Οι κινήσεις Ερντογάν και Φιντάν που μπαίνουν στο «μικροσκόπιο» της Αθήνας

Συνεχίζει την επίθεση φιλίας προς την Ελλάδα η Άγκυρα. Με αφορμή τη συνάντηση των πρέσβεων που γίνεται κάθε χρόνο στην τουρκική πρωτεύουσα, τόσο ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν όσο και ο υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν αναφέρθηκαν σε θετική ατμόσφαιρα με την Ελλάδα, την οποία θα προσπαθήσουν να διατηρήσουν. Ταυτόχρονα, εντείνονται οι διεργασίες ανάμεσα στο ελληνικό και το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών ώστε να οριστεί συνάντηση ανάμεσα στον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών Γιώργο Γεραπετρίτη και τον Χ. Φιντάν, αν είναι δυνατόν πριν από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το Σεπτέμβριο.

Μιλώντας στη 14η συνάντηση των πρέσβεων στην Αγκυρα, ο Χ. Φιντάν έκανε λόγο για «μεγάλη ευκαιρία» για εξεύρεση λύσεων στις διαφορές με την Ελλάδα. Αφού δήλωσε ότι «επιθυμούμε να προωθήσουμε τις σχέσεις μας με όλες τις χώρες στην περιοχή μας πάνω σε μια θετική ατζέντα», προσέθεσε πως «η τρέχουσα θετική ατμόσφαιρα προσφέρει μια μεγάλη ευκαιρία να βρούμε λύσεις στις διαφορές με τη γειτονική μας Ελλάδα. Υπό αυτό το πρίσμα, είμαστε ειλικρινείς. Ελπίζουμε ότι και η ελληνική πλευρά θα δείξει την ίδια ειλικρίνεια». Στο ίδιο μήκος κύματος έκανε δηλώσεις στη συνάντηση των πρέσβεων και ο Ερντογάν, ο οποίος είπε πως η χώρα του «δεν έχει προβλήματα με κανέναν που δεν μπορούν να επιλυθούν, ειδικά με τους γείτονές της».

Αυτή η δήλωση του Ερντογάν, πάντως, δεν αφορά την Κυπριακή Δημοκρατία, απέναντι στην οποία η Τουρκία εξακολουθεί να κρατά σκληρή στάση. Μάλιστα, ο Χ. Φιντάν στην ομιλία του προχώρησε σε αντίστιξη όσων είπε για την Ελλάδα, λέγοντας: «Από την άλλη, η στάση μας στην Κύπρο, τον εθνικό σκοπό μας, είναι ξεκάθαρη. Η κύρια πολιτική μας είναι η αναγνώριση της κυριαρχικής ισότητας και του ισότιμου διεθνούς καθεστώτος των Τουρκοκυπρίων. Θα συνεχίσουμε να προστατεύουμε τα δικαιώματα και τα συμφέροντά μας στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο».

Στο πλαίσιο των προκλήσεων προς την Κυπριακή Δημοκρατία εντάσσεται και η νέα έξοδος του πλοίου-γεωτρύπανου «Αμπντουλχαμίντ Χαν» στην ανατολική Μεσόγειο, την οποία ανακοίνωσε ο Τούρκος υπουργός Ενέργειας και Φυσικών Πόρων Αλπαρσλάν Μπαϊρακτάρ. Βεβαίως, με βάση τη NAVTEX που εξέδωσε ο σταθμός της Αττάλειας, το πλοίο θα πραγματοποιήσει έρευνες εντός της τουρκικής υφαλοκρηπίδας, αλλά πολύ κοντά στο «τριεθνές» (Ελλάδας, Τουρκίας, Κύπρου) για έξι μήνες. Η Τουρκία προβάλλει με τον τρόπο αυτόν την παρουσία της και υπενθυμίζει τις διεκδικήσεις της στη θαλάσσια περιοχή της Κύπρου, ενώ η έξοδος του γεωτρύπανου προκαλεί προβληματισμό στη Λευκωσία για τη συνέχεια που ενδέχεται να ακολουθήσει το 2024.

Οι διαβουλεύσεις, πάντως, ανάμεσα στα υπουργεία Εξωτερικών της Ελλάδας και της Τουρκίας με σκοπό τον καθορισμό συνάντησης ανάμεσα στους Γ. Γεραπετρίτη και Χ. Φιντάν βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη. Οπως δήλωσε πρόσφατα ο Ελληνας υπουργός Εξωτερικών σε συνέντευξή του, όσον αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, στο άμεσο μέλλον υπάρχουν δύο ορόσημα που χρήζουν προετοιμασίας και αυτά είναι η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ τον Σεπτέμβριο και η σύγκληση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας προς το τέλος του χρόνου. Λόγω της ανάγκης προετοιμασίας, «είναι πιθανό να έχουμε μια συνάντηση με τον Τούρκο ομόλογό μου και πριν από τη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, ακριβώς για να θέσουμε το χρονοδιάγραμμα, τη βάση της συζήτησης και τα επόμενα βήματά μας», τόνισε ο Γ. Γεραπετρίτης, ενώ προσέθεσε πως έχει αναπτύξει με τον Τούρκο ομόλογό του «μια πολύ καλή σχέση» και ότι «βρίσκονται σε τακτική επικοινωνία».

«Προσαρμογή»

Εν τω μεταξύ, σε «προσαρμογή» (όπως τη χαρακτηρίζουν πηγές του υπουργείου Εξωτερικών) της πολιτικής της στη Λιβύη προχωρά η Αθήνα, η οποία ανοίγει διαύλους επικοινωνίας με τη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Τρίπολης. Ο Γ. Γεραπετρίτης είχε την περασμένη εβδομάδα τηλεφωνική επικοινωνία με τη Λίβυα ομόλογό του Νάτζλα Μανγκούς, στην οποία τόνισε την ανάγκη επανεκκίνησης των σχέσεων μεταξύ Αθήνας και Τρίπολης και διάνοιξης απευθείας διαύλων επικοινωνίας.

Προηγουμένως, η Αθήνα είχε αποφασίσει να τοποθετήσει στην πρεσβεία της Τρίπολης ως πρέσβη τον έμπειρο διπλωμάτη Νίκο Γαριλίδη. Στην τηλεφωνική τους επικοινωνία τους, πάντως, ο Γ. Γεραπετρίτης και η Ν. Μανγκούς συμφώνησαν να συναντηθούν στη Νέα Υόρκη, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Αυτό σηματοδοτεί μια αποχώρηση από την υφιστάμενη κατάσταση, όπου οι επαφές με την κυβέρνηση της Τρίπολης είχαν ουσιαστικά διακοπεί. Η ελληνική κυβέρνηση συνεννοήθηκε γι’ αυτή την αλλαγή στάσης με την κυβέρνηση της Αιγύπτου κατά τη διάρκεια των συναντήσεων που είχαν σε Ελ Αλαμέιν και Κάιρο ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Γ. Γεραπετρίτης πριν από δέκα ημέρες. Εως τώρα, η Ελλάδα είχε υιοθετήσει τη σκληρή γραμμή της Αιγύπτου απέναντι στην κυβέρνηση της Τρίπολης, ωστόσο η κινητικότητα που παρατηρείται στη Λιβύη, όπου όλοι συνομιλούν πλέον με όλους και τα ανοίγματα της Τουρκίας στην ανατολική Λιβύη και στον Χαλίφα Χαφτάρ, οδήγησαν την Αθήνα σε αναθεώρηση αυτής της στάσης, καθώς δεν θέλει να βρεθεί απομονωμένη. Ούτως ή άλλως, το τουρκολιβυκό μνημόνιο παραμένει το μεγαλύτερο «αγκάθι» για την Αθήνα και το διπλωματικό παιχνίδι για το θέμα αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την Τρίπολη.

Επίδειξη δύναμης στο εσωτερικό

Σε μια σημαντική επίδειξη ισχύος προέβη ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο εσωτερικό, προχωρώντας σε μεγάλης κλίμακας «εκκαθάριση» των στελεχών της κρατικής Ασφάλειας που ήταν κοντά στον πρώην υπουργό Εσωτερικών Σουλεϊμάν Σοϊλού, αλλά και σε προαγωγές της στρατιωτικής ηγεσίας με στόχο τη διαμόρφωση ενός στρατεύματος εντελώς αφοσιωμένου στον ίδιο.

Βασικός κοινός παρονομαστής όλων των αλλαγών στους μηχανισμούς ασφαλείας είναι η απομάκρυνση όλων όσοι θεωρούνται πολιτικοποιημένοι και διορισμένοι από τους προηγούμενους υπουργούς Εσωτερικών και Αμυνας και κοινός προσανατολισμός είναι μια πιο σκληρή γραμμή στις πολιτικές άμυνας και ασφάλειας.

Με τις αλλαγές στον στρατό, ο Ερντογάν έδειξε ότι έχει τον απόλυτο έλεγχο, σπάζοντας μάλιστα αυτή τη φορά τη μακρά στρατιωτική παράδοση, καθώς δεν διορίστηκε αρχηγός του γενικού επιτελείου ο αρχηγός του στρατού, αλλά ο στρατηγός του δεύτερου σώματος στρατού, Μετίν Γκιουράκ. Ο Γκιουράκ εικάζεται ότι είχε διαδραματίσει κάποιον σκιώδη ρόλο τη νύχτα της απόπειρας πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016 και θεωρείται σκληροπυρηνικός αλλά και πολύ έμπειρος αξιωματικός. Ο στρατηγός Γκιουράκ συντόνισε την επιχείρηση της Τουρκίας στη Λιβύη ως δεύτερος αρχηγός του γενικού επιτελείου, έχει υπηρετήσει ως συμπρόεδρος της κοινής στρατιωτικής αντιπροσωπείας της Τουρκίας με το Αζερμπαϊτζάν και έχει διευθύνει τις επιχειρήσεις του τουρκικού στρατού εναντίον του PKK στο Ιράκ και στη Συρία, σε συνεργασία με τη ΜΙΤ.

Η επιλογή Γκιουράκ θεωρείται ως ένα από τα πρώτα βήματα του Ερντογάν για τη δημιουργία ενός στρατεύματος εντελώς πιστού στον ίδιο αλλά και πάντα ετοιμοπόλεμου, μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της στρατιωτικοποίησης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και της διαμόρφωσης μιας νέας κουλτούρας ενός στρατού που δεν διστάζει να επιχειρεί εκτός συνόρων.

Με τις προαγωγές αυτές στο στράτευμα, «ο Ερντογάν φαίνεται να θέλει να κάνει το πρώτο βήμα προς μια ριζική αλλαγή στις τουρκικές Ενοπλες Δυνάμεις», έγραψε στον ιστότοπό του ο έγκριτος δημοσιογράφος Μουράτ Γιετκίν, προσθέτοντας ότι «είναι σημαντικό να σημειώσουμε την επιθυμία του Ερντογάν να δει τις τουρκικές Ενοπλες Δυνάμεις ως “στρατό του Προφήτη”».

Εκκαθαρίσεις

Ριζικές αλλαγές επέβαλε ο Ερντογάν και στην αστυνομία, «εκκαθαρίζοντας» τα ανώτατα στελέχη που ήταν κοντά στον πρώην υπουργό Εσωτερικών Σ. Σοϊλού και κάνοντας -και σε αυτό το μέτωπο- μεγάλη επίδειξη ισχύος. Αναλυτές στην Τουρκία εκτιμούν ότι οι αλλαγές αυτές καταδεικνύουν πως ακόμα και ο Σοϊλού, που επί χρόνια θεωρείτο ισχυρός και μάλιστα το όνομά του ακουγόταν και για τη διαδοχή του Ερντογάν, είναι στην πραγματικότητα αναλώσιμος μέσα στο σύστημα Ερντογάν. Τα ίδια πρόσωπα εκτιμούν ότι οι αλλαγές στην ηγεσία της Ασφάλειας δεν θα επηρεάσουν τη μέχρι σήμερα τη σκληρή πολιτική καταστολής και ελέγχου των μηχανισμών ασφαλείας, κυρίως εις βάρος των Κούρδων αλλά και όσων θεωρούνται γκιουλενιστές.

Τόσο ο επικεφαλής της Κεντρικής Ασφάλειας όσο και πολλοί διευθυντές Ασφάλειας στις επαρχίες είναι πλέον τοποθετημένοι ουσιαστικά απευθείας από το προεδρικό παλάτι, ενώ ο νυν υπουργός Εσωτερικών Αλί Γιερλίκαγια λειτουργεί ως εκτελεστικό όργανο του Ερντογάν.

Εκτός από την επίδειξη ισχύος και τον απόλυτο έλεγχο της Ασφάλειας, αναλυτές στην Τουρκία εκτιμούν ότι οι αλλαγές στην αστυνομία σχετίζονται και με τις επερχόμενες δημοτικές εκλογές του 2024, το επόμενο μεγάλο εκλογικό στοίχημα του Ερντογάν.

Ο Μ. Γιετκίν δεν αποκλείει ο Ερντογάν να «στοχεύει σε μια δομή επιβολής του νόμου που θα εκπληρώσει τις οδηγίες του στις εκλογές του 2024, χωρίς να επιδιώκει δευτερεύοντες πολιτικούς στόχους».

Ο Σοϊλού, πάντως, δεν φαίνεται να έχει βγει εκτός πολιτικού παιχνιδιού, καθώς, σύμφωνα με τον τουρκικό Τύπο, καταβάλει προσπάθειες για να είναι υποψήφιος δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης στις δημοτικές εκλογές του 2024. Στην Τουρκία είναι, άλλωστε, γνωστό σε όλους ότι ο Σοϊλού χαίρει της στήριξης του αρχηγού των εθνικιστών Ντεβλέτ Μπαχτσελί. Σύμφωνα με τουρκικά ΜΜΕ, ο Ερντογάν δεν φαίνεται να έχει αποκλείσει το ενδεχόμενο της υποψηφιότητας Σοϊλού, αλλά εδώ και λίγες εβδομάδες ακούγεται όλο και πιο πολύ και το όνομα του πρώην υπουργού Αμυνας Χουλουσί Ακάρ. Ο βετεράνος δημοσιογράφος Φατίχ Αλταϊλί υποστηρίζει, μάλιστα, με σιγουριά ότι ο Ακάρ θα είναι ο αντίπαλος του Εκρέμ Ιμάμογλου. Αναλυτές στην Τουρκία εκτιμούν ότι η υποψηφιότητα του Ακάρ είναι όντως πολύ πιθανή και ότι σε αυτή την περίπτωση ο νυν δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης Ε. Ιμάμογλου θα δυσκολευτεί πολύ να κερδίσει, διότι ο Ακάρ είναι ιδιαίτερα δημοφιλής και καθόλου διχαστικός όπως ο Σοϊλού.

Η θέση του Ιμάμογλου θεωρείται ήδη ιδιαίτερα δύσκολη λόγω της αδυναμίας της αντιπολίτευσης να μείνει ενωμένη μετά την εκλογική ήττα του περασμένου Μαΐου και στην Τουρκία οι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν ότι, αν ο Ιμάμογλου κερδίσει τις εκλογές, θα είναι έκπληξη.

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ