Η ιστορική πλατεία Θεάτρου περνά σε άλλη εποχή – Αφιέρωμα

Στη ριζική ανάπλαση της ιστορικής και εμβληματικής Πλατείας Θεάτρου, εκεί όπου λειτούργησε το πρώτο λιθόκτιστο χειμερινό θέατρο της Αθήνας, προχωρά ο Δήμος Αθηναίων.

Η ριζική ανάπλαση της Πλατείας

Ήδη έχουν ξεκινήσει οι διαδικασίες της δημοπράτησης της ανάπλασης, η οποία αποσκοπεί στην αναζωογόνηση του δημόσιου χώρου της πλατείας και την ανάταξη των υποβαθμισμένων σημερινών χαρακτηριστικών της ευρύτερης περιοχής. Όμως υπάρχει και η κοινωνική παράμετρος, καθώς η Πλατεία αποτελεί πεδίο της ανθρώπινης επικοινωνίας, της συνάντησης, της παλλόμενης καθημερινής ζωής. Γύρω από τη Διπλάρειο Σχολή που δεσπόζει στην πλατεία, οι αρχιτεκτονικοί χειρισμοί θα έχουν ως βάση τις πεζοδρομήσεις των οδών Θεάτρου και Διπλάρη.

Με το έργο αυτό που είναι προϋπολογισμού 1.900.000,00 ευρώ και χρηματοδοτείται από ευρωπαϊκούς πόρους, επιτυγχάνεται η αισθητική και περιβαλλοντική αναβάθμιση του χώρου, η ανάδειξη των πολιτιστικών στοιχείων της περιοχής, η απόδοση και προσβασιμότητα του δημόσιου χώρου στους πεζούς, η δημιουργία εκείνων των λειτουργικών συνθηκών που θα ευνοήσουν την ενδυνάμωση της χρήσης κατοικίας στην περιοχή καθώς και της αίσθησης ασφάλειας των κατοίκων και των περαστικών σε όλη τη διάρκεια του 24ώρου.

Η μελέτη ήταν αποτέλεσμα αρχιτεκτονικού διαγωνισμού που ο Δήμος Αθηναίων σε συνεργασία με τους μελετητές επικαιροποίησε το τελευταίο διάστημα, ενώ στόχος της αρχιτεκτονικής προσέγγισης είναι να συνδέσει το παρόν με την ιστορική μνήμη της πόλης, να δημιουργηθεί ένας δημόσιος χώρος για ατομικές και συλλογικές δράσεις.

Η πλατεία Θεάτρου συγκεντρώνει με τα αρχαιολογικά ευρήματα, την κεντροβαρική θέση της, το σύγχρονο αποτύπωμά της, μεταφορικά και κυριολεκτικά, τη διαχρονική πορεία της πόλης.

Ουσιαστικά, η ανανεωμένη Πλατεία Θεάτρου θα μπορεί να λειτουργεί ως ένας εσωτερικός κήπος στο πυκνοκατοικημένο κέντρο της Αθήνας. Ένας δημόσιος χώρος αναφοράς στον σχεδιασμό του Δήμου, μια πλατεία επιδεκτικής αξίας για τις παρεμβάσεις που θα ακολουθήσουν σε όλο το κέντρο. Πρόκειται για ένα από τα πρώτα έργα που μαζί με άλλα που ακολουθούν επαναπροσδιορίζουν τη φυσιογνωμία του Ιστορικού – Εμπορικού κέντρου της Αθήνας. Αναδιατάσσουν τη γεωμετρία, την αισθητική, την κοινή υπεραξία του τεχνικού έργου.

Εντάσσεται στη νέα φιλοσοφία των έργων που δρομολογεί ο Δήμος και όπου η ανάδειξη των δημόσιων χώρων της Αθήνας, η δημιουργία νέων, η ενοποίηση των πράσινων, αρχαιολογικών και ιστορικών ζωνών της, η πρόσβαση και η προώθηση μιας νέας αντίληψης βιώσιμης κινητικότητας με προτεραιότητα τον άνθρωπο, είναι αυτά που θα τροφοδοτήσουν την κοινωνική συνοχή, την τοπική οικονομική ανάκαμψη και την πράσινη ανάπτυξη.

Η πλατεία Θεάτρου και το έργο ανάπλασης της αντιπροσωπεύει τα δεκάδες έργα μεσαίου μεγέθους, αλλά εμβληματικής σημασίας που δρομολογούνται και που θα υπηρετήσουν σήμερα, σε μια μεταβατική στιγμή, το αταλάντευτο όραμα της ζωντανής, ασφαλούς, βιώσιμης και υγιούς πόλης. Όραμα που είναι επείγουσα ανάγκη πια.

Ο ανασχεδιασμός της Πλατείας και η σημασία της ανάπλασης

Οι αρχιτέκτονες που είχαν πραγματοποιήσει την αρχική βραβευμένη μελέτη, Κωνσταντίνα (Βαλεντίνη) Καρβουντζή και Ματθαίος Παπαβασιλείου , αναφερόμενοι στον ανασχεδιασμό της Πλατείας, υπογράμμισαν πως “η πόλη της Αθήνας στην παρούσα χρονική συγκυρία, φέροντας εμφανώς τα ίχνη από τη δεκαετή οικονομική κρίση και τις επιπτώσεις της πανδημίας, έχει την ευκαιρία ανάδειξης της ταυτότητάς της μέσα από μικρής κλίμακας αστικές αναπλάσεις, που στοχεύουν στην αναζωογόνηση του ιστορικού και ευρύτερου κέντρου της.

Παράδειγμα τέτοιας ανάπλασης αποτελεί ο ανασχεδιασμός της Πλατείας Θεάτρου στην ιστορική περιοχή του Γερανίου” και τόνισαν ότι η πρόταση στοχεύει “στην προσφορά της προσδοκίας και της ελπίδας, μέσα από την δημιουργία ενός τεκτονημένου φυσικού περιβάλλοντος, ενός “κήπου” που βρίσκεται “κρυμμένος” στο κέντρο μιας ασφυκτικής πόλης, που είχε ήδη από τον προηγούμενο αιώνα χάσει την επαφή με την ουσία του αττικού τοπίου. Η λύση που είχε αποσπάσει το 2010 το πρώτο βραβείο στον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό ιδεών με αγωνοθέτη την “Ενοποίηση Αρχαιολογικών Χώρων της Αθήνας”, επιχειρεί με λιτούς σχεδιαστικούς χειρισμούς να συνδέσει νοηματικά τον τόπο του σήμερα με το ιστορικό υπόβαθρο της πόλης και να δημιουργήσει τις συνθήκες ενός ποιοτικού χώρου – υποδοχέα πολλαπλών και διαφορετικών ατομικών δράσεων και συλλογικών συνευρέσεων. Προτείνεται η δημιουργία ενός κεντρικού πλατώματος μπροστά από τη Διπλάρειο Σχολή, σε χαμηλότερη στάθμη από το γύρω περιβάλλον, το οποίο θα λειτουργεί ως συλλογικό καθιστικό”.

Επίσης περιγράφοντας την ανάπλαση και τη μορφή της Πλατείας ακολούθως σημείωσαν: “Στο εσωτερικό του πλατώματος, η παρουσία μιας μεγάλης ελιάς στο κέντρο, σε συνδυασμό με ένα κανάλι ανακυκλούμενου νερού, θα λειτουργούν ως μια φυσική εγκατάσταση τέχνης, υπαινικτική της Αθηναϊκής μυθολογίας που εδραιώνει την σχέση της πόλης και της «εξοχής». Μέσα στο κεντρικό πλάτωμα θα κατασκευαστεί ένα μεταλλικό γλυπτό, στην θέση όπου πιστεύεται ότι υπάρχουν τα υπόγεια ίχνη του μεσαιωνικού τείχους Χασεκή.

Το γλυπτό αυτό θα φωτίζεται στην νύχτα και θα λειτουργεί ως χρονογράφος, με την υποστήριξη ηλεκτρονικής διάταξης. Έχουν επιλεγεί κατασκευές και υλικά που θα έχουν διάρκεια μέσα στον χρόνο και αντοχή στις φθορές από την καθημερινή χρήση και τις συνθήκες του περιβάλλοντος. Το μεγαλύτερο ποσοστό των δαπεδοστρώσεων αποτελείται από υδατοπερατά και φυσικά υλικά, όπως το αδρανοποιημένο χώμα, που βοηθούν τον εμπλουτισμό του υδροφόρου ορίζοντα, ενώ γίνεται και εκτεταμένη χρήση φυσικού χώματος για την ανάπτυξη της φύτευσης. Τα όμβρια ύδατα θα συλλέγονται σε δεξαμενές για την άρδευση του πρασίνου. Επιλέχθηκαν δέντρα και τα φυτά που παραδοσιακά ενδημούν στο αττικό τοπίο”.

Η προέλευση της ονομασίας της

Στην Πλατεία, που βρίσκεται λίγα μέτρα μακριά από το Δημαρχείο Αθηνών, λειτούργησε το πρώτο λιθόκτιστο χειμερινό θέατρο της Αθήνας, το διάσημο “Θέατρο Μπούκουρα” ή “Θέατρο Αθηνών” που εξαιτίας του η Πλατεία πήρε και την ονομασία της. Το Θέατρο έκανε εγκαίνια στις 6 Ιανουαρίου 1840 και λειτούργησε έως το 1897, οπότε κατεδαφίστηκε. Ήταν το μόνο χειμερινό θέατρο που λειτουργούσε, ενώ το διαδέχτηκε το Δημοτικό Θέατρο Αθηνών του οποίου η λειτουργία ξεκίνησε το 1888.

Η Πλατεία, που περιγράφεται από τις οδούς Σοφοκλέους, Σωκράτους, Ευριπίδου και Μενάνδρου, βρίσκεται στα νότια της ευρύτερης περιοχής της Ομόνοιας, κοντά στου Ψυρρή και στην πλατεία Κουμουνδούρου, ενώ τη διασχίζει ο ομώνυμος δρόμος. Εκεί δεσπόζει το επιβλητικό κτήριο της Διπλαρείου Σχολής. H Ελληνική Βιοτεχνική Εταιρεία – Διπλάρειος Σχολή είναι κοινωφελής, μη κερδοσκοπικός οργανισμός με σκοπό τη δωρεάν παροχή εκπαίδευσης και κατάρτισης. Είναι ένας ιστορικός εκπαιδευτικός οργανισμός που εμφανίζει πολλές ιδιαιτερότητες, σε βαθμό που τον καθιστούν μοναδική περίπτωση στον ελλαδικό χώρο. Ιδρύθηκε το 1892 στην Αθήνα από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Κυπάρισσο Στέφανο. Ο Αριστείδης Διπλάρης άφησε σημαντική παρακαταθήκη στη σχολή για τη διδασκαλία των τεχνών και τεχνικής κατάρτισης. Η ανέγερση του ιδιόκτητου κτιρίου της σχολής πραγματοποιήθηκε το 1932 επί της Πλατείας Θεάτρου, εντός της παλαιάς πόλης της Αθήνας. Επί πολλά έτη λειτούργησαν ειδικότητες ξυλογλυπτικής, ηλεκτρολογικών, επιπλοποιίας κ.λπ. Δίπλα από την πλατεία υπάρχει επίσης το Μέγαρο Εμπορείου, το οποίο είναι ένα από τα παλιότερα εμπορικά κέντρα της Ελλάδας.

Η ιστορία του πρώτου λιθόκτιστου θεάτρου στην Αθήνα

Την ανέγερση μεγάλου κρατικού θεάτρου στην οδό Αθηνάς προέβλεπε ο πρώτος πολεοδομικός χάρτης της νεότερης Αθήνας, ένα σχέδιο που ενώ είχε εγκριθεί με βασιλικό διάταγμα το 1833, δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Μαζί με το σχέδιο ξεχάστηκε και η υλοποίηση του θεάτρου.

Ήταν το 1835 που πάνω στην πλατεία Όθωνος, νυν Ομονοίας, λειτούργησε το υπαίθριο θέατρο Σκοντζόπουλου, όπως αναφέρεται στο βιβλίο “Ψυρρή, η γειτονιά των ηρώων” (Άρτεμις Σκουμπουρδή, Εκδόσεις Πατάκη, Οκτώβριος 2003). Βρισκόταν στη θέση του νεοκλασικού κτιρίου του Τσίλλερ, πρώην ξενοδοχείο Excelior, νυν Εθνική Τράπεζα. Ο Αθανάσιος Σκοντζόπουλος, ο πρώτος Έλληνας θεατρώνης, μετασκεύασε ένα ξύλινο παράπηγμα που βρισκόταν στην οδό Αιόλου σε θέατρο, με πλατεία με 12 σειρών, με θεωρεία και με μια τέντα από καραβόπανο για τις βροχερές μέρες. Η πρώτη παράσταση δόθηκε στις 24 Μαΐου 1836 με το έργο «Τα Ολύμπια» του διάσημου για την εποχή Μεταστασίου, σε μετάφραση του Ρήγα Φεραίου, από θίασο ερασιτεχνών με αποκλειστικά άντρες ηθοποιούς. Ωστόσο, ο ρομαντικός Έλληνας επιχειρηματίας Σκοντζόπουλος εξαιτίας του θεάτρου αυτού χρεοκόπησε και δυστυχώς η πρώτη αυτή θεατρική προσπάθεια έληξε άδοξα.

Τον Απρίλιο του 1837, λίγο πριν κλείσει το θέατρο Σκοντζόπουλου κάποιος Ιταλός επίδοξος καλλιτέχνης, ο Μέλι, έστησε ένα κλειστό ξύλινο στεγασμένο θέατρο στην πλατεία Ιερού Λόχου στη διασταύρωση των σημερινών οδών Ευριπίδου, Αγίου Μάρκου και Πραξιτέλους. Έπειτα από έναν και πλέον χρόνο επιτυχούς πορείας, ελλείψει άλλου, καλύτερου θεάτρου, συνέβη το εξής παράδοξο: ο μεν αέρας σήκωσε την προχειροφτιαγμένη στέγη, μερικοί δε “δανδήδες”, θερμόαιμοι θεατές, , απήγαγαν τις γυναίκες του θιάσου: επομένως, λόγω των σοβαρών αυτών ελλείψεων που προέκυψαν, το θέατρο έκλεισε.

Το 1838 ο Ιταλός Ιωσήφ Καμιλλιέρι, απομεινάρι του ιταλικού θιάσου που έναν χρόνο πριν είχε φέρει ο Μέλι, χτίζει το πρώτο λιθόκτιστο θέατρο στο Γεράνι, στην οδό Ηρώδου, σημερινή οδό Μενάνδρου. Το ελληνικό κράτος τού παραχώρησε το οικόπεδο και το προνόμιο να μονοπωλεί τις θεατρικές δραστηριότητες της Αθήνας. Οι ελληνικοί θίασοι είχαν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν το κλειστό θέατρο μόνο τους τέσσερις καλοκαιρινούς μήνες. Στον Καμιλλιέρι δόθηκε επίσης προνόμιο διαρκείας πενταετούς, σύμφωνα με το οποίο κανένας άλλος δεν είχε το δικαίωμα να χτίσει στην Αθήνα θέατρο ή να δίνει θεατρικές παραστάσεις. Τον Καμιλλιέρι διαδέχεται ο συμπατριώτης του ηθοποιός και επιχειρηματίας Μπαζίλιο Σανσόνι, που είχε τη φαεινή ιδέα να προπωλήσει τα θεωρεία για να εξοικονομήσει χρήματα. Πράγματι, προπώλησε τους 20 οικίσκους σε επώνυμους Αθηναίους.

Τα εγκαίνια του θεάτρου

Τα εγκαίνια έγιναν στις 6 Ιανουαρίου του 1840, με την παράσταση της ιταλικής όπερας «Λουτσία ντε Λαμερμούρ» του Γκαετάνο Ντονιτσέττι από την Ιταλίδα ηθοποιό Ρίτα Μπάσσο, η οποία καταγοήτευσε το αθηναϊκό κοινό και προκάλεσε σπαρταριστές ερωτικές περιπέτειες αλλά και οικονομικά αδιέξοδα σε γνωστούς και λιγότερο διάσημους Αθηναίους.

Γνωστό θύμα της γοητείας της ο γέρος αγωνιστής Ανδρέας Λόντος αλλά και ο δήμαρχος Δημήτριος Καλλιφρονάς, ο Άγγλος πρέσβης Λαυονς και άλλοι. Οι προσφορές των θερμόαιμων θεατών προς τις θεατρίνες ήταν ποικίλες και άφθονες. Οι λιγότερο κομψευόμενοι Αθηναίοι άφηναν στη σκηνή προς τιμήν της περιστέρια. κότες, πάπιες και γουρουνόπουλα και αρνάκια. Ακόμη και μαθητές της ξελογιάστηκαν με την Ιταλίδα αρτίστα.

Πώς ονομάστηκε “Θέατρο Μπούκουρα”

Το 1844 τη διαχείριση του θεάτρου Αθηνών ανέλαβε ο Σπετσιώτης αγωνιστής του ’21 Ιωάννης Μπούκουρης ή Μπούκουρας και έκτοτε το θέατρο παίρνει το όνομά του. Το Θέατρο Μπούκουρα θα λειτουργήσει έως το 1898, όταν και κατεδαφίστηκε. Το εξωτερικό του θεάτρου ήταν πολύ απλό χωρίς διακοσμητικά στοιχεία. Στο μπροστινό μέρος που έβλεπε την οδό Μενάνδου ήταν η κύρια είσοδος και μετά ένας ευρύχωρος προθάλαμος. Στο πλάι του κτιρίου βρισκόταν η στεγασμένη βασιλική είσοδος, το γραφείο του διευθυντή, το ταμείο, και η κατοικία του επιστάτη του θεάτρου. Το εσωτερικό του θεάτρου ήταν μάλλον φτωχικά διακοσμημένο.

Η πλατεία του είχε σχήμα πετάλου και 7 σειρές καθισμάτων, με συνολικά 113 θέσεις. Είχε 3 σειρές θεωρείων, εκ των οποίων το πολυτελέστερο βέβαια ήταν το βασιλικό. Η σκηνή ήταν μεγάλη, και είχε αρκετές σκηνογραφίες. Ο φωτισμός δινόταν από έναν πολυέλαιο με λάμπες πετρελαίου και από κεριά που ήταν τοποθετημένα στα χωρίσματα των θεωρείων. Έως το 1888 που θα λειτουργήσει το Δημοτικό θέατρο Αθηνών, το θέατρο του Μπούκουρα ήταν η μόνη χειμερινή θεατρική σκηνή.

Επιβίωσε και εξακολούθησε να λειτουργεί ελλείψει άλλων θεάτρων. Το 1860 ο κεντρικός πολυέλαιος με κεριά αντικαθίσταται. Το θέατρο επισκευάζεται και φωτίζεται με γκάζι. Στην εφημερίδα “Άστυ” του 1885 χαρακτηρίζεται ως “ερείπιον… αμυρόν, κονισαλέον, ανάκτορον της περιπνευμονίας, υπάρχον εις την ζωήν, εξ αβλεψίας της πυρκαϊάς!”.

Το 1888 επισκευάστηκε πάλι και κάπως εκσυγχρονίστηκε. Παρά την ακαταλληλότητά του θα λειτουργούσε παρηκμασμένο έως το 1899 οπότε κατεδαφίστηκε οριστικά. Λίγο πριν από την κατεδάφισή του στις 14 Μαρτίου 1888, μία ομάδα από Έλληνες και Ιταλούς μουσικούς έδωσε εκεί την πρώτη παράσταση ελληνικού μελοδράματος με μεγάλη επιτυχία καλλιτεχνική αλλά όχι οικονομική.

Με πληροφορίες από το βιβλίο “Ψυρρή, η γειτονιά των ηρώων”, Άρτεμις Σκουμπουρδή, Εκδόσεις Πατάκη, Οκτώβριος 2003 / onlytheater.gr / Βικιπαίδεια / Κώστα Μπίρη, ΑΙ ΑΘΗΝΑΙ

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ