Πεφταστέρια, απόψε…

Νύχτωσε.Eβαλα στο στέρεο -είμαι της παλιάς σχολής- «πειραγμένους» Πινκ Φλόυντ (ίσως για να νοσταλγήσω την αυθεντική εκτέλεση), άναψα το τσιγάρο μου κι άφησα την πόλη μας γύρω μου να με τυλίγει…Η Αθήνα της Πύλης του Αδριανού, η Αθήνα του Κολωνού, ο άνεμος να έρχεται απ’ το Αιγάλεω, η πόλη βουίζει, τροχοφόρα, ασθενοφόρα, μάγκες μπάτσοι μαρσάρουν δίκυκλα, τα φώτα της Αθήνας να σβήνουν το φως των αστεριών στον ουρανό – μόνον η Αφροδίτη λαμπερή  ή μήπως ο Aρηςαπόψε δεν θέλω να διαφύγω με ιστορίες και όνειρα, ούτε να δραπετεύσω με ένα βιβλίο, δεν θέλω να διαβάσω για «ανταρόλυκους» και δράκους, ούτε να ξεχασθώ με ένα φιλμ στο φιλμνέτ… είναι μια νύχτα χωρίς θαύματα.Νύχτα για τον γάτο μου – τέσσερα πράγματα χρειάζεται το ζωντανό για να ’ναι ευτυχισμένο, τέσσερα πράγματα έχει. Ούτε καν κατέχει, έχει… Eχει και μένα θα μου πεις, αλλά κανενός γάτου η ζωή δεν είναι τέλεια – όμως αυτόείναι μια άλλη ιστορία, απόψε η νύχτα έχει να κάνει με μένα και τις λέξεις μου, χρόνια γράφω, έχασα φίλους γράφοντας, μεγάλωσα στην ηλικία (με έναν τρόπο που ακόμα δεν καταλαβαίνω), γνωρίσθηκα με χιλιάδες ανθρώπους, εσάς, γυναίκες και άνδρες, πολίτες που δεν σας ξέρω ως πρόσωπα, αλλά ως πρόσωπα σας αισθάνομαι σαν να είμαστε γνώριμοι από καιρό,σαν κάποτε να παίξαμε μαζί, στις ίδιες γειτονιές ή άλλες που ψυχανεμιζόταν ο καθείς πως μπορεί να ’ναι η γεωγραφία του άλλου, σείδιες κι άλλες πατρίδες, σε ίδιες κι άλλες ζωές η πρώτη σου νύχτα φοιτητής στην παραλία με τα μυστήρια της μαύρης θάλασσας, να μετράνε έναν ακόμα κόκκο της άμμου, εσένα, που όμως είσαι το κέντρο του σύμπαντος – δεν είναι ιστορία πετρωμάτων οι Γαλαξίες, γλυκιά μέθη, υποψία ελαύνοντος έρωτος, γλυκός ύπνος – έρχεται άλλη μια μέρα που θα είσαι κάτω απ’ το φως,ευτυχής θνητός. Τι περισσότερο θέλεις; Νύχτα κι απόψε. Μετά τις εκλογές. Πάλι οι λέξεις πολλές, ευρέθη και μια χαρίεσσα τρελοκαμπέρω να γράψει σε εφημερίδα «να τραβήξουν τα καλώδια απ’ τον Γλέζο», χιούμορ, φαντάζομαι, ότι θα αισθανόταν η ψυχούλα της πως κάνει. Είναι βέβαιον!Μετά η μέρα έφυγε –κι όπως σας προείπα- έχει πια νυχτώσει…Κι εγώ στο σαλονάκι μου καθιστός, κοιτώ τις λέξεις μου σκεφτικός μέσα απ’ τον καπνό του τσιγάρου μου. Λέξεις που έχω πετάξει, πέτρες…κι άλλες, που έχω φάει γλυκό του κουταλιού…λέξεις από ποιήματα και λέξεις από ψαλμούς  μια φάλαγγα οπλισμένη, διατάγματα, ικεσίες, υπαγορεύσεις, προτροπές, μανιφέστα, τίτλοι εφημερίδων, σχόλια, ερωτόλογα, ψίθυροι, φωνές, προπαγάνδα, λέξεις άηχες κι άλλες απ’ τα μεγάφωνα, λέξεις που σε διδάσκουν τι λένε και λέξεις που κρύβουν τα άρρητα, παλιά ιστορία, απ’ το πρώτο ψεύδισμα στην αγκαλιά της μάνας μου, εώς το άκου, μίλα, διάβαζε, γράφε, εννόησε (αυτά, παρακαλώ, να τα εκλάβουμε ως απαρέμφατα), με  τον γάτο μου να τρίβεται στο πόδια μου, ή διότι πεινάει, ή διότι έχει καταλάβει πως η ψυχή μου θέλει απόψε να πιστέψει πως δεν υπάρχουν λέξεις για τις εξορίες, τα εκτελεστικά αποσπάσματα, τη φτώχεια των διπλανών μου (εννοώ στο διπλανό διαμέρισμα), την πείνα των παιδιών σε συνοικίες των Αθηνών, τους τόκους και τα επιτόκια – όμως, καταλαβαίνουν απ’ αυτά οι γάτοι; Καταλαβαίνουν οι άνθρωποι. Κι έτσι μετράνε το προσδόκιμο ζωής όλων των άλλων ψυχών στον πλανήτη – ανθρώπων (των άλλων ανθρώπων) και ζώωνΜεγάλη υπόθεση ο άνθρωπος: έχει μεγάλη φωνή όπως ο Αγαμέμνων, τρώει πολύ όπως ο Αγαμέμνων, σφάζει το παιδί του για το «κοινό καλό» -αυτόν τον ευφημισμό της εξουσίας- όπως ο Αγαμέμνων.Και στο τέλος, μέσα στην αγωνία του πάει άκλαυτος, όπως ο Αγαμέμνων. Συμπαθάτε με, μυριάδες οι λέξεις, αλλά μια φράση τους – τόσο εύκολη, τόσο χαρίεσσα, με πείραξε πολύ κι έτσι, όχι λιγότερο φονιάς κι εγώ, πειραγμένους ακούω τους μουσικούς απόψε (ίσως για να νοσταλγήσω την αυθεντική εκτέλεση)… 

email:  [email protected]

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ