Από τον «Επιτάφιο» στα Τέμπη – Ο Οδυσσέας Ιωάννου στο enikos.gr: «Το τραγούδι γράφει μια παράλληλη Ιστορία που δεν διδάσκεται»

Ο στιχουργός και συγγραφέας Οδυσσέας Ιωάννου, με αφορμή την τραγωδία των Τεμπών, μιλάει για τον ρόλο του τραγουδιού στην Ιστορία της Ελλάδας.

του Μιλτιάδη Τσεκούρα

Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2023… Ώρα 23.21. Ένα μεγάλο «μπαμ». Μια μοιραία σύγκρουση και μετά σκοτάδι… Ουρλιαχτά. Μάχη για τη ζωή όσων επέζησαν δίπλα σε δεκάδες ανθρώπων που δεν τα κατάφεραν…

Η Ελλάδα ζει στα Τέμπη ακόμη μία εθνική τραγωδία. Οι εικόνες στοιχειώνουν μια ολόκληρη χώρα. Δεκάδες παιδιά έχασαν τη ζωή τους χωρίς λόγο. Όχι ότι υπάρχει ποτέ λόγος για μια απώλεια. Και μετά ήρθε η ώρα της Ελλάδας και των οικογενειών τους να τα αποχαιρετήσουν. Νέα ουρλιαχτά, νέα «γιατί;» και κάποια τραγούδια. Ναι, γονείς αποχαιρέτησαν τα παιδιά τους με ένα τραγούδι. Σαν να ήθελαν οι φωνές τους να φτάσουν ψηλά στον ουρανό… Σαν ένα soundtrack μιας ταινίας που κανείς μας δεν θα ήθελε να δει… Πόσο μάλλον να ζήσει…

Το τραγούδι, άλλωστε, είναι στο DNA μας. Είναι ο δικός μας τρόπος για να πούμε όσα νιώθουμε και δεν μπορούμε να εκφράσουμε. Δανειζόμαστε πολλές φορές τις λέξεις των ποιητών, τις κάνουμε δικές μας και εκφράζουμε τα συναισθήματά μας.

Το 1972 ένα τραγούδι των Γιάννη Ρίτσου και Νίκου Μαμαγκάκη με τη φωνή του Γιάννη Πουλόπουλου «δημιουργήθηκε» από τη σιδηροδρομική τραγωδία  στη Λάρισα. Και φυσικά δεν είναι το μόνο που «γεννήθηκε» από κάποια (μαύρη) σελίδα της Ιστορίας…

Λειτουργεί, άραγε, το τραγούδι και ως ένα είδος ιστορικής καταγραφής; Τι είναι αυτό που μας κάνει να τραγουδάμε ακόμη και μπροστά στον θάνατο; Μας κάνει να μην ξεχνάμε ή απλά καλύπτει πρόσκαιρα τις πληγές μας;

Ο στιχουργός και συγγραφέας Οδυσσέας Ιωάννου, ο οποίος είναι «υπεύθυνος» για πολλά soundtracks της ζωή μας, μιλάει στο enikos.gr για τον ομφάλιο λώρο που συνδέει τις ζωές μας με τα τραγούδια, όχι μόνο στις χαρές αλλά και στις λύπες. Στα δύσκολα… Στις καθημερινές (χαμένες) μάχες μας… Ακόμη και στις εθνικές τραγωδίες…

«Θεωρώ ότι το ελληνικό τραγούδι έχει γράψει μια παράλληλη ιστορία της Ελλάδας, η οποία μπορεί να μη διδάσκεται, αλλά είναι υπαρκτή. O ρόλος της τέχνης και του τραγουδιού δεν είναι να αποτυπώσουν το γεγονός. Αυτό το κάνει η δημοσιογραφία. Ο ρόλος του είναι να μπορεί να μιλήσει στην εποχή του, αλλά με έναν τρόπο ο οποίος να είναι αειθαλής και να ισχύει και αύριο και μεθαύριο. Δουλειά του τραγουδιού είναι η λοξή ματιά σε ένα γεγονός και η αποτύπωση ενός αισθήματος. Γι’ αυτό και, πολλές φορές, ο δικός μου τρόπος είναι να μη γράφω εν θερμώ. Θα προτιμούσα να κρατήσω μια απόσταση από ένα γεγονός. Γιατί, αν δεν το δεις από την απόσταση που χρειάζεται, μπορεί να γίνεις από βερμπαλιστής μέχρι άδικος απέναντι σε ανθρώπους, γεγονότα και καταστάσεις, και να κάνουμε ένα τραγούδι το οποίο θα  είναι μια αποτύπωση ενός ωμού θυμού της στιγμής, που δεν λέω ότι είναι λάθος, αλλά δεν είναι ο δικός μου τρόπος.

Με τα χρόνια το τραγούδι παγκοσμίως έχει κερδίσει κάποια δικαιώματα. Έχει κερδίσει, για μένα, το δικαίωμα του επιμερισμού ενός γεγονότος, δηλαδή δεν έχεις υποχρέωση σε ένα τραγούδι να βάλεις όλες τις πλευρές… Δεν είναι δικαστήριο, δεν είναι διπλωματική εργασία στο πανεπιστήμιο. Έχει κερδίσει και το δικαίωμα της υποκειμενικότητας, το προσωπικό μου αίσθημα, δηλαδή, για κάτι».

Δεν εμπεριέχεται ο κίνδυνος, επειδή έχει την προσωπική ματιά, με τα χρόνια, που θα έχουν ξεχαστεί οι λεπτομέρειες ενός γεγονότος, να καταγράφει η ματιά αυτή ως πραγματικότητα;

Η δουλειά του τραγουδιού δεν είναι να αποτυπώσει ένα πραγματικό γεγονός. Η δουλειά του τραγουδιού είναι να καταγράψει την ιστορία των αισθημάτων, την ιστορία των αισθημάτων που προκύπτουν από κάποια γεγονότα. Άλλωστε, πιστεύω, ότι το συλλογικό βίωμα μέσα στα τραγούδια «σπάει» στις προσωπικές ιστορίες και τα αισθήματα».

Μία από τις συγκλονιστικές εικόνες των τελευταίων ημερών ήταν ότι σε κάποιες κηδείες των αδικοχαμένων παιδιών οι οικογένειές τους τα αποχαιρέτησαν με ένα τραγούδι…

Στην Ελλάδα έχουμε παράδοση σε αυτό, να συνδέουμε τα γεγονότα της ζωής μας και τα συλλογικά γεγονότα με τραγούδια. Για παράδειγμα, στη Μάνη τούς τραγουδάνε (σ.σ.: τους νεκρούς), δεν τους μοιρολογούν.

Στην Ελλάδα το τραγούδι είναι άρρηκτα δεμένο με τη ζωή μας και την Ιστορία μας.  Κάτι που δεν συνέβη με άλλους λαούς, που είχαν μια λιγότερο ταραγμένη Ιστορία. Είμαστε άρρηκτα δεμένοι με το τραγούδι και κυρίως με το αίσθημα του τραγουδιού και όχι με το… γράμμα του. Τι εννοώ; Εννοώ ότι έχουμε κάνει καλαματιανά με κάποιους πολύ «μαύρους» στίχους. Δηλαδή το «Τούτη η γης που την πατούμε, όλοι μέσα θε να μπούμε» το έχουμε χορέψει σε τρελό κέφι. Μπορούμε εδώ, στη Μεσόγειο, πολύ σκοτεινές ιστορίες να τις φωτίσουμε με μια μουσική, η οποία είναι αρκετά εξωστρεφής. Αυτός είναι ο ρόλος της τέχνης, ότι στην ουσία ακυρώνει πρόσκαιρα, γιατί μόνο πρόσκαιρα μπορεί να γίνει, τη γνώση της θνητότητας, ότι δηλαδή θα πεθάνουμε κάποτε. Ευτυχώς που στην Ελλάδα, αν και θα ακουστεί σοβινιστικό λόγω της δουλειάς μου, νομίζω ότι τα τελευταία 100 χρόνια η σημαντικότερη -με διαφορά- κατάκτηση του νεοελληνικού πολιτισμού είναι το ελληνικό τραγούδι. Η τέχνη δεν αναλύει και δεν περιγράφει. Σε πετάει μέσα στην ζωή για να κολυμπήσεις και κανείς δεν μπορεί να αναλύσει και να περιγράψει το νερό που κολυμπά».

Μας δίνει το τραγούδι, δηλαδή, μια αίσθηση αιωνιότητας; Ότι είμαστε άτρωτοι;

Σαφώς. Είναι ο ρόλος της τέχνης. Επειδή είμαστε το μοναδικό ζώο του πλανήτη που ξέρει ότι θα πεθάνει, αυτό πρέπει κάπως να το πολεμήσουμε. Και το πολεμάς με τη δημιουργία εκ του μηδενός. Γιατί η τέχνη είναι δημιουργία. Όχι ακριβώς εκ του μηδενός, γιατί παίρνεις στοιχεία από τη ζωή των ανθρώπων, αλλά οι μόνοι δύο τρόποι να ακυρώσουμε τον θάνατο είναι η τέχνη και ο έρωτας. Αυτά τα δύο δώρα έχουμε πάρει από τον Θεό, εάν υπάρχει, για να πολεμήσουμε τη γνώση ότι κάποτε θα πεθάνουμε.

Έχεις πει ότι τα τραγούδια δεν αλλάζουν τον κόσμο, αλλά δίνουν κουράγιο.

Τα τραγούδια δεν έχουν αλλάξει ποτέ τον κόσμο. Είναι υπερβολή αυτό. Το έχω πει και άλλες φορές ότι, όταν ζητάνε από κάποιους καλλιτέχνες να αλλάξουν τον κόσμο, είναι σαν να ζητάνε από έναν συνθέτη να γράψει το soundtrack για μια ταινία που δεν έχει γυριστεί. Αυτά δεν γίνονται. Πρώτα θα γυριστεί η ταινία και μετά ακολουθεί ο καλλιτέχνης να εκφράσει αυτό που έχει ήδη γίνει. Ποτέ η τέχνη δεν άλλαξε τον κόσμο και δεν έχει τη δύναμη να το κάνει. Ο ρόλος του καλλιτέχνη είναι να κρατήσει ζεστές τις φωλιές του αισθήματος, ούτως ώστε, όταν χρειαστεί, να αθροιστείς σε ένα ποτάμι, να είσαι έτοιμος να το κάνεις.

Υπάρχουν αρκετά τραγούδια ή έργα όπως ο «Επιτάφιος» που έχουν συνδεθεί με γεγονότα που μας σημάδεψαν…

Ολόκληρος ο «Επιτάφιος» είναι ένα συγκλονιστικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη. Ο Γιάννης Ρίτσος από την φωτογραφία με την μάνα πάνω από το νεκρό παιδί της κατάφερε να να γράψει το σπουδαίο αυτό έργο.

Όπως επίσης είναι εξαιρετικό τραγούδι του Ελευθερίου με τον Πασχαλίδη για τον Βαγγέλη Γιακουμάκη. Όσον αφορά την διεθνή μουσική, νομίζω στο Πάνθεον βρίσκεται το τραγούδι «Sunday Bloody Sunday» των U2 για τις δολοφονίες των διαδηλωτών το 1972. Κάποιοι έχουν έναν τρόπο να το κάνουν τη στιγμή που συμβαίνει, κάποιοι έχουν έναν τρόπο να περιμένουν και να το κάνουν λίγο αργότερα, και να αποκτήσουν μια απόσταση από το γεγονός. Δεν υπάρχει σωστό και λάθος. Όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος. Μπορείς να κάνεις ένα τραγούδι πολύ θυμωμένο της στιγμής και να είναι ένα κακό τραγούδι, που δεν πρόκειται να μείνει. Αν συγκινήσει, θα συγκινήσει πρόσκαιρα.

Υπάρχουν γεγονότα που αποτέλεσαν αφορμή για να γράψεις;

Έχω γράψει δύο τραγούδια για την ιστορία στο Φαρμακονήσι. Το ένα δεν φαίνεται καθόλου ότι είναι γραμμένο γι’ αυτό, το άλλο είναι πολύ εμφανές. Το ένα είναι «Η αγία των χαμένων». Το έχει μελοποιήσει ο Θάνος Μικρούτσικος και το έχει τραγουδήσει ο Γιάννης Κότσιρας. Το άλλο, που είναι πολύ πιο πρόδηλο για ποιον λόγο είναι γραμμένο, δηλαδή για τους πνιγμούς των παιδιών των μεταναστών στη Μεσόγειο, το έχει πει ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου σε μουσική Θέμη Καραμουρατίδη και λέγεται «Τα χέρια».

Μου έχουν κάνει εντύπωση οι στίχοι σε τρία τραγούδια σου. Στο «Θα ‘ρθουν μέρες», στις «Μάχες» και στο «Χώμα στα φτερά». Μου μοιάζουν ότι εκφράζουν μια δική σου σιγουριά ότι τα πράγματα δεν θα φτιάξουν; Ότι αυτά που έρχονται είναι χειρότερα;

Όχι. Κατ’ αρχάς τα τραγούδια αυτά έχουν γεγονός. Οι «Μάχες» και το «Χώματα στα Φτερά» γράφτηκαν μετά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ το «θα ‘ρθουν μέρες» είχε γραφτεί πριν.  Για πρώτη φορά στην Ελλάδα ήταν μία αριστερή κυβέρνηση. Εγώ θεωρώ ότι, ακόμη και όταν γράψω ένα τραγούδι που μιλάει για την αισιοδοξία μου την υπέρμετρη, για την «πρώτη φορά Αριστερά» και μετά γράψω ένα τραγούδι για την απογοήτευσή μου και για τη ματαίωση κάποιον πραγμάτων, δεν είμαι ανακόλουθος. Δεν απογοητεύτηκα από το αποτέλεσμα -ποτέ δεν ήμουν υπέρμετρα αισιόδοξος- αλλά περισσότερο από συμπεριφορές και από ένα ήθος με το οποίο δεν είχα σχέση.

Πάντα πίστευα πως εκείνο που μας κάνει συντρόφους δεν είναι το κοινό μας όραμα για τον κόσμο και το μέλλον- αυτές είναι ανέξοδες δηλώσεις- αλλά ο τρόπος μας να προσεγγίσουμε τα όνειρά μας. Κάπου εκεί, στον τρόπο, χάθηκα με πολλούς.

Η δουλειά μου δεν είναι να γράψω μία πραγματεία. Ούτε είμαι ιστορικός. Έχω κάθε δικαίωμα να ξυπνάω μία μέρα και να είμαι αισιόδοξος και την επόμενη ημέρα να είμαι απαισιόδοξος. Αποτυπώνω τη φωτογραφία της στιγμής εκείνης. Σε όλα αληθινός είμαι. Δεν είμαι ψεύτης πουθενά, αλλά έχω κάθε δικαίωμα να αλλάζω τη ματιά μου στα πράγματα ανάλογα με τα δεδομένα και τις συνθήκες της στιγμής.

Θα σου πω, όμως, κι ένα άλλο τραγούδι μου, το «Οι μέρες που δικάζουν». Είναι ένα τραγούδι για το οποίο σχεδόν χλευάστηκα όταν γράφτηκε, γιατί γράφτηκε το 2004, σε μια εποχή που η Ελλάδα υποτίθεται ότι είχε ξεφύγει για πάντα. Ολυμπιακοί Αγώνες, χρηματιστήρια, Euro, Eurovision, χαμός γινότανε. Και ξαφνικά έβγαινα εγώ με ένα τραγούδι αρκετά σκοτεινό, εσχατολογικό, το οποίο στην ουσία δεν ήταν προφητικό. Δεν πιστεύω σε προφητικά τραγούδια. Οποιοσδήποτε προβλέψει ένα μαύρο σενάριο, εάν το δεις έπειτα από χρόνια με συγκεκριμένη οπτική γωνία θα έχει δικαιωθεί. Το να προβλέψεις κάτι «μαύρο» είναι πάρα πολύ εύκολο. Εγώ έγραψα ένα τραγούδι που εννοούσε ότι «παιδιά, δεν μπορούμε να κερδίζουμε όλοι», δηλαδή είμαστε με δανεικά όλοι μας, προχωράμε με δανεικά. Κάποια στιγμή ο τοίχος είναι μπροστά μας.

Ήταν μια εθνική ανάταση σε πήλινα πόδια και νομίζω ότι δεν ήθελε πολύ μυαλό, για να το καταλάβει κάποιος. Γι’ αυτό και θεωρώ ότι μία από τις πιο μεγάλες ειδήσεις που έχασε η δημοσιογραφία στην Ελλάδα είναι η χρεοκοπία μας. Δεν το πήρε χαμπάρι κανένας; Δηλαδή δεν έβλεπε κανείς τα λεφτά που παίρναμε τι γίνονταν; Ότι δεν γίνονταν υποδομές; Ότι το Χρηματιστήριο είναι μια φούσκα; Ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες θα μας έβαζαν μέσα;

Δεν χρειάζεται να είσαι προφήτης ούτε φοβερός αναλυτής, για να έβλεπες ότι όλο αυτό το πράγμα δεν είχε υποδομή, δεν είχε βάσεις για να σταθεί. Δεν θεωρώ ότι έχω κάποια φοβερά βαθιά πολιτική σκέψη ούτε είμαι κανένας προφήτης, αλλά το αισθανόμουν. Είχα μια σιγουριά ότι αυτό το πράγμα θα συμβεί. Και τότε κατηγορήθηκα ότι ήμουν ο μίζερος, που πάντα βλέπει το ποτήρι μισοάδειο.

Όταν γράφεις ένα δύσκολο τραγούδι, υπάρχει στο πίσω μέρος του μυαλού σου η αγωνία για την αποδοχή από το κοινό ή μόνο η ανάγκη σου να εκφραστείς και να καταγράψεις τους φόβους, τις ανησυχίες σου, τα συναισθήματά σου;

Δεν μπορείς να ξέρεις ποτέ αν ένα τραγούδι είναι μια θρυαλλίδα για κάτι ή ένα πυροτέχνημα. Εγώ ποτέ μου δεν δουλεύω με στρατηγική, δηλαδή να εκφράσω κάτι ή να είμαι ο πρώτος που θα εκφράσει το «κάτι». Όσοι το κάνανε αυτό με στρατηγική φάγανε τα μούτρα τους. Το τραγούδι δεν αντέχει στρατηγική. Εκφράζεις το αίσθημά σου. Πέρα από το γεγονός της χρεοκοπίας, ότι ζούμε με δανεικά λεφτά που λέει και το κομμάτι, νομίζω ότι δυστυχώς πιο πολύ επαληθεύτηκα στον τελευταίο στίχο, ότι οι νέες γενιές αισθάνονται ότι πετύχανε μια εποχή που «είναι όλα μικρά και λίγα, ούτε τα λάθη τους δεν θα ’ναι πια μεγάλα», ότι θα ζήσουν κάτι πολύ μικρό και κάτι πολύ λίγο. Και νομίζω ότι ήταν πιο μεγάλη επαλήθευση και από τη χρεοκοπία.

Εάν έγραφες τώρα ένα τέτοιο δύσκολο τραγούδι, για τους νέους που μεγάλωσαν μέσα στη χρεοκοπία και μέσα στα μνημόνια, θα ήταν πιο αισιόδοξο ή πιο σκοτεινό από το «Οι μέρες που δικάζουν»;

Θα ήταν πιο αισιόδοξο για πολλούς λόγους. Ο ένας είναι ότι θεωρώ ότι το δύσκολο είναι να προβλέψει κανείς το «άσπρο» όχι το «μαύρο». Ό,τι «μαύρο» και να προβλέψεις επαληθεύεται υπό κάποια οπτική γωνία, γιατί έτσι είναι ο κόσμος. Θα έγραφα, λοιπόν, ένα τραγούδι, εάν μου έβγαινε, που θα έλεγε «παιδιά, τα υλικά της εποχής σας αυτά είναι, είναι μονόδρομος, θα δουλέψετε και θα ζήσετε και θα ελπίζετε με τα υλικά της εποχής σας. Κάντε τα καλύτερα. Φτιάξτε τα καλύτερα. Όχι αποχή. Δεν τα παρατάμε».

Έχω απόλυτη ανάγκη, μετά και από δύο μικρά παιδιά, να είμαι πολύ πιο αισιόδοξος. Είναι αυτό που λέμε και στην παράσταση «Κοινή ησυχία»: «Ονειρευτείτε… Ονειρευτείτε και ας μη γίνει ποτέ. Δεν έχει τόση σημασία εάν θα γίνει κάτι. Αλλά ονειρευτείτε και παλέψτε το». Είναι στάση σώματος. Το να κοιτάμε πάντα προς στην πιο καλή εκδοχή του εαυτού μας είναι μονόδρομος. Αν και νομίζω πως την αισιοδοξία μου την έχω εξαντλήσει στον στίχο «τώρα θα γίνουμε εμείς αυτό που περιμένουμε» στο ομότιτλο τραγούδι.

Υπάρχουν τραγούδια που δεν αναφέρονται σε κάποιο συγκεκριμένο γεγονός, τραγούδια που γράφτηκαν 30 ή 40 χρόνια πριν, όπως το «Φοβάμαι», το «Ελένη», το «Γυρίζω τις πλάτες μου στο μέλλον» και άλλα πολλά, τα οποία ακούστηκαν την εποχή που γράφτηκαν, ακούγονταν τις στιγμές της μεγάλης ευφορίας, ακούγονται και τώρα με το ίδιο πάθος. Για ποιον λόγο;

Για έναν λόγο: γιατί είναι σπουδαία τραγούδια τεχνικά. Γι’ αυτό που λέω κάποιοι θα με παρεξηγήσουνε, αλλά κανένα μεγάλο τραγούδι δεν μπορεί να μείνει, αν με τους όρους ή με τους κώδικες του τραγουδιού δεν είναι σπουδαίο τραγούδι. Δηλαδή σπουδαίο μουσικά, σπουδαίο ερμηνευτικά, σπουδαίο στιχουργικά, σπουδαίο συνολικά. Ένα τραγούδι δηλαδή που εκφράζει τέλεια την εποχή μας, εάν είναι κακότεχνο, έχει κακή μελωδία, δεν είναι καλό τραγούδι, θα την εκφράσει για μία εβδομάδα ή για έναν μήνα και μετά είναι προορισμένο να πεθάνει.Θα ζήσουν  τα όμορφα τραγούδια μόνο με ό,τι σημαίνει αντικειμενικά ή υποκειμενικά για τον καθένα μας «όμορφο» τραγούδι.

Η Ιστορία έχει δείξει ότι το τραγούδι που θα συσπειρώσει και θα ενώσει είναι πολύ πιθανό να μη μιλάει γι’ αυτό που ζούμε. Τι θέλω να πω; Τα δύο τραγούδια που ήταν το soundtrack της εξέγερσης του Πολυτεχνείου δεν ήταν οι τραγουδάρες του Μίκη που είχε γράψει τότε. Αλλά δύο ριζίτικα τραγούδια, τα οποία ήταν γραμμένα πριν από 150 χρόνια σε κάποια βουνά του Ψηλορείτη, το «Πότε θα κάνει ξαστεριά» και το «Αγρίμια και αγριμάκια μου». Καμία σχέση, δηλαδή, ως τραγούδια συγκυρίας. Ήταν σπουδαία τραγούδια. Ήταν σπουδαία και αυτή η φωνή του Νίκου Ξυλούρη, που μίλαγε στο κάθε κύτταρο του κάθε Έλληνα. Ξαφνικά, δύο τραγούδια που δεν είχαν καμία σχέση με τα γεγονότα έγιναν το soundtrack εκείνων των γεγονότων. Άρα το τραγούδι που κάποια στιγμή θα μας συσπειρώσει και θα γίνει συλλογικό υποσυνείδητο, και θα είναι και το τραγούδι που θα εκφράζει ίσως κάποιες κινητοποιήσεις, μη μας κάνει καθόλου εντύπωση εάν είναι ερωτικό. Δεν θα είναι ένα τραγούδι που βρίζει το σύστημα. Γι’ αυτό είμαι σίγουρος. Δεν θα είναι ένα τραγούδι που θα βρίζει τους πολιτικούς. Είναι, λοιπόν, πολύ πιθανό να είναι ένα συναισθηματικό τραγούδι. Η Ιστορία έχει αποδείξει ότι τα τραγούδια παγκοσμίως, ακόμα και εκείνα για το Βιετνάμ, και άλλα τραγούδια που έγιναν τραγούδια διαμαρτυρίας, δεν ήταν τραγούδια που έβριζαν τον αντίπαλο. Ήταν τραγούδια που προσπαθούσαν να βρουν το κοινό μας αίσθημα, τις κοινές μας αγάπες και να μας κινητοποιήσουν, να διαφυλάξουμε το αίσθημά μας. Δεν ήταν τραγούδια οργής που έβριζαν τον απέναντι

Έχεις γράψει τραγούδια, για τα οποία είχες στο μυαλό σου κάποιο συγκεκριμένο μήνυμα ή μια προσωπική σου ιστορία και όταν έφτασαν στο κοινό, στους ακροατές απέκτησαν άλλο νόημα;

«Πιστεύω ότι πάντα το δίκιο το έχει ο ακροατής. Εάν εσύ εισπράξεις κάτι που σε συγκινεί, έχεις εσύ το δίκιο και όχι εγώ. Θα σου πω δύο παραδείγματα. Έχω ακούσει πάρα πολλές φορές σε πορείες τα τελευταία χρόνια τα «Έφηβα γεράκια», και λογικό για τους πιτσιρικάδες. Αλλά έχω ακούσει και έχω δει σε σύνθημα σε πανό και σε τοίχο λανθασμένη την ερμηνεία του στίχου «τι νόημα έχει το όνειρο χωρίς μικρές νοθείες». Γιατί πιστεύουν με έναν τρόπο ότι εγώ εννοούσα το μέλλον, το όνειρο, το όραμα. Αλλά αν ακούσει κανείς το τραγούδι αναφέρομαι στο παρελθόν. Δηλαδή ότι όλοι μας ανακαλούμε σκηνές και στιγμές από το παρελθόν μας, αλλά τους αλλάζουμε μία παράμετρο για να γίνονται πιο όμορφες. Δεν εννοούσα, λοιπόν, το όνειρο μπροστά… Άλλωστε δεν βγαίνει νόημα… Γιατί πρέπει να νοθέψεις το όραμά σου;

Όμως το δίκιο το έχουν αυτοί που το ερμήνευσαν διαφορετικά. Αφού το ερμήνευσαν έτσι και τους κινητοποίησε αυτός ο στίχος προς τα κάπου, το δίκιο το έχουν εκείνοι και όχι η πρόθεσή μου».

Εσένα ως δημιουργό δεν σε «ενοχλεί» ότι κάποιο μήνυμα που θες να περάσεις φτάνει αλλιώς στον ακροατή ή δεν φτάνει «καθαρό»;

«Αν δεν φτάνει «καθαρό», είναι 100% ευθύνη δική μου, δεν είναι του κόσμου. Σημαίνει ότι δεν ήμουν πεντακάθαρος σε αυτό που ήθελα να πω. Σημαίνει ότι τον «ώθησα» με μία ποιητικούρα, η οποία θόλωσε λίγο το μήνυμα, 100% έχω εγώ το άδικο. Πρέπει να είσαι προσιτός στον κόσμο, να μη δημιουργείς απόσταση».

Αν και είμαστε η χώρα των ποιητών, πολλά σημαντικά ποιήματα χρειάστηκε να μελοποιηθούν για να φτάσουν στον περισσότερο κόσμο. Αν και ως ποιήματα ήταν προφανώς σπουδαία, γιατί δεν είχαν την απήχηση που θα τους έπρεπε;

«Δεν διαβάζουμε ποίηση. Ξέρουμε πολλά ποιήματα απ’ έξω λόγω τραγουδιών. Το χρωστάμε στον Μίκη όλο αυτό. Ήταν ο πατέρας. Ήταν η μήτρα… Ο Μίκης ήταν εκείνος που χλευάστηκε όταν το 1958 έβγαλε τον «Επιτάφιο» και του λέγανε όλοι, ακόμα και ο Ρίτσος, «Ρε Μίκη, αυτά τα ποιήματα τώρα χασάπικα και ζεϊμπέκικα και μπουζούκια, είσαι με τα καλά σου;».

Όλοι μελοποίησαν ποιητές. Και ο Χατζιδάκις και ο Θάνος. Αλλά αυτό που έκανε με τον «Επιτάφιο» ο Μίκης, να περάσει αυτό το ποίημα γι’ αυτό το γεγονός στη λαϊκότερη και μαζικότερη μορφή τέχνης, που είναι το λαϊκό τραγούδι, ήταν για μένα η μεγάλη τομή… Γι’ αυτό χρωστάμε τα πάντα όσον αφορά την ποίηση στον Μίκη Θεοδωράκη».

Στο τραγούδι σου «Το τρένο», διαβάζοντας τους στίχους, καταλαβαίνω ότι πρόκειται για μια προσωπική σου ιστορία. Τις τελευταίες ημέρες, μετά το δυστύχημα στα Τέμπη, έχει αποκτήσει μια διαφορετική υπόσταση. Στα social media πολλοί το χρησιμοποιούν και για να αποχαιρετίσουν τα θύματα…

«Το μόνο που «κουμπώνει» είναι στην ουσία ότι το τρένο περνούσε από τη Λάρισα. Εγώ ήμουν στρατιώτης στη Λάρισα και ο θάλαμός μου ήταν ο πιο κοντινός στις γραμμές του τρένου. Είχα το πιο κοντινό κρεβάτι στις γραμμές του τρένου, καθώς απείχε από τις γραμμές περίπου 20 μέτρα. Ανάμεσα μας υπήρχε το σύρμα του στρατοπέδου. Τα βράδια περνούσε το τρένο από τη Λάρισα και ορισμένα βαγόνια είχαν φως και ορισμένα δεν είχαν. Βλέποντας, λοιπόν, μπροστά μου αυτό, μου ήρθε η εντύπωση ενός φιλμ και προσπαθούσα να μαντέψω τις ζωές των ανθρώπων μέσα στο τρένο. Πέρναγα λίγο ζόρικα κι αυτό ήταν το «άνοιγμά μου», ας πούμε, η ανοιχτή ματιά μου στον κόσμο. Ότι υπάρχει και κόσμος που έχει ζωές και εξελίσσονται οι ζωές του και πέρα από το σύρμα που εγώ απαγορεύεται να περάσω…»

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ