ΤΟ ΔΑΝΕΙΟ
«Αράπη μου, γύρισα»!…
«Ε, και; Για νέο μού το λες; Το βλέπω».
«Ποιο βλέπεις;», πήρα ανάποδες εγώ…
«Μα, ότι γύρισες… Κλείσε την πόρτα σε παρακαλώ και μην με ξαναπείς “αράπη”, γιατί παίρνω ανάποδες εγώ»!…
Ώπα!… Μας βγήκε με κόκκινο η Σούλα! Η Σούλα Μιζερή με τ’ όνομα, η πανάκριβη κόρη του Μήτσου Μιζερή του γνωστού αλλαντοπώλη – συχωρεμένος πια! Λένε πως, δούλευε το χαντζάρι του σαν τον Τζακ τον αντεροβγάλτη. Σού ’σκιζε το λουκάνικο με τη μία!… Καλύτερα που δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω…
«Τζουτζούκο μου, δεν κλειδώνεις κιόλας; Ακούγονται διάφορα τον τελευταίο καιρό. Θέλεις να μπει κανείς με κανένα χαντζάρι, καμιά ώρα»;
«Ωχ, καλά λες, αρ… εεε αγάπη μου! Κλειδώνω, κλειδώνω»…
Πού τη χάνεις, πού τη βρίσκεις τη Σούλα, μια σπιθαμή διαμερισματάκι έχουμε (δυάρι) κι όμως, καταφέρνει να εξαφανίζεται. «Σούλααα!… Πού πήγες γυναίκα μου»;
«Στην κρεβατοκάμαρα!… Σιδερώνω»!
«Με κείνο το σίδερο που μπουκώνει»;
«Ναι»!
Μπήκα στην κρεβατοκάμαρα. Πάλευε η κακομοίρα, σφιγγόταν η καψερή· το σίδερο μήτε ψέκαζε μήτε ζέσταινε… Ευτυχώς που την έχω καλοθρεμμένη, με δυνατά μπράτσα, χοντρά δάχτυλα, μεγάλα βυζά, ξανθά μαλλιά κότσο και, το κυριότερο, πιο κοντή από μένα. Δηλαδή, στούμπος!…
«Να το πετάξεις το παλιοσίδερο! Θα πάρουμε άλλο… Εγκρίθηκε το δάνειό μας, από την Τράπεζα»!…
Για τη συνέχεια πατήστε εδώ