Η Κρουαζιέρα (Μέρος Α’)
Του Παναγιώτη Τουμάση
«Αράπη μου, νιώθω πολύ κουρασμένος… Πάμε να ξαπλώσουμε»;
«Τάκη, είσαι αδιόρθωτος!… Όλο “αράπη μου” με λες. Θα σού άρεσε, αντί για μένα να βρεθείς με κανέναν αληθινό αράπη ξαφνικά»;
«Τι»;
«Τυρί και ψωμί!… Έτσι και με ξαναπείς έτσι, δεν θα είσαι πια ο έτσι μου».
«Μπα; Και ποιος θα είμαι»;
«Ο …γιουβέτσι μου»!…
Ωχ, θύμωσε η Σούλα, η νόμιμη γυναικούλα μου, που – μαζί με τις παράνομες – ομορφαίνει τη ζωή μου. Πρέπει να την καλοπιάσω, αν θέλω να περάσω μια ήσυχη βραδιά… Διαφορετικά, θα ξημερωθούμε με μαξιλαροπόλεμο. Και ξέρει ένα σημάδι αυτή!…
«Σταρ Ελλάς μου, μοντέλα μου, βασίλισσα των καλλιστείων του σπιτιού μας, έλα στο κρεβατάκι μας… Στο διπλό μας κρεβατάκι που τρίζει γλυκά, κριτς-κριτς! Νανουριστικά, κρατς-κρουτς! Μη μού το χαλάς πάνω στο καλύτερο…
«Εντάξει… Σε συγχωρώ»!
«Ω, θερμά σ’ ευχαριστώ για τη συγχώρεση»… (Υποκλίθηκα κιόλας).
Εγώ και η Σούλα, μπορεί λεφτά να μην έχουμε, αλλά όπως λέει η παροιμία, «με τον νου πλουταίνει η κόρη». Κάνουμε όνειρα! Πολλά όνειρα!… Τις προάλλες, ταξιδέψαμε στη Χονολουλού! Αμέ!… Με μια βαρκούλα-καρυδότσουφλο. Ήπιαμε γάλα από τις καρύδες (με τη φαντασία μας, φυσικά), κολυμπήσαμε στα καταγάλανα νερά και γευματίσαμε στην ταβέρνα της Λουλούς καταβροχθίζοντας ιωσήφ-καλαμαράκια ενώ ταυτόχρονα μπαρλάραμε για χίλια-δυο πράγματα…
Για τη συνέχεια πατήστε εδώ
