήταν εγκαταλελειμμένο, μετά δημιουργήθηκε το δάσος και απομακρύνθηκαν οι πέτρινοι ογκόλιθοι».

“Ένας οικισμός που ιδρύθηκε τον 16ο αιώνα”
«Μπορέσαμε να αναγνωρίσουμε τον σχεδιασμό των δρόμων της πόλης, μία επίσης συναρπαστική ανακάλυψη».
Πιστεύεται ότι, οι Πορτογάλοι ίδρυσαν τον οικισμό μέσα στο δάσος του Αμαζονίου, περίπου τον 16ο αιώνα, όταν κατέκτησε τη γη ο θαλασσοπόρος Πέδρο Άλβαρες Καμπράλ.
Στη συνέχεια, ίδρυσε τη δική του διοίκηση και άρχισε να αξιοποιεί τους φυσικούς πόρους στην περιοχή – κάνοντάς την μία από τις μεγαλύτερες οικονομικές δυνάμεις του Βασιλείου της Πορτογαλίας.
Λίγο μετά την ανακοίνωση της ανεξαρτησίας της Βραζιλίας από τον Πέτρο Α΄ από τον Οίκο της Μπραγκάνσα, ή Πέτρο Δ΄ της Πορτογαλίας, (ήταν βασιλιάς της Πορτογαλίας και ο ιδρυτής και ο πρώτος αυτοκράτορας της Βραζιλίας), η πόλη εγκαταλείφθηκε.
Τελικά, δεν άντεξε τη δοκιμασία του χρόνου.

O Neves και η ομάδα του, τώρα είναι αποφασισμένοι να ξαναδώσουν ζωή στην από χρόνια χαμένη πόλη. Αυτή είναι η αποστολή του προγράμματος Amazônia Revelada.
Στόχος του προγράμματος, είναι η ταυτοποίηση αρχαιολογικών χώρων σε διάφορα σημεία του Αμαζονίου, συνδυάζοντας πρωτοποριακή τεχνολογία με την παραδοσιακή γνώση για τους λαούς του δάσους.
Ο Neves εξηγεί: «Θέλουμε να καταγράψουμε αυτούς τους αρχαιολογικούς χώρους, να τους κάνουμε τμήμα της κληρονομιάς μας και να δημιουργήσουμε ένα επιπλέον στρώμα προστασίας για αυτά τα μέρη».
Έπεται μιας άλλης αρχαίας πόλης, η οποία ήταν θαμμένη κοντά στα βουνά του Εκουαδόρ και ανακαλύφθηκε έπειτα από 2.000 χρόνια.
Η μυστηριώδης κοινότητα, ήταν γεμάτη από πλατύβαθρα, πλατείες, δρόμους, αγροκτήματα και κανάλια. Η τεχνολογία με αισθητήρες λέιζερ, αποκάλυψε το δίκτυο των χωμάτινων υψωμάτων και των θαμμένων δρόμων στην κοιλάδα Upano, κρυμμένους για χρόνια κάτω από τους πρόποδες των Άνδεων.
Οι περισσότεροι δρόμοι ήταν εντυπωσιακά στενοί, με τους εργάτες να σκάβουν σχεδόν τρία μέτρα στο έδαφος και να υποστηρίζουν τα μονοπάτια με σωρούς από χώμα.
Οικιστικές και τελετουργικές δομές ήταν χτισμένες σε σχεδόν 6.000 πήλινα υψώματα, τα οποία πλαισιώνονταν από αγροτικές περιοχές με τάφρους αποστράγγισης. Οι πλατύτεροι δρόμοι του, ήταν 10.05 χλμ. σε πλάτος και είχαν μήκος 19.31 χλμ.
Το σημείο φιλοξενούσε 10.000 ανθρώπους και μπορεί και 15.000 ή 30.000 στο απόγειό του, σύμφωνα με τον αρχαιολόγο Antoine Dorison, έναν από τους συγγραφείς της έρευνας, στο Γαλλικό Εθνικό Κέντρο για την Επιστημονική Έρευνα.

Απαντήσεις σε διαχρονικά ερευνητικά ερωτήματα
Αυτό ισοδυναμεί με τον εκτιμώμενο πληθυσμό του Λονδίνου στη Ρωμαϊκή εποχή, τη μεγαλύτερη μητρόπολη του Ηνωμένου Βασιλείου.
H ανακάλυψη, δίνει απάντηση στη συζήτηση για το αν ο αρχαίος Αμαζόνιος φιλοξενούσε ζωή και εμπλουτίζει τα τεκμήρια, όπως οι πυραμίδες και τα έργα από πηλό, που είχαν ανακαλυφθεί τα τελευταία 20 χρόνια.
Ο πολιτισμός Upano, ο οποίος υπολογίζεται πως αριθμούσε 30.000 ανθρώπους, εξαφανίστηκε μεταξύ του 300 και του 600 π.Χ.
Έπειτα από περίπου 200 χρόνια, οι άνθρωποι του πολιτισμού, μετεγκαταστάθηκαν στην περιοχή.
Μέχρι την άφιξη των Ευρωπαίων, στην Νότια Αμερική, οι άλλοτε ευημερούσες πόλεις, είχαν θαφτεί στο δάσος.
Το δίκτυο των οικισμών αναλύθηκε με λεπτομέρεια σε άρθρο που δημοσιεύθηκε με επικεφαλής ερευνητή τον Stephen Rostain και άλλους, στο Science.
Ο Rostain παρατήρησε πρώτος τα υψώματα της γης στην περιοχή, πριν από 20 χρόνια, όμως τότε, είπε ότι δεν ήταν σίγουρος «πώς ταίριαζαν όλα μαζί».