Κριτική στην κυβέρνηση άσκησε ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας και πρώην κυβερνητικός εκπρόσωπος, Γιάννης Οικονόμου, κατά τη συζήτηση στη Βουλή της πρότασης δυσπιστίας εναντίον της κυβέρνησης.
«Η κοινωνία μας έστειλε, δυο φορές μέσα στο Γενάρη και το Φλεβάρη, το ίδιο ηχηρό μήνυμα. Μας το έστειλε και δεύτερη φορά, γιατί η αλήθεια είναι ότι ορισμένοι έδειξαν με τη στάση τους ότι δεν το έλαβαν την πρώτη φορά. Τα συλλαλητήρια ήταν έκφραση απογοήτευσης και οργής για τη μεταπολεμική Ελλάδα. Απογοήτευσης, από τη μια, για τη λειτουργία βασικών θεσμών, για την κατάσταση βασικών υποδομών του κράτους, για την υστέρηση σε σχέση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο» ανέφερε ο κ. Οικονόμου.
Και πρόσθεσε: «Οργής, από την άλλη, για την ανεπαρκή ενσυναίσθηση πολιτικών προσώπων και ανθρώπων στον περίγυρο των εξουσιών, για την αδίστακτη κομματική καπηλεία από μια δημαγωγική αντιπολίτευση, για την σημερινή αδυναμία μας, ως κυβέρνηση, να πείσουμε ότι εργαζόμαστε προς τη σωστή κατεύθυνση, παρότι εργαζόμαστε προς τη σωστή κατεύθυνση».
Ο πρώην κυβερνητικός εκπρόσωπος έστρεψε τα πυρά του και στην αντιπολίτευση λέγοντας ότι η κοινωνία ζητά δικαιοσύνη από τη δικαιοσύνη και όχι από πολιτικάντηδες και τους παρατρεχάμενούς τους. «Ειδικά το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να μιλά με ύφος κήνσορα. Κυβέρνησε 22 από τα 51 χρόνια της μεταπολίτευσης και έχει αφήσει βαρύ στίγμα φαυλότητας στο Δημόσιο και τις πρώην ΔΕΚΟ. Το ΠΑΣΟΚ διέλυσε κάθε έννοια λογοδοσίας και ευθύνης, δημιουργώντας αυτό που περιγράφεται ως “βαθύ κράτος”» συμπλήρωσε.
Ο κ. Οικονόμου ξεκαθάρισε ότι στηρίζει την κυβέρνηση καθώς είναι η καλύτερη για τη χώρα και ότι είναι επιτακτική ανάγκη η απόρριψη της πρότασης δυσπιστίας. Επίσης μίλησε για την ανάγκη γενναιότερης αυτοκριτικής εκ μέρους της κυβέρνησης και συνέστησε να μη βασίζεται σε αρνητικά επιχειρήματα περί απώλειας της σταθερότητας. «Ο κόσμος μας, η βάση μας, το μεγάλο δημοκρατικό κομμάτι του ελληνισμού, μας λέει, με πολλούς τρόπους και επανειλημμένα, ότι ξεστρατίσαμε σε βασικούς τομείς και μας θέλει αλλιώς, όπως ήμασταν στην αρχή. Αυτό δεν δικαιούμαστε να το προσπερνάμε» κατέληξε.
