Συγκλονίζει η Κάρμεν Ρουγγέρη: Φάγαμε σουβλάκι στο γαμήλιο γεύμα, ήμασταν φτωχοί

Σε μια εξομολόγηση ψυχής η Κάρμεν Ρουγγέρη μίλησε για την εποχή που ήταν εσώκλειστη σε μοναστήρι αλλά και για τον άνδρα της ζωής της με τον οποίο αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες και ανέχεια. Όπως είπε σε συνέντευξή της στην ON Time, ιδίως τα πρώτα χρόνια του γάμου τους “ήμασταν πολύ φτωχοί. Φαντάσου ότι φάγαμε σουβλάκι για γαμήλιο γεύμα, αλλά ήμασταν πολύ ευτυχισμένοι. Κάποια στιγμή όταν έμεινα έγκυος στη Χριστίνα, επειδή εγώ ήμουν πολύ οικονόμα -οι δυο μας κάναμε ότι μπορούσαμε, εγώ παρέδιδα μαθήματα αγγλικών και γαλλικών, ο Ανδρέας πήγαινε και έψελνε σε γάμους και κηδείες για να βγάλουμε χρήματα- μαζέψαμε ένα ποσό και πήραμε ένα δυαράκι στην Καλλιθέα. Όμως βάλαμε γραμμάτια και κάποια στιγμή δεν μπορούσαμε να τα βγάλουμε πέρα. Τότε, λοιπόν, σκέφτηκα επειδή είχα σπουδάσει και ζωγραφική, αντί για κέντημα σε νυφικά, να τα ζωγραφίζω.

Θυμάμαι πήγα σε ένα μαγαζί νυφικών στην Περικλέους και έφτιαξα το πρώτο νυφικό που ήταν διακοσμημένο με μια ζωγραφισμένη αμυγδαλιά. Και ξέρεις πώς βρήκα το σχέδιο; Πήγα και αγόρασα μια γνωστή μάρκα σοκολάτας που το περιτύλιγμά της έχει μια αμυγδαλιά και ζωγράφισα το πρώτο μου νυφικό, το οποίο έγινε ανάρπαστο. Στη συνέχεια έκανα ασορτί μπομπονιέρες και λαμπάδες κι έγινε μόδα. Έπαιρνα το μήνα 3.000 δραχμές από το Εθνικό Θέατρο και έφτασα να βγάζω 50.000 δραχμές από τη ζωγραφική. Πολλά λεφτά για εκείνη την εποχή. Ξεχρεώσαμε το σπίτι, το πουλήσαμε και πήραμε πιο μεγάλο” είπε η αγαπημένη ηθοποιός, σκηνοθέτις, συγγραφέας παιδικών βιβλίων και σεναριογράφος.

Για την εποχή που ήταν εσώκλειστη σε μοναστήρι, εκμυστηρεύτηκε: “Και εγώ και η αδελφή μου η Ροζάρια που είναι ενάμιση χρόνο μεγαλύτερή μου. Γεννήθηκα το 1944 μετά τον Πόλεμο. Μοιραία, τότε ο κόσμος προσπαθούσε να δει πώς θα τα βολέψει. Οι γονείς συνήθιζαν να αφήνουν τα παιδιά εσώκλειστα σε σχολεία, ώσπου να ορθοποδήσουν ξανά. Εμένα με την αδελφή μου οι γονείς μας μάς έβαλαν εσώκλειστες στις καλόγριες της Σαντορίνης. Ο πατέρας μου ήταν καθηγητής στο Γαλλικό Ινστιτούτο και πήγαινε σε διάφορες πόλεις όπου δημιουργούσε παραρτήματα. Ήταν πολύ δύσκολα χρόνια. Θυμάμαι ότι δεν είχαμε ούτε έπιπλα στο σπίτι μας. Εγώ όμως ήμουν ένα χαρούμενο παιδί. Ήμουν ευτυχισμένη που ζούσα και περνούσα πολύ όμορφα με τις καλόγριες. Έφτιαχνα πάντα ωραίες ιστορίες στο μυαλό μου. Με αγαπούσαν πολύ οι καλόγριες. Δεν μου έλειψε τίποτα. Έμεινα στο μοναστήρι από δύο χρονών μέχρι που πήγα στο δημοτικό. Τότε μετακομίσαμε και μείναμε μόνιμα στην Κρήτη, στα Χανιά”.

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ