Με μια ελληνικούρα περιωπής εκόσμησε την αγόρευσή του περί τα της εκπαίδευσης στη Βουλή ο Υπουργός Παιδείας, κ. ΚωνσταντίνοςΑρβανιτόπουλος. Είπε «πριν αλέκτωρ λαλήσει τρις», αντί του ορθού «πριν αλέκτορα φωνήσαι» – το απαρέμφατο (φωνήσαι) συντάσσεται με αιτιατική (αλέκτορα), όπως θα εξηγούσε στον κύριο Υπουργό και η κυρία Ρεπούση, ήτις ξεφτέρι στα αρχαία ελληνικά.
Επίσης το «τρις», αγαπητέ κύριε Υπουργέ, δεν πάει στο «φωνήσαι» του κόκορα (πριν ο κόκορας να λαλήσει τρειςφορές), αλλά στους μαθητές του Χριστού, οι οποίοι «πριν να λαλήσει ο κόκορας, θα τον απαρνηθούντρειςφορές» – όπως πάλι θα εξηγούσε στον κ. Αρβανιτόπουλο η κυρία Ρεπούση, ήτις ξεφτέρι και στα θρησκευτικά.
Η αλήθεια είναι ότι η φράση «πριν αλέκτορα φωνήσαι» κατά τη χρήση της και την αναπαραγωγή της εκ των πλείστων εξ ημών έχει… λαλήσει. Υφίσταται όλες τις δυνατές κι αδύνατες εκδοχές: πριν αλέκτωρ φωνήσαι (sic), πριν αλέκτωρ λαλήσαι (sic!), πριν αλέκτορα φωνήσαι τρις (sic), αυτό το τρις έχει παίξει τα ρέστα του.
Μικρότοκακό, θα μου πείτε, η παραφθορά μιας φράσης – όχι και τόσο μικρό, θα σας απαντήσω (χωρίς να ’ναι και προς θάνατον), όταν πρόκειται για τη μεταφορά μιας ρήσης, ενός στερεότυπου, πολύ περισσότερο δε όταν η μεταφορά αυτή αλλοιώνει το νόημα του λεχθέντος (όπως, επίσης συχνά, γίνεται όταν λέμε «παν μέτρον άριστον» – κάθε«μέτρον άριστον» – το μέτρο είναι το άριστο).
Τοπρόβλημαόμως δεν είναι στο ότι ο κ. Αρβανιτόπουλος έκανε ένα (ανθρώπινο) γλωσσικό λάθος, αλλά στο ότι πολλάχρόνιατώρα κάτι τέτοια τα θεωρούμε «ψιλά γράμματα», κατεβάζοντας έτσι όλο και πιο πολύ τοεπίπεδοτωναπαιτήσεώνμας για τους τρόπους του δημόσιου λόγου, για τη ρητορικήτηςουσίας,
πουανκαλλιεργείτο, αν σχετικώς υπερτερούσε, θα τίναζε στον αέρα μεγάλο μέρος της τρέχουσας προπαγάνδας, του ανορθολογικού και παράλογου, του φθηνούλόγου που διακινείται στην αγορά. Βεβαίως μια τέτοια κατάσταση θα ήταν επαναστατική και το
σύστημα δεν θα την ανεχόταν πέραν ενός ορίου, διότι το σύστημα απεχθάνεται τον θάνατό του.
Γιαπαράδειγμα, η σκληρήσπουδή πάνω στα ανθρωπιστικά γράμματα (με την εμβάθυνση φυσικά στα αρχαία ελληνικά και λατινικά) που συμβαίνει στις καλύτερεςσχολές των καλύτερωνπανεπιστημίων του δυτικού κόσμου, ανέχεται
έναλελογισμένοποσοστό απωλειών (να βγουν δηλαδή κι ορισμένοι σπουδαστές επαναστάτες), προκειμένου οι υπόλοιποι –πουθαστελεχώσουντοσύστημα– να έχουν ακονίσειτοίδιοτησκέψητους.
Τααρχαίαελληνικά είναι στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σχεδόν όλων των δυτικών χωρών, είτε ως υποχρεωτικό μάθημα, είτε ως προαιρετικό (ενώ στη
Βρετανία εισήχθη προσφάτως και στην πρωτοβάθμια), όχι διότι θα μάθει κανείς να μιλά ή να γράφει αυτή τη γλώσσα, αλλά διότι τον βοηθά να σκέφτεται στη δικήτου. Αλλωστε
καιστημνήμητηςδικήςτουγλώσσας τα ελληνικά που εμφιλοχωρούν δεν είναι αμελητέα και μάλλον διδακτικά για την απόδοση των εννοιών που περιγράφουν οι λέξεις. (Είναι τυχαίο ότι η πλειονότητα των επιστημόνων, των καλλιτεχνών και των σοβαρών πολιτικών στη Δύση είναι εν τω άμα ελληνιστές;)
Δενείναιλοιπόνπρόβλημα, ερχόμενοι στα καθ’ ημάς, του αναλυτικού προγράμματος στα σχολεία να μην μπορεί να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχυρα, αν δηλαδή τα αρχαία θα διδάσκονται
στο πρωτότυπο, πώς, πότε και σε ποιους,
ούτε αν η αρχαία γραμματολογία θα έχει την παιγνιώδηεκμάθηση που θα έφερνε τα παιδιά κοντά στα νάματα, ούτε αν η σχέση της αρχαίας γραμματολογίας με
τη μέση (βυζαντινή, δημοτική και λόγια) καθώς και με τη νεότερη είναι πολύτιμη – όλααυτάείναι
εύκολονατακτοποιηθούν σε ένα σύστημα που δεν θα παραλείπει -«και τούτο ποιείν κακείνο μη αφιέναι», έλεγε το προγονικό- μάλιστα θα αναδεικνύει.
Το ότι ο τρόπος που διδάσκονται σήμερα τα αρχαία είναι καταστροφικός δεν σημαίνει ότι πρέπει να καταργηθεί το μάθημα, αλλά ο καταστροφικός τρόπος διδασκαλίας του.
Τοπρόβλημα δεν βρίσκεται στους εκπαιδευτικούς, αλλά στην πολιτικήβούληση που κυριαρχεί, και τέτοια πράγματα θέλει να τα αποφεύγει, τα θεωρεί κινδυνώδη για το σύστημα! Κι έτσι αρχίζουν οι γελοιότητες: γιατί
να μάθει αρχαία ένα παιδί που θα γίνει γιατρός ή μηχανικός; τιταχρειάζεταιμονοσήμαντος άνθρωπος
αυτονόητα πράγματα! Λες και τα παιδιά που θα ακολουθήσουν θετικές σπουδές είναι κατώτερα πλάσματα, έχουν κατουρήσει στο πηγάδι, και δεν δικαιούνται να ξέρουν από Πλάτωνα. Οχι μόνον όμως δικαιούνται να ξέρουν, αλλά αν ξέρουν γίνονται και πολύ καλύτεροι στο αντικείμενό τους.
Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση θα έπρεπε να εξοικειώνει τους μαθητές με τη μάθηση, σε λελογισμένες κι όχι ανυπόφορες δόσεις. Υπάρχουν τα πανεπιστήμια μετά για την εξειδίκευση (κι αυτή πάντα σε ένα ευρύτερο ανθρωπιστικό πλαίσιο), όπως υπάρχει και η διά βίου ενασχόληση με τη γνώση – «καλόν και γέροντι μανθάνειν σοφά», έλεγε στη νεκρή του γλώσσα ο Αισχύλος.
Ομως ο ατυχής όρος «νεκρή γλώσσα» που χρησιμοποίησε η κυρία Ρεπούση είναι πολύ προγενέστερος – χωρίς όμως τότε που εχρησιμοποιείτο να έχει αυτήν την αρνητική φόρτιση που απέκτησε απ’ όταν βγήκε στο μεϊντάνι η θεωρία της ασυνέχειας του ελληνικού έθνους. Τα
λατινικά είναι μια γλώσσα που δεν ομιλείται, υπάρχει όμως στη ρίζα και τους χυμούς των λατινογενών γλωσσών, όπως και τα αρχαία ελληνικά υπάρχουν στη ρίζα αλλά και στα φύλλα του δένδρου των σημερινών ελληνικών -χιλιάδες οι κοινές λέξεις- δεν ξηραίνεις τις ρίζες, ούτε αποξηραίνεις τα φύλλα – τι να τοκάνεις μετά ένα δένδρο νεκρό; Δεν είναι μόνον η μνήμη της νέας ελληνικής που προέρχεται απ’ την αρχαία και τη μεσαιωνική πολύτιμη για την κατανόηση των εννοιών, αλλά είναι επίσης πολύτιμη και η ίδια η δομή των λέξεων που περιγράφουν αυτές τις έννοιες – όπως συμβαίνει με όλες τις γλώσσες που αποτυπώνουν τα πράγματα απ’ την πρώτη αυγή της ανθρωπότητας. Απ’ τους δυτικούς που μελετούν τα αρχαία ελληνικά οι Ελληνες διαθέτουν το πλεονέκτημα της πρόσβασης της νέας γλώσσας στην παλιά. Να το απεμπολήσουμε;
Η «μανία» της κυρίας Ρεπούση με τα αρχαία ελληνικά ή τα θρησκευτικά δεν έχει τόσο να κάνει με το περιεχόμενό τους, την αξία των οποίων άλλωστε αναγνωρίζει, όσον με αυτό που αποδεικνύουν. Διότι το ζητούμενο
για την καλή καθηγήτρια όχι μόνον των γαλλικών αλλά και της παιδαγωγικής της ιστορίας δεν ήταν τόσο ο «συνωστισμός» στη Σμύρνη, ούτε ίσως καν και το πρόταγμα Γιωργάκη-Τζεμ-Σόρος ότι η ιστορία καλό θα είναι να τρώει τον λωτό της για να μην προκαλεί εκ νέου πάθη, αλλά η ασυνέχεια του έθνους, του ελληνικού έθνους.
Διότι το έθνος που θα παραδεχόταν κάτι τέτοιο, ας πούμε οι Ελληνες, οι Εβραίοι, οι Κινέζοι, οι Κούρδοι, οι Βάσκοι, θα γινόταν πιο εύκαμπτο, πιο ευλύγιστο, πιο υποταγμένο, περισσότερο ικανό
να ζει σε μια Ειδική Οικονομική Ζώνη, όπως έκαμαν την Ελλάδα οι εκσυγχρονιστές κι όλοι εκείνοι που χρόνια τώρα φλόμωσαν τους πάντες στις αμερικανιές της πολιτικής ορθότητας, του πολυπολιτισμού, του μεταμοντερνισμού κι όλων των συναφών – όλα έγιναν για
τον παρά που θα μπορούσαν να βγάζουν από μια διαλυμένη χώρα η Ζήμενς και τα τέκνα της-μνημόνια και δεν συμμαζεύεται.
Αυτά που εισηγείται η κυρία Ρεπούση προϋποθέτουν την ημιμάθεια και την αμορφωσιά. Για την οποίαν αμορφωσιά έλεγε ο Πυθαγόρας: «μεγάλην παιδείαν νόμιζε δι’ ης δυνήση φέρειν απαιδευσίαν», δηλαδή «να θεωρείς μεγάλη μόρφωση εκείνη που θα σε κάνει να υποφέρεις την αμορφωσιά». Μόνον το «Οι παραδόσεις του Ελληνικού Λαού» του Πολίτη να είχε διαβάσει κάποιος (δεν ξέρω αν έχει εκδοθεί και στα γαλλικά), και δεν θα ταλάνιζε όπως ο κύκλος Ρεπούση τους Ρωμιούς. Ομως το θέμα δεν είναι ακαδημαϊκό, είναι πολιτικό.
Και έχει δύο αποτελέσματα: α) Οι αποδομητικές μεταρρυθμίσεις (που εύκολα υιοθετεί η εξουσία, όπως εν προκειμένω έπραξαν η κυρία Γιαννάκου και η κυρία Διαμαντοπούλου) εξουδετερώνουν τις προοδευτικές μεταρρυθμίσεις. Ετσι
η ανάγκη εισαγωγής της θρησκειολογίας στα σχολεία εκφυλίζεται σε κατάργηση των θρησκευτικών. Η αρμονική διδασκαλία της αρχαίας γλώσσας υπέρ της νέας εξαερώνεται σε ψευδοδιλήμματα και ποσοστώσεις. Και β) τροφοδοτείται
η αντίδραση. Η μαύρη αντίδραση. Και φαίνονται να οικειοποιούνται τα ελληνικά γράμματα οι πλέον ανελλήνιστοι της κοινωνίας μας, οι ακροδεξιοί, οι φασίστες.
Διότι, για παράδειγμα, όταν δεν καταλαβαίνει ένα παιδί, με τον τρόπο που διδάσκεται η Ιστορία στα σχολεία, τι ήταν πραγματικά η Σπάρτη, έρχεται ο φασίστας και του λέει ότι ήταν κάτι σαν στρατόπεδο εκπαίδευσης Αμερικανών πεζοναυτών που γκάριζαν δις-ιζ-Σπάρτααα! Πάει ο μελανοχίτων (απ’ τον πολύ μέλανα ζωμό) αρχηγός τους, κ. Μιχαλολιάκος, στις Θερμοπύλες
και μαγαρίζει τον ιερό τόπο τσιρίζοντας ότι ο Λεωνίδας και οι 300 έπεσαν υπακούοντας «στις προσταγές» – ποιες «προσταγές», χρυσέ μου; Οι Σπαρτιάτες δεν είχαν φύρερ για να παίρνουν προσταγές – τους νόμους της πατρίδας τους ετήρησαν. Αυτό είναι το κλέος τους – τουλάχιστον για όσους
μπορούν να ξεχωρίσουν τη διαφοράνόμων και διαταγών, πατρίδας και πατριδοκαπηλίας, ανθρωπιστικών γραμμάτων και φληναφημάτων για υπερανθρώπους και υπανθρώπους.