Ανακαλύφθηκαν καρφιά ανάμεσα σε ανθρώπινα οστά σε αρχαία ελληνική αποικία – Τα κατάλοιπα ταφικών πυρών αποκαλύπτουν μυστηριώδη τελετουργικά

Στο έδαφος υπήρχαν δύο κανάλια για τις σπονδές. Ήταν υγρά που έχυναν πάνω τους, ή προοριζόταν για τις χθόνιες θεότητες: Φωτογραφία: Sylvie Duchesne, Inrap

Στο έδαφος υπήρχαν δύο κανάλια για τις σπονδές. Ήταν υγρά που έχυναν πάνω τους, ή προοριζόταν για τις χθόνιες θεότητες: Φωτογραφία: Sylvie Duchesne, Inrap

Λίγα μόλις μέτρα απ’ την ακρογραμμή και περίπου 150 δυτικά της περιμέτρου της αρχαίας πόλης της Ολβίας (στη σημερινή Υέρ στη γαλλική Κυανή Ακτή), η μεθοδική εργασία των αρχαιολόγων έφερε στο φως μια τεράστια ρωμαϊκή ταφική περιοχή, της οποίας η έκταση και η κατάσταση διατήρησης ρίχνουν νέο φως στις ταφικές πρακτικές αυτού του στρατηγικού λιμανιού.

H προληπτική ανασκαφή διεξήχθη από την αρχαιολογική υπηρεσία του τμήματος του Var και του Εθνικού Ινστιτούτου Προληπτικής Αρχαιολογίας (Inrap), στο πλαίσιο του έργου αναδιοργάνωσης του δρόμου l’Almanarre, στη διάρκεια του οποίου αποκαλύφθηκε ένας χώρος αφιερωμένος στους νεκρούς, ο οποίος χρησιμοποιούταν μεταξύ του 1ου και του 3ου αιώνα μ.Χ.

Η παρέμβαση, που συντονίζεται από τη Μητρόπολη της Τουλόν, επικεντρώνεται επί του παρόντος στη μελέτη μιας ομάδας 160 έως 170 κατασκευών που συνδέονται αποκλειστικά με την τελετή καύσης νεκρών, οι οποίες είναι κατανεμημένες σε μια έκταση 800 τετραγωνικών μέτρων.

Στο έδαφος υπήρχαν δύο κανάλια για τις σπονδές. Ήταν υγρά που έχυναν πάνω τους, ή προορίζονταν για τις χθόνιες θεότητες: Φωτογραφία: Sylvie Duchesne, Inrap

Η ανακάλυψη δεν είναι μοναδική

Κατά τη διάρκεια χερσαίων αρχαιολογικών εκτιμήσεων το 2022 και το 2023, στα βόρεια και βορειοδυτικά των αρχαίων τειχών της πόλης οι ερευνητές είχαν εντοπίσει άλλες ταφικές περιοχές, υποδηλώνοντας την ύπαρξη μιας ακόμα μεγαλύτερης νεκρόπολης, η οποία, κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους, θα συνόρευε με έναν παράκτιο δρόμο που πιθανόν οδηγούσε στην πόλη Telo Martius, τη σημερινή Τουλόν.

Η ελληνική αποικία της Ολβίας

Η αποικία της Ολβίας ιδρύθηκε το τελευταίο τέταρτο του 4ου αιώνα π.Χ. ως οχυρωμένος οικισμός από τους Μασσαλιώτες και συνέχισε να κατοικείται αδιάλειπτα μέχρι τα μέσα του 6ου αιώνα μ.Χ.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου που αυτή η νεκρόπολη ήταν σε χρήση, ο λιμενικός οικισμός της Όλμπια εντάχθηκε διοικητικά στη ρωμαϊκή αποικία της Αρλ, η δικαιοδοσία της οποίας εκτεινόταν κατά μήκος της ακτής από την Καμάργκ έως την ίδια την Υέρ.

Στο έδαφος υπήρχαν δύο κανάλια για τις σπονδές. Ήταν υγρά που έχυναν πάνω τους, ή προορίζονταν για τις χθόνιες θεότητες: Φωτογραφία: Sylvie Duchesne, Inrap

Τα υλικά ευρήματα που ανακτήθηκαν στον χώρο υποδεικνύουν ότι στο συγκεκριμένο τομέα η αποτέφρωση ήταν η μοναδική ταφική πρακτική.

Οι κύκλοι του ταφικού τελετουργικού

Το πρωτόκολλο φαίνεται να ήταν αυστηρά τυποποιημένο: Το σώμα του νεκρού τοποθετούνταν σε μια πυρά, χτισμένη πάνω από ένα τετράγωνο λάκκο, και συνοδευόταν από ένα σύνολο κεραμικών και προσωπικών αντικειμένων που προορίζονταν για το ταξίδι στη μετά θάνατον ζωή.

Οι φλόγες, οι οποίες φούντωναν από ένα ρεύμα αέρα που εισερχόταν μέσω ενός κεντρικού αεραγωγού, ανέπτυσσαν τόσο ακραίες θερμοκρασίες, ώστε τα τοιχώματα του λάκκου διαποτίστηκαν από ένα κοκκινωπό χρώμα –ένα φαινόμενο τεχνικά γνωστό ως ερυθροποίηση– ενώ τα ξύλινα στοιχεία της πυράς κάηκαν μέχρι την κατάρρευσή τους.

Τα οστά, που εκτέθηκαν σε αυτή την έντονη θερμότητα, έχασαν το αρχικό τους χρώμα και έγιναν πιο λευκά, παραμορφώθηκαν και δημιουργήθηκαν πάνω τους χαρακτηριστικές ρωγμές που, ωστόσο, δεν εμποδίζουν την αναγνώρισή τους από αρχαιολόγους ειδικευμένους σε ανθρώπινα λείψανα.

Τα αντικείμενα που συνόδευαν τους νεκρούς, είχαν παρόμοια τύχη: τα γυάλινα σκεύη, κυρίως μυροδοχεία , και τα χάλκινα μεταλλικά αντικείμενα έλιωσαν, ενώ τα πήλινα αγγεία υπέστησαν σοβαρές αλλοιώσεις από τη δύναμη της φωτιάς.

Μετά την ολοκλήρωση της αποτέφρωσης, ακολουθούσε μια αλληλουχία από τελετουργικές κινήσεις – των οποίων τα φυσικά υπολείμματα έχουν διασωθεί, για να σφραγιστεί η διαδικασία.

Σε κάποιες περιπτώσεις, η τάφρος της ταφικής πυρκαγιάς ξαναχρησιμοποιούταν ως η τελική ταφή, όπως μαρτυρούν οι προσφορές που δεν έχουν κανένα ίχνος έκθεσης σε φωτιά. Σε άλλες περιπτώσεις, τα υπολείμματα της αποτέφρωσης, ανάμεσα στα οποία θραύσματα οστών, συλλέγονταν προσεκτικά και μεταφέρονταν στις τάφρους που είχαν ανοιχθεί αποκλειστικά για την υποδοχή τους.

Η νεκρική πυρά μετατρεπόταν σε τάφο μέσω μιας σειράς τελετουργικών, το τελευταίο από τα οποία ήταν η κατασκευή μιας οροφής και η τοποθέτηση ενός αγωγού για σπονδές. Φωτογραφία: Sylvie Duchesne, Inrap

Η συγκέντρωση αυτών των ανθρώπινων λειψάνων σε σαφώς οριοθετημένες συσσωρεύσεις επέτρεψε στους ερευνητές να προσδιορίσουν με ακρίβεια τον χώρο ενός τάφου. Μερικοί από αυτούς τους τάφους, οι οποίοι πιθανόν κάποτε να είχαν επισημανθεί στην επιφάνεια με τμήματα ψαμμίτη, ανασκάφηκαν μέχρι το βραχώδες υπόστρωμα ή, σε άλλες περιπτώσεις, έως ένα ελαφρώς υψηλότερο επίπεδο..

Σπονδές, προσφορές και το τελετουργικό

Η ταφική συλλογή περιείχε και άθικτα αντικείμενα τα οποία είχαν προσφερθεί μετά την αποτέφρωση, αντικείμενα όπως τα μυροδοχεία ή διαφόρων ειδών κεραμικά.

Ένα από τα διακριτά χαρακτηριστικά της νεκρόπολης της Ολβίας της Γαλατίας, είναι η συχνή παρουσία ενός κυκλώματος σποδών, επάνω στον τάφο, σκοπός του οποίου ήταν η διοχέτευση των υγρών σπονδών – του κρασιού, της μπύρας και του υδρόμελου, για να τιμήσουν την μνήμη του νεκρού ή για να διασφαλίσουν την προστασία του στη μετά θάνατον ζωή.

Τα υγρά αυτά, όπως τα αρώματα, ή αντικείμενα, όπως νομίσματα ή λυχνίες, μπορεί να είχαν σκοπό τον εξευμενισμό των θεών του κάτω κόσμου.

Τα περισσότερα κυκλώματα αυτού του είδους, ήταν αυτοσχέδια, φτιαγμένα από επαναχρησιμοποιημένους αμφορείς, αγγεία που, λόγω της αφθονίας τους, αποτελούν απόδειξη της έντονης ναυτικής δραστηριότητας που χαρακτήριζε την Ολβία.

Άλλοι χώροι στο εσωτερικό της ταφικής περιοχής, φαίνεται να ήταν αφιερωμένοι σε επιμνημόσυνες τελετές, στη διάρκεια των οποίων έσπαγαν σκόπιμα κεραμικά σκεύη, μια τελετουργική κίνηση το πλήρες νόημα της οποίας, δεν έχει γίνει ακόμη κατανοητό.

Ένα ακόμη μοναδικό στον χώρο στοιχείο, είναι η μεταχείριση των αποτεφρωμένων οστών.

Σε αντίθεση με τη πιο διαδεδομένη ρωμαϊκή συνήθεια να τοποθετούνται σε τεφροδόχους από διάφορα υλικά—γυαλί, κεραμικό, λίθο ή μόλυβδο—στην Ολβία υπάρχουν περιπτώσεις όπου τα οστέινα κατάλοιπα αποτέθηκαν απευθείας, ομαδοποιημένα σε μικρούς σωρούς, ή τοποθετήθηκαν σε οργανικό δοχείο που δεν έχει διασωθεί.

Το ερώτημα αν οι παραλλαγές αυτές αντανακλούν κοινωνικές, οικονομικές ή ακόμη και πολιτιστικές διακρίσεις, παραμένει ανοιχτό, υπενθυμίζοντάς μας πως, τα ταφικά τελετουργικά της αρχαιότητας ήταν περίπλοκα συστήματα, πλούσια σε εκδοχές και έμφορτα πολλών νοημάτων, ορισμένα από τα οποία δεν έχουν ερμηνευτεί πλήρως.

Η αναλυτική εξέταση ενός απ’ τους τάφους, έδωσε τη δυνατότητα της ανασκευής με αξιοσημείωτη λεπτομέρεια, της αρχιτεκτονικής και τελετουργικής αλληλουχίας που συνδέεται με την αποτέφρωση του ατόμου και τις σχετικές κοινωνικές πρακτικές για την μεταχείριση των νεκρών.

Τα τοιχώματα του λάκκου, με την κοκκινωπή τους απόχρωση, μαρτυρούν την απευθείας έκθεση στη φωτιά, επιβεβαιώνοντας τη λειτουργία τους ως βάση της πυράς. Η αυλάκωση ή ο κεντρικός αεραγωγός είχε κρίσιμο τεχνικό ρόλο, εξασφαλίζοντας τον απαραίτητο αερισμό για τη διατήρηση της καύσης.

Τα καρφιά

Η παρουσία των καρφιών ανάμεσα στα οστά, υποδηλώνει την ύπαρξη κάποιας ξύλινης κατασκευής – ίσως κάποιου είδους κλίνη για την εναπόθεση του σώματος του νεκρού. Όταν έσβηνε η φωτιά και είχε ολοκληρωθεί η αποτέφρωση, το τελετουργικό συνεχιζόταν, με την εναπόθεση ενός αγγείου και δύο μικρών κεραμικών σκευών πάνω από τα υπολείμματα της πυράς.

Η πλήρης απουσία σημαδιών ή καπνιάς στα αγγεία, επαληθεύει πως αυτά τοποθετούνταν όταν είχε κρυώσει η χόβολη.

Όταν το σώμα είχε πλέον γίνει ένα σωρός αποτεφρωμένων λειψάνων, ολοκληρωνόταν η τελετουργική διαδικασία με την προστασία των οστών του νεκρού. Αυτό γινόταν με την κατασκευή κάποιου στεγάστρου από επίπεδα και κυρτά πλακίδια.

Τέλος, τη στιγμή του οριστικού κλεισίματος του τάφου, γέμιζαν μερικώς την τάφρο – τουλάχιστον στην περιοχή όπου βρισκόταν το κεφάλι του νεκρού με σκοπό να σταθεροποιήσουν δύο από τα κυρτά πλακίδια σε κάθετη θέση, σχηματίζοντας με τον τρόπο αυτό ένα λειτουργικό κύκλωμα σπονδής, στο οποίο προσαρτούσαν ένα μικρό κύπελλο.

Η τελική κίνηση, η οποία έχει διατηρηθεί για αιώνες στο έδαφος, πάγωσε στον χρόνο την τελευταία πράξη ενός τελετουργικού που τελέστηκε για ν’ αντέξει στην μνήμη, προσφέροντας μια εξαιρετικά ολοκληρωμένη εικόνα της σχέσης ανάμεσα στους ζωντανούς και τους νεκρούς της ρωμαϊκής Ολβίας.

Exit mobile version