Τα δεδομένα του ΕΟΔΥ ανέλυσε η καθηγήτρια Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ Βάνα Παπαευαγγέλου στη διάρκεια της ενημέρωσης για τις εξελίξεις με την πανδημία στη χώρα μας. Όπως υπογράμμισε η καθηγήτρια υπήρξε τριψήφιος αριθμός κρουσμάτων σε Δράμα και Πέλλα, με 147 και 122 αντίστοιχα. “Το δεύτερο πανδημικό κύμα καλπάζει σε όλο τον κόσμο. Όλη η Ευρώπη βρίσκεται σε ένα είδος lockdown”, σημείωσε η κυρία Παπαευαγγέλου. “Είναι ιδιαίτερα λυπηρό ότι στο σαββατοκύριακο που μας πέρασε χάσαμε δύο νέους ανθρώπους, 42 και 52 ετών, μάχιμους συναδέλφους μας γιατρούς. Αυτό μας δείχνει πόσο πραγματικά ο καθένας μας είναι ευάλωτος. Κανένας μας δεν είναι υπεράνω αυτής της λοίμωξης” σημείωσε και πρόσθεσε: “Μετά την κρίσιμη εβδομάδα που πέρασε μας περιμένει άλλη μια δύσκολη εβδομάδα, Είδαμε εκθετική αύξηση στις εισαγωγές στις ΜΕΘ και το ΕΣΥ να πιέζεται όσο ποτέ, είδαμε τον μέσο όρο της ηλικίας των ασθενών που νοσηλεύονται στις ΜΕΘ να έχει μειωθεί στα 64 έτη, ενώ οι γιατροί των ΜΕΘ αναφέρουν ότι βλέπουν ασθενείς κάτω των 60 και νεαρούς ενήλικες να νοσηλεύονται στις μονάδες εντατικής θεραπείας, είδαμε υπερδιπλασιασμό στον μέσο ημερήσιο απολογισμό των ανθρώπων που χάθηκε. Αυτά που βλέπουμε σήμερα είναι αποτέλεσμα της εκθετικής αύξησης των κρουσμάτων το τελευταίο 15ήμερο. Αυτό που χαρακτηρίζει την επιδημιολογική εικόνα στη χώρα μας είναι η μεγάλη διασπορά στον πληθυσμό σε όλη την επικράτεια. Το επιδημιολογικό φορτίο είναι μεγάλο και είναι στο χέρι μας να το μετριάσουμε” υπογράμμισε η κυρία Παπαευαγγέλου.
Ακολούθως είπε: “Πρέπει να δείξουμε άμεσα την απαραίτητη σύνεση, να μειώσουμε τις μη απαραίτητες μετακινήσεις, να τηρούμε σχολαστικά την καθολική χρήση της μάσκας, Με κάθε τρόπο, με κάθε θυσία πρέπει να ανακοπεί η μετάδοση περαιτέρω. Αυτό δεν σημαίνει να αποξενωθούμε, να φοβόμαστε τον διπλανό μας αλλά να προσέχουμε και να αποδεχθούμε ότι θα μάθουμε να φοράμε τη μάσκα μέσα έξω από το σπίτι για κάποιους μήνες”.
“Ελπίζουμε με βάση τα δεδομένα που έχουμε από τον ΕΟΔΥ ότι την επόμενη Δευτέρα θα μπορούμε να αρχίσουμε να χαμογελάμε και να ελπίζουμε ότι σιγά σιγά μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες θα μειωθεί ο αριθμός των διασωληνωμένων και των συνανθρώπων μας που χάνονται από τον νέο κορονοϊό. Ήδη οι προσπάθειές μας φαίνεται ότι έχουν αρχίσει να αποδίδουν. Βλέπουμε μια αρχόμενη εικόνα σταθεροποίησης γεγονός που μας δίνει την ελπίδα ότι αν τηρήσουμε τα μέτρα θα μπορέσουμε σιγά σιγά να άρουμε κάποιους περιορισμούς”.
Σχετικά με το κλείσιμο των δημοτικών είπε: “Τα σχολεία παρέμεναν ανοιχτά μέχρι σήμερα γιατί είναι τεκμηριωμένο ότι τα μικρά παιδιά, αυτά που είναι έως 10 ετών μεταδίδουν στο περιβάλλον πολύ λιγότερο απ’ ό,τι οι έφηβοι και οι ενήλικες. Η ενδοοικογενειακή μετάδοση είναι χαμηλή, ιδιαίτερα όταν το πρώτο κρούσμα μέσα στο σπίτι είναι παιδί κάτω των 9 ετών” και επικαλούμενη διεθνείς έρευνες σημείωσε ότι η πιθανότητα να μεταδώσει ένα παιδί σε συμμαθητή ή σε ενήλικα είναι πολύ χαμηλή. “Πιθανόν τα παιδιά περνούν τη λοίμωξη ασυμπτωματικά” τόνισε. “Ακόμη και όταν έχουμε δύο κρούσματα στο ίδιο σχολείο δεν φαίνεται αυτά τα κρούσματα να συσχετίζονται αλλά αντικατοπτρίζουν το αυξημένο επιδημιολογικό φορτίο της περιοχής” είπε και επεσήμανε ότι “τα μικρά παιδιά δεν είναι υπερμεταδότες” είπε ακόμη και συνέχισε λέγοντας πως “με τόσο βαρύ επιδημιολογικό φορτίο, το κλείσιμο των σχολείων ήταν μονόδρομος. Κι αυτό γιατί το κύριο πρόβλημα που δημιουργούν τα ανοιχτά σχολεία είναι η κινητικότητα του πληθυσμού που συνδέεται με τη λειτουργία των σχολείων. Αυτή δεν περιλαμβάνει μόνο τη μεταφορά των μαθητών από και προς το σχολείο, αλλά και τη μετακίνηση των εκπαιδευτικών με τα ΜΜΜ, τις υπηρεσίες που υποστηρίζουν τη λειτουργία των σχολείων, όπως την τροφοδοσία, την καθαριότητα και βέβαια την κινητικότητα των γονέων που εργάζονται και δεν παραμένουν σπίτι. Έτσι ενώ είναι σαφές ότι το σχολικό περιβάλλον δεν αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα για την επιδημία, τα δημοτικά αποφασίστηκε να κλείσουν με στόχο τη δραστική μείωση της κινητικότητας του πληθυσμού και τη μείωση του επιδημιολογικού φορτίου γιατί όσο τα σχολεία είναι κλειστά υπάρχει εκ των πραγμάτων πολύ μεγάλη μείωση της ευρύτερης κινητικότητας του πληθυσμού”.