Ωρολογιακή «βόμβα» το δημογραφικό – Οι προτάσεις ειδικών επιστημόνων για την αύξηση των γεννήσεων

Εθνική στρατηγική με ορίζοντα 30 ετών για να αντιμετωπιστεί η γήρανση του πληθυσμού και το δημογραφικό πρόβλημα ζητούν ειδικοί επιστήμονες μέσω της Realnews. Ποιες είναι οι τέσσερις παρεμβάσεις που προτείνουν για την αύξηση των γεννήσεων και την αναγέννηση της Ελλάδας. Πώς η οικονομική κρίση και η πανδημία συνέβαλαν στην επιδείνωση του προβλήματος τα τελευταία 12 χρόνια.

Του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ – ΠΗΓΗ: Realnews

Ωρολογιακή «βόμβα» στα θεμέλια της χώρας αποτελεί το δημογραφικό πρόβλημα, που συγκαταλέγεται ανάμεσα στα κορυφαία εθνικά ζητήματα. Ειδικοί μιλούν στη Realnews και κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την Ελλάδα που «μικραίνει», ζητώντας την εφαρμογή δραστικών μέτρων για την αύξηση των γεννήσεων και την πληθυσμιακή αναγέννηση της χώρας. Όπως τονίζουν, η οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων και η πανδημία συνέβαλαν στο αρνητικό δημογραφικό αποτέλεσμα του 2022, ενώ τονίζουν ότι τα όποια μέτρα ληφθούν θα αποδώσουν καρπούς σε τουλάχιστον 30 χρόνια.

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το δημογραφικό, οι γεννήσεις στην Ελλάδα σημείωσαν μείωση κατά 10,3% το προηγούμενο έτος (76.541, 39.558 αγόρια και 36.983 κορίτσια) σε σχέση με το 2021, που ήταν 85.346 (43.998 αγόρια και 41.348 κορίτσια). Την ίδια στιγμή, οι θάνατοι το 2022 ήταν 140.801 (70.802 άνδρες και 69.999 γυναίκες), καταγράφοντας μείωση 2,2% σε σχέση με το 2021, που ήταν 143.923 (73.420 άνδρες και 70.503 γυναίκες).

Μιλώντας στην «R», ακαδημαϊκοί και επιστήμονες σταχυολογούν τέσσερις λύσεις που αφορούν τα εργασιακά ζητήματα των γονέων, το κόστος ανατροφής των παιδιών, την εξασφάλιση της κατοικίας, αλλά και την φροντίδα των παιδιών. Ο Παύλος Μπαλτάς, δρ. Δημογραφίας, ερευνητής Γ’ στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), επισημαίνει ότι οι τάσεις μείωσης των γεννήσεων δεν είναι κάτι πρόσφατο. «Η μείωση των γεννήσεων έχει ξεκινήσει από τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Να σας δώσω ένα παράδειγμα: οι γεννήσεις τη δεκαετία του 1970 ήταν κατά μέσο όρο γύρω στις 140.000 ανά έτος, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 είχαν μειωθεί στις 100.000. Υπήρξε μια μικρή περίοδος αύξησης ανάμεσα στο 2004 και το 2010, η οποία ανακόπηκε με την έναρξη της οικονομικής κρίσης», αναφέρει ο κ. Μπαλτάς.

Όπως σημειώνει ο Π. Μπαλτάς, η μείωση των γεννήσεων οφείλεται σε δυο παραμέτρους. Αρχικά στη συνειδητή επιλογή των νεότερων ζευγαριών να μειώσουν τον αριθμό των παιδιών που θα φέρουν στον κόσμο, καθώς έχει πλέον επικρατήσει το μοντέλο της οικογένειας με τα δύο παιδιά με τάση πλέον για ένα ή κανένα. Σημαντικό ρόλο παίζει η αύξηση της μέσης ηλικίας στην απόκτηση του πρώτου παιδιού, η οποία συχνά δεν ευνοεί την απόκτηση ενός δεύτερου ή τρίτου.

Σύμφωνα με τον Π. Μπαλτά, έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου να ξεπεράσουμε στον δημόσιο διάλογο τον όρο «δημογραφικό πρόβλημα» και να περάσουμε στην εποχή της δημογραφικής προσαρμογής. Δηλαδή της προσαρμογής σε μια κοινωνία χαμηλής γονιμότητας, με μεγάλο αριθμό ηλικιωμένων ή και υπερηλίκων (άνω των 85 ετών). «Οι ενέργειες που θα γίνουν από την πολιτεία εξαρτώνται από το ποιος θα είναι ο στόχος. Για παράδειγμα, αν ο στόχος είναι οι οικογένειες να κάνουν τρία και τέσσερα παιδιά, είναι κάτι μάλλον μη ρεαλιστικό, μιας και, όπως σας είπα, η μείωση του μεγέθους της οικογένειας είναι μια συνειδητή επιλογή των ζευγαριών. Αν ο στόχος είναι να ληφθούν μέτρα ώστε οι γυναίκες ηλικίας άνω των 35 με κανένα παιδί να αποκτήσουν ένα πρώτο και οι γυναίκες άνω των 40 ετών με ένα παιδί να αποκτήσουν ένα δεύτερο, αυτοί είναι πιο εφικτοί στόχοι», τονίζει ο δρ. Δημογραφίας και ερευνητής Γ’ στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών.

Μείωση κόστους

Αναφερόμενος στα οικονομικά κίνητρα, ο Π. Μπαλτάς ξεκαθαρίζει ότι η επιδοματική πολιτική δεν επιφέρει μεγάλος κέρδος και υπογραμμίζει ότι απαιτείται συνολική υποστήριξη στη μείωση του κόστους για την ανατροφή ενός παιδιού. «Σίγουρα, είναι μια ενίσχυση το ποσό που δίνεται εφάπαξ με κάθε γέννηση, αλλά, όπως γνωρίζετε, ένα παιδί δεν είναι μια στιγμή. Η ανατροφή του και η γενικότερη υλική του υποστήριξη διαρκούν το λιγότερο 20 χρόνια. Άρα, περισσότερο θα βοηθούσε κατ’ αρχήν σε ό, τι αφορά το παιδί η μείωση του κόστους για την εκπαίδευσή του (καθώς ένα μεγάλο ποσό του οικογενειακού προϋπολογισμού πηγαίνει σε μαθήματα και φροντιστήρια που γίνονται εκτός σχολείου) ή τις δραστηριότητές του στον ελεύθερο χρόνο του», λέει χαρακτηριστικά ο Π. Μπαλτάς.

Σύμφωνα με τον ερευνητή του ΕΚΚΕ, σίγουρα θα βοηθούσε οι νέοι να έχουν τη δυνατότητα να αναχωρούν από το οικογενειακό νοικοκυριό νωρίτερα. Μάλιστα, σημειώνεται ότι η Ελλάδα έχει έναν από τους μεγαλύτερους μέσους όρους ηλικίας στην Ευρώπη όσον αφορά την αναχώρηση των νέων από το οικογενειακό νοικοκυριό. Αυτό προϋποθέτει κατ’ αρχήν σταθερή εργασία (μείωση της ανεργίας των νέων) και πρόσβαση στην κατοικία (λογικά ενοίκια) – με αυτόν τον τρόπο τα νέα ζευγάρια θα μπορούν να συγκατοικούν. Η συγκατοίκηση είναι το πρώτο βήμα για τη δημιουργία μιας οικογένειας. Αν η ηλικία αναχώρησης μειωθεί, πολύ πιθανόν να μειωθεί και η μέση ηλικία απόκτησης του πρώτου παιδιού και αυτό να επιτρέψει και την απόκτηση ενός δεύτερου.

Κορονοϊός

Από την πλευρά του, ο Κωνσταντίνος Ζαφείρης, αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, τονίζει ότι ο κορονοϊός ήταν ένας καταλυτικός παράγοντας για την υπογεννητικότητα στη χώρα μας.

«Όντως, τα τελευταία χρόνια υπάρχει σημαντικό πρόβλημα στο δημογραφικό, ωστόσο να επισημάνω ότι δεν χρειάζεται πανικός. Ο ιδιαίτερα χαμηλός αριθμός των γεννήσεων απαιτεί μια συστηματική παρακολούθηση. Τα προηγούμενα χρόνια, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με τον κορονοϊό, οπότε πολλά από τα ζευγάρια ενδεχομένως να ανέβαλαν για λίγο τις προσπάθειές τους για τεκνοποίηση. Αυτό είναι ένα πολύ συχνό φαινόμενο σε τέτοιες περιόδους της ανθρωπότητας. Στο πλαίσιο αυτό, δεν αποκλείεται ο αριθμός των γεννήσεων σε έναν χρόνο από τώρα να έχει αυξηθεί. Θα πρέπει να περιμένουμε. Αν και τα επόμενα χρόνια δούμε τον ίδιο αριθμό γεννήσεων, τότε θα πρέπει να ανησυχήσουμε», δηλώνει ο Κ. Ζαφείρης στην «R».

Δέσμη μέτρων

Όπως σημειώνει ο Κ. Ζαφείρης, για να επιλυθεί το δημογραφικό, θα πρέπει να υπάρξουν μια δέσμη μέτρων και μια πολύπλευρη αντιμετώπιση του προβλήματος. Τα μέτρα αυτά θα έχουν οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά και θα αφορούν το σύνολο της κοινωνίας. «Η λύση δεν είναι να δίνουμε επιδόματα. Είναι απαραίτητα για την ενίσχυση της οικογένειας, αλλά δεν είναι πανάκεια. Θα πρέπει να υπάρξουν διαρθρωτικές αλλαγές στις συνθήκες εργασίας για τα νέα ζευγάρια. Μπορούν να φτιάξουν εύκολα το σπίτι τους; Μπορούν να αντεπεξέλθουν στην ανατροφή των παιδιών τους με τους μισθούς τους; Το σχολείο, συνολικά η παιδεία είναι κατάλληλη και βοηθά ουσιαστικά τις νέες οικογένειες; Αυτά είναι βασικά ζητήματα, που πρέπει άμεσα να επιλύσουμε», επισημαίνει ο καθηγητής.

Έτσι, η νέα στρατηγική θα πρέπει να είναι μακρόπνοη, καθώς θα απαιτηθούν έως και τρεις δεκαετίες για να αποδώσουν τα μέτρα αντιμετώπισης του δημογραφικού προβλήματος στη χώρα μας. «Ακόμα και αν κάνουμε όλα όσα πρέπει, τα αποτελέσματα θα φανούν σε 30 χρόνια. Δεν θα πρέπει να θεωρούμε ότι το προσεχές διάστημα θα δούμε κάποια αλλαγή. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας», τονίζει ο αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου.

Καθυστερημένη αντίδραση

Στους βασικούς τύπους πολιτικών που έχουν υιοθετηθεί στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες για το δημογραφικό αναφέρεται ο Γαβριήλ Αμίτσης, καθηγητής Δικαίου Κοινωνικής Ασφάλειας και διευθυντής του Ερευνητικού Εργαστηρίου Κοινωνικής Διοίκησης στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής. Πρόκειται για τη χρηματική υποστήριξη οικογενειών με παιδιά, για τις πολιτικές γονικής άδειας σε εργαζόμενους γονείς και για την παιδική φροντίδα. Ο καθηγητής στέκεται στις αδυναμίες και παραλείψεις της Ελλάδας όσον αφορά το δημογραφικό πρόβλημα και στα καθυστερημένα αντανακλαστικά που έχει επιδείξει η χώρα μας για την επίλυση της υπογεννητικότητας.

«Η βασικότερη θεσμική αδυναμία ήταν η έλλειψη ενός συντονιστικού φορέα στο επίπεδο της κεντρικής κυβέρνησης που θα προωθούσε αυτό το αναπτυξιακό μοντέλο σύνδεσης των οικογενειακών πολιτικών με τις δημογραφικές πολιτικές. Αυτό, για παράδειγμα, σε άλλες χώρες έχει ξεκινήσει από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 και μετουσιώθηκε στην ίδρυση αυτόνομων υπουργείων που ασχολούνταν με θέματα οικογένειας και δημογραφίας. Το βασικό ευρωπαϊκό πρότυπο είναι το γερμανικό υπουργείο Οικογένειας, Νεότητας και Ισων Ευκαιριών. Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι η Ελλάδα καθυστέρησε δεκαετίες να θεσμοθετήσει ένα τέτοιο κεντρικό όργανο, παρά το γεγονός ότι η οικογένεια αποτελούσε και εξακολουθεί να αποτελεί έναν βασικό θεσμό της ελληνικής κοινωνίας», δηλώνει στην «R» ο Γ. Αμίτσης.

Προστασία της οικογένειας

Όπως σημειώνει ο Γ. Αμίτσης, δεύτερη θεσμική αδυναμία είναι ότι η Ελλάδα δεν έχει ακόμα υιοθετήσει έναν νόμο-πλαίσιο για την προστασία της οικογένειας. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι διατάξεις για την προστασία της οικογένειας και των παιδιών είναι αποσπασματικές ή ελλειμματικές. Σε αυτή την περίπτωση, χώρες-πρότυπα είναι η Γαλλία και η Ιρλανδία.

Μία ακόμα αδυναμία, σύμφωνα με τον Γ. Αμίτση, είναι ότι η Ελλάδα την περίοδο των μνημονίων κατήργησε για λόγους ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων την προστασία του ασφαλιστικού κινδύνου της ανατροφής των τέκνων.

«Μέχρι το 2014 οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα είχαν πρόσβαση σε οικογενειακά επιδόματα για τη συντήρηση των εξαρτώμενων τέκνων τους. Θεωρώ λοιπόν ότι, στο πλαίσιο της γενικότερης συζήτησης, η σύνδεση των οικογενειακών πολιτικών με τις πολιτικές κοινωνικής ασφάλισης πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα», υπογραμμίζει ο καθηγητής.

Αναφερόμενος στη θεσμοθέτηση του υπουργείου Οικογένειας στη χώρα μας, σημειώνει ότι καλύπτει το κενό του συντονιστικού φορέα και κυρίως αναδεικνύει μια αναπτυξιακή προσέγγιση της αντιμετώπισης του δημογραφικού, διότι τη συνδέει με την προστασία των οικογενειών με παιδιά. Ωστόσο, το υπουργείο θα πρέπει να προχωρήσει σε αποφασιστικές πρωτοβουλίες, ώστε να επικυρωθεί αυτή η αναπτυξιακή στόχευση.

«Αν θέλουμε να αλλάξουμε την κατάσταση, θα πρέπει να χαράξουμε μια εθνική στρατηγική για την οικογένεια και τη δημογραφική αναζωογόνηση. Ακόμη, θα πρέπει να θεσμοθετήσου με έναν νόμο πλαίσιο για την οικογένεια και την κοινωνική φροντίδα, ώστε να καλυφθεί από την αρχή η παιδική φροντίδα, η οποία στην Ελλάδα είναι παραμελημένη», δηλώνει ο Γ. Αμίτσης.

Στεγαστική κρίση

Τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης κοινωνίας που έχουν συντελέσει αρνητικά στο δημογραφικό της χώρας σχολιάζει μέσω της «R» ο Βύρων Κοτζαμάνης, καθηγητής Δημογραφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, και επισημαίνει ότι θα πρέπει άμεσα να εφαρμοστεί μια δημογραφική πολιτική.

«Μια συνισταμένη του δημογραφικού είναι ο περιορισμένος αριθμός γεννήσεων και ο μικρός αριθμός παιδιών που κάνει η κάθε οικογένεια. Τις τελευταίες δεκαετίες το δημογραφικό επηρεάζουν σημαντικά η οικονομική κρίση, η ταχύτατη αστικοποίηση, η συρρίκνωση του αγροτικού πληθυσμού, η εισαγωγή της γυναίκας στην αγορά εργασίας, η παραμονή για μεγαλύτερο χρόνο των παιδιών στην εκπαίδευση, αλλά και η έλλειψη κράτους πρόνοιας και η στεγαστική κρίση», σημειώνει ο Β. Κοτζαμάνης.

Σύμφωνα με τον καθηγητή Δημογραφίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, το αποτέλεσμα των παραπάνω στοιχείων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα νέα ζευγάρια κάνουν λιγότερα παιδιά από ό, τι οι γονείς τους, ενώ αποκτούν τα παιδιά τους σε μεγαλύτερη ηλικία. Ταυτόχρονα στην Ελλάδα το πλήθος των ατόμων που μπορούν να κάνουν παιδιά μειώνεται συνεχώς και αυτό θα ισχύει και την επόμενη εικοσαετία. Επίσης, υπάρχουν πολλοί νέοι άνθρωποι σε παραγωγική ηλικία που μεταναστεύουν σε ξένες χώρες για να εργαστούν. Άρα, ο αριθμός των ατόμων που μπορούν να κάνουν παιδιά μειώνεται σημαντικά. Μιλώντας με αριθμούς, την τελευταία 15ετία ο αριθμός αυτός μειώθηκε κατά 400.000 άτομα και τα επόμενα 20 χρόνια θα μειωθεί κατά 400.000 ακόμα.

«Σε ό,τι αφορά τα οικονομικά και κοινωνικά κριτήρια, χώρες οι οποίες στο παρελθόν αντιμετώπιζαν το ίδιο πρόβλημα, δεν προχώρησαν σε επιδοματικές παρεμβάσεις, αλλά εφάρμοσαν ένα γενικότερο και ευρύτερο πλαίσιο που είναι ευνοϊκό για την οικογένεια και το παιδί», καταλήγει ο καθηγητής Δημογραφίας.

Διαβάστε εδώ κι εδώ το δημοσίευμα της Realnews

 

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ