Με αφορμή το «Sexy Laundry», όπου συμπρωταγωνιστεί με τη Δάφνη Λαμπρόγιαννη, ο Σπύρος Παπαδόπουλος μιλά, μεταξύ άλλων στη Realife, για τον γάμο, τις γυναίκες, τη «σκηνοθετίτιδα», την πολιτική ορθότητα και τη σύγχρονη μάστιγα του πληκτρολογίου.
Στη Μαρίνα Τσικλητήρα
Συναντηθήκαμε στο «Κάππα», λίγες ημέρες πριν από την πρεμιέρα της παράστασης «Sexy Laundry», που φέρνει τον Σπύρο Παπαδόπουλο στη σκηνή με τη Δάφνη Λαμπρόγιαννη. Μαζί υποδύονται ένα ζευγάρι που έρχεται αντιμέτωπο με καυτά ερωτήματα περί γάμου και συνήθειας. Γέλιο, συγκίνηση αλλά και σκέψη σε ένα παγκοσμίως επιτυχημένο έργο, του οποίου ο πρωταγωνιστής υπογράφει και τη σκηνοθεσία. Η κουβέντα μας είναι ζουμερή και χρωματίζεται από την ειλικρίνεια και την αμεσότητα ενός ανθρώπου που ποτέ δεν χώρεσε σε καλούπια και ταμπέλες – γι’ αυτό και δεν παύει ποτέ να σε ξαφνιάζει.
Μέχρι πριν από λίγο καιρό διαβάζαμε σε διάφορα άρθρα ότι αποσύρεστε από το θέατρο. Δεν το είχατε ποτέ σκοπό αυτό, σωστά;
Ποτέ, ποτέ. Απλώς φέτος έκανα μεγάλες διακοπές. Έμεινα τρεις μήνες στη Νάξο και γυρνούσα με τη βάρκα μου. Το ιδεώδες για εμένα θα ήταν να μένω 6-7 μήνες στο νησί και να έρχομαι να κάνω μια παράσταση στην Αθήνα, χωρίς τηλεόραση – γιατί χωρίς το θέατρο δεν μπορώ, μου λείπει. Αυτό προς το παρόν δεν γίνεται, λόγω υποχρεώσεων.
Πλάνα για τηλεόραση δεν υπάρχουν, λοιπόν;
Όχι, όχι. Και ούτε θέλω να υπάρξουν. Ήταν μια τρέλα. Είμαι και αγχωτικός άνθρωπος, πριν από κάθε εκπομπή έπρεπε να διαβάσω, να σκεφτώ ερωτήσεις, να αναρωτηθώ προς τα πού μπορεί να στραφεί η κουβέντα. Ο γιος μου με λυπόταν και μου έλεγε: «Εγώ είμαι στο Πολυτεχνείο, αλλά εσύ διαβάζεις πιο πολύ από εμένα!».
Πώς επιλέξατε το «SexyLaundry»;
Εγώ δεν έχω τον τρόπο να επιλέγω έργα. Έρχονται και με βρίσκουν, φροντίζουν φίλοι και συνεργάτες γι’ αυτό. Αυτό το έργο μού το βρήκε η Νικολέτα Κοτσαηλίδου, η οποία είναι μεταφράστρια των έργων τα τελευταία χρόνια και πρώην σύντροφος. Σκοπεύαμε να κάνουμε τον «Κύκλο των χαμένων ποιητών», σε σκηνοθεσία Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου. Αλλά το να ανεβάσεις τόσο ακριβή παραγωγή μέσα σε συνθήκη πανδημίας ήταν παρακινδυνευμένο. Έψαχνα, λοιπόν, για κάτι πιο ελαφρύ, ως προς την παραγωγή εννοώ, με λίγα άτομα. Το «Sexy Laundry» είναι ένα έργο ωραίο και, επιπλέον, αποτελεί ιδανική αφορμή για να παίξουν καλά δύο ηθοποιοί. Αν σου πετύχει, είναι παράσταση ερμηνειών. Ήθελα τη Δάφνη Λαμπρόγιαννη. Είμαι χρόνια θαυμαστής της, δεν χάνω παράστασή της. Σκέφτηκα, λοιπόν, αν δεχθεί θα το κάνω, αλλιώς θα ψάξω για κάτι άλλο.
Πώς είναι να σκηνοθετεί κανείς τον εαυτό του;
Πιο δύσκολο. Άλλη δουλειά κάνω στο σπίτι με τον ρόλο και αλλιώς σκέφτομαι εδώ για το πώς φαίνεται από κάτω. Προσπαθώ να έχω μια σκηνοθετική ματιά. Έχω ένα καλό, ξέρω τι έργο μπορώ να κάνω και τι δεν μπορώ. Αν μου πεις να σκηνοθετήσω την «Όπερα της πεντάρας», δεν θα τολμήσω, εκτός αν παραστεί τρομερή ανάγκη. Δεν είμαι σκηνοθέτης.
Πολύ ειλικρινές αυτό που λέτε.
Υπάρχουν, βέβαια, πολλοί ταλαντούχοι ηθοποιοί, με εμπειρία, που άνετα μπορούν να σκηνοθετήσουν πολλά έργα. Γιατί εμείς οι ηθοποιοί πέντε πράγματα ξέρουμε να τα κάνουμε σωστά. Κυρίως, ξέρουμε να μην πέφτουμε στην παγίδα της «σκηνοθετίτιδας», που για εμένα είναι μια σύγχρονη πληγή.
Τι εστί «σκηνοθετίτιδα»;
Είναι σαν αυτοάνοσο (γελά), αλλά εξόχως μεταδοτικό, ιδίως στους νέους. Κάνεις το κάτι παραπάνω, ακόμα και στον τρόπο που πιάνεις το αυτί σου, γιατί το «εγώ» σου υπερβαίνει και τον ηθοποιό και το έργο. Ο ηθοποιός, λοιπόν, δεν κάνει περιττές «σκηνοθετίλες» για να τον θαυμάσουν. Εξυπηρετεί το έργο, ασχολείται πολύ περισσότερο με τους ηθοποιούς του επειδή τους νιώθει. Δεν κάνει μια παράσταση για να πουν «κοίτα, ρε, τον Παπαδόπουλο τι έκανε».
Οι ρόμπες στις φωτογραφίες της παράστασης τι αντανακλούν; Τη συντροφικότητα, την πλήξη ή το sexiness;
Έχουν έρθει σε ένα ξενοδοχείο. Την πρωτοβουλία την παίρνει η κυρία, όπως συμβαίνει πάντα. Η συγγραφέας του έργου, Μισέλ Ριμλ, περιγράφει πολύ καλά και τον άνδρα. Ο άνδρας, λοιπόν, συνήθως νομίζει ότι όλα πάνε καλά. Έχουμε τα παιδιά και τη γυναίκα μας, σου λέει, το σπίτι, τους φίλους, τις δουλειές μας, πάμε τις βόλτες μας, τι άλλο θέλεις; Η γυναίκα, όμως, θέλει και κάτι παραπάνω. Να ζωντανέψει όσα έχουν ξεθωριάσει. Και δικαίως.
Γιατί η γυναίκα;
Ίσως επειδή δεν συμφιλιώνεται το ίδιο εύκολα με το πέρασμα του χρόνου. Από μια ηλικία και πέρα νιώθει ότι δεν αφορά πια τα μάτια των ανδρών και φοβάται ότι έχει πάψει να αφορά και τα μάτια του άνδρα της. Στην πραγματικότητα, εξακολουθεί να είναι όμορφη, ελκυστική, παραγωγική, δημιουργική, έξυπνη, να αγαπά τη ζωή, αλλά η ίδια νιώθει ένα κάρβουνο μέσα της, βαριέται πιο εύκολα και επαναστατεί. Στο έργο, όταν θέτει το θέμα επί τάπητος, αναδύονται οι φοβίες της, βγαίνουν και τα δικά του στην επιφάνεια και έχει γέλιο, επειδή σού είναι τρομερά οικείο αυτό. Και έχει και συγκίνηση πολλή, πιο πολλή νομίζω.
Ζήσατε κι εσείς ένα μακρόχρονο γάμο. Βρήκατε κομμάτια σας μέσα στο έργο;
Ασφαλώς. Όχι απλώς κομμάτια, μιλάμε για ταυτοσημίες. Φωτοτυπίες. Ξεπατικωτούρα! Λίγο-πολύ, βέβαια, κοινά είναι αυτά τα πράγματα. Ενας φίλος τεχνικός, ανύπαντρος ο ίδιος, παρακολούθησε τις πρόβες και μου λέει: «Έχω τρία ζευγάρια φίλων, ε, είναι σαν να τους άκουγα και τους έξι!».
Θα λέγατε ότι ο γάμος είναι ένα σκηνικό, το οποίο το έχει φτιάξει η κοινωνία;
Η συνήθεια είναι το πρόβλημα. Είναι αμείλικτη. Ο Μπέκετ τη θεωρεί κεντρική πηγή κακών. Ασθένεια που εισχωρεί δόλια μέσα σου και σε καταλαμβάνει, σαν την υγρασία. Ε, λοιπόν, οι γυναίκες έχουν την τάση να έρχονται σε ρήξη με τη συνήθεια. Οι άνδρες, ως προς αυτό, είναι λίγο… μπούες. Εγώ θεωρώ πιο φυσικό το να χωρίζεις από το να παντρεύεσαι. Ως ένα βαθμό τον γάμο τον θεωρώ ένα κοινωνικό εφεύρημα, λίγο αφύσικο. Όταν νιώθεις μέσα σου ότι δεν πάει και τα «πρέπει» παίρνουν τη θέση του «θέλω και γουστάρω», ε, δεν έχεις κανένα λόγο να είσαι εκεί. Αλλά οι άνθρωποι φοβούνται. Άλλοι το κοινωνικό κομμάτι, άλλοι τη μοναξιά. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να μείνουν μόνοι. Εγώ, αντίθετα, τρελαίνομαι, πεθαίνω, μου αρέσει πάρα πολύ να μένω μόνος. Για μήνες. Να μη δω άνθρωπο, δεν με νοιάζει. Έτσι ήμουν από μικρός.
Αυτός ο μικρός πώς ήταν; Σας μοιάζει;
Νομίζω ότι δεν έχει αλλάξει τίποτα απολύτως. Α, ψέματα. Ντρέπομαι πια να τσακώνομαι, γιατί με ξέρουν πολλοί! Μικρός τσακωνόμουν πολύ. Αν και γενικώς οι ετικέτες που είχα στη γειτονιά ήταν «καλό παιδί», «έξυπνο» και «ατίθασο».
Έχετε πει ότι ζείτε το «τώρα». Το παρελθόν το θυμάστε ή το σβήνετε;
Αν εξαρτώταν από εμένα, θα γύριζα με το μολύβι στο αυτί, σαν τον μπακάλη, με τρανζιστοράκι και ποδήλατο. Μου λείπει εκείνη η ζωή κι ας περάσαμε δύσκολα με την οικογένειά μου. Τα πάθη πάντα ίδια ήταν, δεν ήταν καλύτεροι οι άνθρωποι. Αλλά υπήρχε μια αθωότητα. Και ήταν και πιο συγκεκριμένα τα πράγματα. Και αυτό το συγκεκριμένο σε όριζε και είχες την ησυχία σου.
Όλα είναι πιο περίπλοκα. Πώς χειρίζεται ένας σκηνοθέτης, ένας ηθοποιός, ένας συγγραφέας, την πολιτική ορθότητα;
Εγώ, για να κοιμηθώ το βράδυ, χαλαρώνω με παλιές ελληνικές ταινίες. Με βάση τα σημερινά δεδομένα, είναι όλες για πέταμα! Σκέφτομαι ότι ίσως αυτή η υπερβολή είναι περαστική. Νομίζω ότι είμαστε πολλά χρόνια χωρίς πόλεμο και δεν ξέρουμε τι να την κάνουμε την ειρήνη. Αυτός ο θυμός, που έτσι κι αλλιώς κρύβει ο άνθρωπος μέσα του, κάπως πρέπει να βγει. Και έχουμε βρει μια «δύναμη», που νομίζει ότι έχει ο καθένας λέγοντας τη γνώμη του μέσα από το πληκτρολόγιο, και λέει «έλα να κάνουμε κινήματα», και, αν συμφωνούν και πέντε μαζί μου, αρχίζω και αισθάνομαι ότι, όπα, κάτι γίνεται. Όμως αυτό το «όλοι εναντίον όλων» δεν οδηγεί κάπου. Θα βρούμε τοίχο.
Έχετε πει ότι η σοβαρή περιπέτεια με την υγεία σας δεν σας άλλαξε οπτική. Υπάρχει κάτι που φοβάστε;
Τι να πω… Για τον γιο μου φοβάμαι, για τους φίλους μου, τους ανθρώπους μου. Για εμένα δεν φοβάμαι τίποτα. Δεν ξέρω πώς έχω γίνει έτσι. Όχι, πάντα έτσι ήμουν. Κυνικός, πώς να το πω… Αναίσθητος. Τότε είχα πει, ήρθε άραγε η ώρα μου; Ε, μάλλον ήρθε, τι να κάνουμε. Έτσι είναι οι άνθρωποι, τελειώνουν. Άμα δεν τελειώσαμε, όμως, προχωράμε. Δεν θα ασχολούμαστε τώρα με τον κάθε… καρκίνο (γελά).
Τον χρόνο που περνά τον αγαπάμε ή δεν τον γουστάρουμε και πολύ;
Είναι άτιμος! Δεν τον γουστάρουμε, όχι. Ακόμα, βέβαια, μαζί με κάποιους φίλους, κάνουμε αυτά που κάναμε πάντα. Με τις γυναίκες, αλλά και με άλλα, με τη μοτοσικλέτα μας, ας πούμε. Ακόμα αντέχουμε. Νομίζω, όμως, ότι δεν αργεί η ημέρα που πολλά δεν θα τα μπορούμε πια και αυτό θα πονέσει πολύ.
Σινεμά θα ξανακάνατε;
Ευχαρίστως. Μου αρέσει πολύ το σινεμά. Και νομίζω ότι με την τελευταία μου ταινία, την «Τζαμάικα», ξεφοβήθηκα αρκετά την κάμερα. Το κοινό στο θέατρο δεν το φοβάμαι, αλλά την κάμερα παλιά την υπολόγιζα, τη μέτραγα πολύ και με καταπίεζε. Γιατί μην ξεχνάμε ότι ο μεγάλος εχθρός του ηθοποιού είναι η φιλαρέσκειά του. Λες, πρέπει να είμαι καλός. Εγώ, νομίζω, ότι έχω καταφέρει σε μεγάλο βαθμό και το ξεχνάω. Αλλά ποτέ κανείς δεν το ξεχνάει τελείως.
Όταν άρχισε να σας αναγνωρίζει ο κόσμος, πώς αποφύγατε την έπαρση;
Δεν τέθηκε ποτέ ζήτημα έπαρσης μέσα μου. Έχω μια πρακτική πλευρά. Απλά κυλάω. Διαχειρίζομαι το παρόν, το αύριο δεν με απασχολεί. Χάνεις χρόνο, λοιπόν, αν ασχολείσαι με το «ξέρεις ποιος είμαι εγώ». Και δεν μου αρέσει να χάνω χρόνο με περιττά.
Το κοινό στις παραστάσεις το βλέπετε;
Όχι. Το κοιτάζω, αλλά δεν το βλέπω. Μπορεί να οφείλεται στο ότι κάποτε κοίταξα στην πρώτη σειρά και ήταν ένας κύριος που κοιμόταν. Και με απορύθμισε τελείως!
Είναι ψυχοθεραπεία το θέατρο;
Ναι. Δεν το συζητάμε καν. Η ψευδαίσθηση ότι είσαι κάποιος άλλος σε χαλαρώνει, σε απεγκλωβίζει. Οι περισσότεροι ηθοποιοί έχουμε ζήσει στη θεατρική ζωή μας κάτι μαγικό: παίζεις το έργο τρία χρόνια και έρχονται δυο-τρεις στιγμές που αισθάνεσαι ότι είσαι πέντε πόντους πάνω από τη γη. Νιώθεις κυριολεκτικά σαν άρχοντας του φωτός!
Βρίσκετε το κοινό πιο ενημερωμένο σε σχέση με παλιά;
Ισως, αλλά άλλο η γνώση και άλλο η ενημέρωση. Έχουν γίνει λίγο εξυπνάκηδες οι άνθρωποι μετά το ίντερνετ, όμως η σκέτη ενημέρωση δεν σε «κουνάει», δεν σε κάνει καλύτερο. Στο θέατρο, πάλι, δεν είναι σωστό να τους ομογενοποιείς όλους. Υπάρχουν οι λίγοι, γνήσιοι θεατρόφιλοι. Υπάρχουν πολλοί που μας στηρίζουν στο θέατρο. Επίσης, μια μεγάλη μερίδα που το βλέπει ως ελαφριά διασκέδαση. Και, δυστυχώς, υπάρχουν κι εκείνοι που το θέατρο το χρησιμοποιούν για το «εγώ» τους και επιλέγουν παραστάσεις στριφνές, μόνο και μόνο για να επιδειχθούν. Παραστάσεις που ούτε πολυκατάλαβαν, ούτε τους πολυάρεσαν κιόλας.
Τι δεν έχετε κάνει, παρόλο που θα θέλατε;
Στο θέατρο απωθημένο δεν έχω. Μόνο ένα ρόλο θα ήθελα να παίξω και δεν νομίζω ότι θα συμβεί, γιατί έχω μεγαλώσει λίγο. Έχω λαχταρήσει τον ρόλο του «Σιρανό». Μάλιστα, την εποχή που μου είπε ο Βασίλης ο Χαραλαμπόπουλος ότι θα τον κάνει, το σκεφτόμουν κι εγώ. Πρέπει να τον είδα πέντε-έξι φορές τον Βασίλη, δεν τη χόρταινα την παράσταση. Κατά τα άλλα, όπως δεν ζηλεύω τη μοτοσικλέτα κάποιου άλλου, μόνο την καμαρώνω, έτσι και με τους ρόλους. Υπάρχουν υπέροχοι ρόλοι, αλλά μαράζι δεν μου μένει.
Υπάρχει κάτι που έχετε διδάξει στον γιο σας, τον Αλέξανδρο;
Είμαι εναντίον του κηρύγματος, πάντα προσπαθούσα να έρθω στη θέση του. Μικρός, που ζοριζόταν στο διάβασμα, του έλεγα: «Τα παιδιά είναι για να παίζουν, όχι να διαβάζουν. Θα πας και θα παίξεις όσο θέλεις, θα διαβάσεις όσο θέλεις. Το μόνο που θα σου προτείνω είναι, αυτό που θα διαβάσεις, έστω και μία σελίδα, να το μάθεις πολύ καλά». Βέβαια, του λειτούργησε αντίστροφα και στο τέλος έκανε πρωταθλητισμό. Εικοσάρια συνέχεια! Όμως εγώ δεν το έκανα εκ του πονηρού.
Πώς θέλετε να φύγει ο θεατής από το «SexyLaundry»;
Αν η παράσταση επιτύχει τον στόχο της, θα έχει γελάσει, θα έχει συγκινηθεί και ίσως αναρωτηθεί και λίγο. Εύχομαι να τον επηρεάσει, να ξανασκεφτεί τη σχέση του και τον εαυτό του μέσα σε αυτή. Βέβαια, αυτά ξεχνιούνται, δεν βαυκαλιζόμαστε, η τέχνη δεν αλλάζει τον κόσμο. Όμως, θα ήταν ωραίο να του μείνει κάτι παραπάνω από το να έχει απλώς περάσει καλά.
Όλη αυτή η διαδρομή τι σας έχει αφήσει;
Μια τεράστια έκπληξη. Γιατί ούτε ηθοποιός ήθελα να γίνω, ούτε τίποτα. Συνωμότησαν πολλές συμπτώσεις για να βγω στο θέατρο. Είναι ένα ωραίο παραμύθι, αλλά, όταν καλούμαι να πω την αλήθεια, λέω καλά, πλάκα μου κάνετε, σοβαρά το έχω ζήσει εγώ όλο αυτό;
