Το μυστικό του νερού στην αρχαία Ιερουσαλήμ – Η Κολυμπήθρα του Σιλωάμ κατασκευάστηκε το 800 π.Χ. για να αντιμετωπιστεί η κλιματική αλλαγή

Η Κολυμπήθρα του Σιλωάμ του Δεύτερου Ναού. Φωτογραφία: Markbarnes / Wikimedia Commons

Η Κολυμπήθρα του Σιλωάμ του Δεύτερου Ναού. Φωτογραφία: Markbarnes / Wikimedia Commons

Πριν από περισσότερα από 2.800 χρόνια, οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, της Εποχής του Σιδήρου, ήρθαν αντιμέτωποι με μια δύσκολη περιβαλλοντική πραγματικότητα.

Η κλιματική αλλαγή περιγράφει εκτεταμένες περιόδους ξηρασίας, οι οποίες επιδεινώνονται από ξαφνικές, καταρρακτώδεις βροχές και καταστροφικές πλημμύρες. Αντιμέτωπη με αυτές τις απρόβλεπτες και εχθρικές συνθήκες, η διοικούσα αρχή του Βασιλείου της Ιουδαίας, ενδεχομένως υπό τη βασιλεία του Βασιλιά Ιωά ή του διαδόχου του, Αμασία, δεν παραιτήθηκε αλλά, σχεδίασε και εφάρμοσε μια μηχανική λύση μεγάλης κλίμακας που θα μεταμόρφωνε για πάντα τη διαχείριση του νερού στην Ιερή Πόλη, μια αρχιτεκτονική απόκριση σε μια περιβαλλοντική κρίση που θα εξακολουθούσε να επαναλαμβάνεται στους αιώνες.

Η συναρπαστική ιστορία, την οποία διαισθητικά γνώριζαν αρχαιολόγοι και ιστορικοί, σήμερα αποκτά μοναδικό επιστημονικό έρεισμα, χάρη σε έρευνα που πραγματοποίησε η μονάδα επιστημονικής αρχαιολογίας του ινστιτούτου επιστημών Weizmann, σε συνεργασία με την Ισραηλινή Αρχή Αρχαιοτήτων και η οποία δημοσιεύτηκε στα πρακτικά της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών (PNAS).

Η έρευνα, επαληθεύει την πατρότητα και τον σκοπό του κολοσσιαίου έργου, με τη χρήση πρωτοπόρων μεθοδολογιών μικροαρχαιολογίας, και εξαιρετικά ακριβούς ραδιοχρονολόγησης με άνθρακα, έχει καταφέρει να εδραιώσει την κατασκευή του σε ένα εξαιρετικά στενό χρονικό πλαίσιο: Μεταξύ του 805 και του 795 π.Χ.

Απεικόνιση του 1870 της Κολυμπήθρας του Σιλωάμ. Φωτογραφία: Public domain / Wikimedia Commons

Η ερευνητική ομάδα, με επικεφαλής τη Δρ. Johanna Regev και την καθηγήτρια Elisabetta Boaretto από το ινστιτούτο Weizmann, με τη συμμετοχή των αρχαιολόγων της Ισραηλινής Αρχής Αρχαιοτήτων, τον Δρ. Nahshon Szanton, τον Δρ. Filip Vukosavović, και Itamar Berko, εστίασε στα οργανικά υλικά που είχαν εγκλωβιστεί στο ασβεστοκονίαμα του μνημειακού φράγματος του Σιλωάμ, μια σπουδαία δομή που έκανε δυνατή την οχύρωση της σημαντικότερης πηγής νερού της πόλης, της πηγής Γιχώρ και να εκτρέπει τα νερά της σε ένα τεχνητό απόθεμα νερού: Την κολυμπήθρα του Σιλωάμ.

H ανάλυση των δειγμάτων που περιείχαν μικροσκοπικά, άκαυτα κομμάτια αχύρου και καμένα κλαράκια, ενσωματώθηκαν στο ασβεστοκονίαμα κατά τη διάρκεια της κατασκευής, προσφέροντας το τέλειο υλικό για χρονολόγηση – ένα εξαιρετικό κατόρθωμα στον τομέα της αρχαιολογίας που επέτρεψε αυτό το έργο υποδομής σε συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο με σπάνιο βαθμό βεβαιότητας.

Η ακριβής χρονολόγηση ωστόσο, ήταν ένα μόλις κομμάτι του παζλ.

Για την κατανόηση του λόγου πίσω από μια τέτοια, κολοσσιαία επένδυση πόρων και μόχθου, οι ερευνητές του ινστιτούτου Weizmann, συνδύασαν τα αποτελέσματά τους με τα υπάρχοντα κλιματικά δεδομένα από πυρήνες γεώτρησης της Νεκράς Θάλασσας, σταλαγμίτες από το σπήλαιο Soreq (Σπήλαιο Σταλακτίτη), και τις μετρήσεις της ηλιακής δραστηριότητας που έχουν καταγράψει την επιρροή τους στον σχηματισμό των κοσμογονικών ραδιενεργών ισοτόπων.

Η ολιστική αυτή οπτική, συνέθεσε μια ξεκάθαρη, αδιαμφισβήτητη εικόνα του κλίματος: Η περιοχή, εκείνη την περίοδο υπέφερε από ακραίες διακυμάνσεις που έκαναν τη ζωή και τη γεωργία επισφαλή.

 

Η απόκριση στην κρίση αυτή, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της μελέτης, ήταν το φράγμα του Σιλωάμ και το σύστημα ύδρευσης του οποίου ήταν μέρος, ένα αναπόσπαστο κομμάτι του αστικού σχεδιασμού, ειδικά σχεδιασμό για να αντέχει τις κλιματικές προκλήσεις της εποχής.

Τα πορίσματα, αναδεικνύουν την ύπαρξη συνολικού αστικού σχεδιασμού για τη διαχείριση του συστήματος ύδρευσης της Ιερουσαλήμ, ήδη από τον 9ο αιώνα π.Χ., ξεκάθαρη απόδειξη της ισχύος και της δύναμης της πόλης, όπως υποστηρίζουν οι ερευνητές.

Η κολυμπήθρα του Σιλωάμ, στα εβραϊκά γνωστή ως Brekhat Hashiloah και στα αραβικά ως Birket Silwān, περιγράφει αρκετές πετρόκτιστες δεξαμενές στα νοτιοανατολικά των τειχών της Παλιάς Πόλης της Ιερουσαλήμ, οι οποίες γεμίζουν από τα νερά της πηγής Γιχώρ, που περνούν μέσα από τη Σήραγγα του Σιλωάμ.

Το φράγμα που χρονολογήθηκε πρόσφατα, ήταν το κομμάτι της μηχανικής που έκανε δυνατή της δημιουργία της χαμηλής δεξαμενής, ιστορικά γνωστής ως “Παλιάς Κολυμπήθρας” ή στα Παλαιστινιακά Αραβικά, Birket el-Hamra (κόκκινη δεξαμενή), μια δεξαμενή που αποθήκευε και παροχεύτευε το νερό, ενώ συσσώρευε και διαφύλασσε και το πολύτιμο νερό της βροχής.

Η μεταγενέστερη ιστορία της δεξαμενής, είναι πλούσια, όπως και η ίδια η πόλη.
Στη διάρκεια της περιόδου του Δεύτερου Ναού, βρισκόταν στην καρδιά του προαστίου της οχυρωμένης πόλης Άκρα, γνωστή και ως Κάτω Πόλη, η οποία έγινε το τελετουργικό σημείο εκκίνησης για προσκυνητές που, αφού είχαν πλυθεί στα εξαγνιστικά νερά, ανέβαιναν 115 μέτρα στο Όρος του Ναού για ν’ αποθέσουν τις προσφορές τους.
Μετά από αιώνες, όπως αναφέρει ο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, αυτό ήταν το μέρος όπου ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, έστειλε τον τυφλό να πλυθεί και να θεραπευτεί θαυματουργικά – ένα επεισόδιο που εδραίωσε τη σημασία του στη Χριστιανική Παράδοση.

Παραδοσιακά, η πατρότητα των υδραυλικών έργων της Ιερουσαλήμ, αποδίδεται στον Βασιλιά Εζεκία (715 – 618 π.Χ.), ο οποίος υπό την επικείμενη απειλή της πολιορκίας του Ασσύριου Βασιλιά Σενναχειρείμ, σφράγισε το αρχαίο κανάλι των Χαναναίων, της Πηγής Γιχώρ και έχτισε τη γνωστή Σήραγγα του Σιλωάμ, για να στερήσει τον στρατό των εισβολέων από το νερό, και να διασφαλίσει την παροχή του στο εσωτερικό της πόλης.

Η νέα μελέτη, εκτός από το ότι, αντιβαίνει στο αφήγημα, αποκαλύπτει και ένα προγενέστερο στρώμα της βασιλικής μεσολάβησης. Το φράγμα και το συνδεόμενο με αυτό σύστημα, χρονολογούνται έναν σχεδόν αιώνα πριν από τα έργα του Εζεκία, υποδηλώνοντας πως, τα τελευταία μπορεί να είχαν επεκταθεί, οχυρωθεί ή αναβιώσει ένα έργο διαχείρισης του νερού, που είχε ξεκινήσει από τους προκατόχους του, στον θρόνο της Ιουδαίας, προσαρμόζοντάς του σε μια νέα κρίση – στη συγκεκριμένη περίπτωση, γεωπολιτική και όχι κλιματική.

Η ανακάλυψη για ακόμη μια φορά, των ευρημάτων της κολυμπήθρας του Δεύτερου Ναού, το 2004, κατά τη διάρκεια ανασκαφών για έργα ύδρευσης με επικεφαλής τους αρχαιολόγους Eli Shukron και Ronny Reich, ήταν ένα αρχαιολογικό ορόσημο.
Οι ανασκαφές, αποκάλυψαν μια μεγαλοπρεπή δομή πλάτους 69 μέτρων, με σκαλιά τουλάχιστον σε τρεις από τις πλευρές της, σχεδιασμένη με σκοπό να προσαρμόζεται στα διακυμαινόμενα επίπεδα του νερού.
Ακόμη, νομίσματα της εποχής της βασιλείας του Αλέξανδρου Ιανναίου (103 – 76 π.Χ.) που βρέθηκαν σφηνωμένα στον γύψο, επαληθεύουν μια μεγάλη ανοικοδόμηση ή επιδιόρθωση την εποχή εκείνη.

Ωστόσο, σε μεγάλο τμήμα της κολυμπήθρας, δεν πραγματοποιήθηκαν ανασκαφές για σχεδόν δύο δεκαετίες, λόγω διαμαχών για την ιδιοκτησία της γης, η οποία βρίσκεται στον οπωρώνα που είναι γνωστός ως ο “Κήπος του Βασιλιά”.

Τελικά, στα τέλη του 2022, οι Ισραηλινές αρχές, παρέδωσαν τον έλεγχο της περιοχής στο ίδρυμα Ir David, δίνοντας στην ισραηλινή αρχή τη δυνατότητα να ξεκινήσει μια ολοκληρωμένη ανασκαφή που, προς έκπληξη πολλών, έχει αποκαλύψει ελάχιστα επιπλέον ευρήματα της δεξαμενής, στο μεγαλύτερο μέρος του χώρου. Η ακρίβεια της νέας χρονολόγησης ωστόσο, υπερβαίνει το θέμα της χρονολογίας.

Ανάγει τη φιλοδοξία και τη χωρητικότητα του νέου αυτού βασιλείου σε νέα διάσταση, αναδεικνύοντας μια μοναρχία ισχυρή, οργανωμένη και με αρκετό οραματισμό, ώστε να ενεργοποιήσει τις αναγκαίες πηγές ώστε ν’ αλλάξει το τοπίο και να τιθασεύσει το κλίμα για χάρη του πληθυσμού του.

Exit mobile version